Η Δήμαρχος Αθηναίων Ντόρα Μπακογιάννη η οποία επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη προσκεκλημένη του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου, συναντήθηκε χθες στο Φανάρι με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Αμέσως μετά την συνάντηση η Δήμαρχος Αθηναίων και ο Οικουμενικός Πατριάρχης δήλωσαν τα εξής:
ΝΤΟΡΑ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ: «Με πολύ μεγάλη χαρά συνάντησα τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Τα θέματα τα οποία συζητήσαμε ήταν πολλά. Ένα από αυτά τα βασικά θέματα το οποίο πάντοτε απασχολούν και την Ελλάδα αλλά και το Πατριαρχείο είναι οι σχέσεις με την Τουρκική κυβέρνηση και η ελπίδα που έχουμε να λειτουργήσει ξανά, το ταχύτερο δυνατόν, η Σχολή της Χάλκης.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ:Συζητήσατε καθόλου για την κρίση που εξελίσσεται στα Ιεροσόλυμα
ΝΤΟΡΑ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ:Όπως αντιλαμβάνεστε, τα θέματα που απασχολούν είναι διάφορα και η αλληλοενημέρωση είναι πάντοτε απαραίτητη.
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ:Κι εγώ με τη σειρά μου εκφράζω την ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση μου, διότι για μία ακόμα φορά είχαμε την ευκαιρία να υποδεχθούμε εδώ στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την εξοχοτάτη κυρία Δήμαρχο Αθηναίων και στο πρόσωπο της επιλαμβάνομαι της ευκαιρίας να χαιρετίσω πατρικώς και να ευλογήσω από της Μητρός Εκκλησίας όλους τους πολύ αγαπητούς δημότας της, οι οποίοι με υπεδέχθησαν πολλές φορές εις το πρόσφατο παρελθόν και οι οποίοι τίμησαν στο ταπεινό μου πρόσωπο τον Πανίερον θεσμόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με την κυρία Δήμαρχο είχαμε την ευκαιρία να ανταλλάξουμε σκέψεις για διάφορα θέματα. Την ευχαρίστησα ως εξέχον μέλος του κυβερνώντος κόμματος για το ενδιαφέρον της και για το ενδιαφέρον του κόμματος για τα θέματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της εδώ ομογένειας, και συμμερίζομαι την αισιοδοξία της ότι όλα αυτά ,όσα εκκρεμούν ακόμα, θα τακτοποιηθούν εις το άμεσον μέλλον»
Η Δήμαρχος Αθηναίων στη διάρκεια της επίσκεψης της στην Κωνσταντινούπολη μίλησε στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου για την Ευρωπαική πορεία της Τουρκίας και τις σχέσεις των δύο χωρών. Ακολουθούν αποσπάσματα από την ομιλία της:
« Είναι πραγματικά μεγάλη η πρόκληση να μιλήσω για την προοπτική της Τουρκίας ως μελλοντικού εταίρου της Ε.Ε. και τις σχέσεις της με την Ελλάδα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Πρύτανη του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου για την ευγενική πρόσκληση στην όμορφη πόλη σας.
Θεωρώ την σημερινή περίσταση, ενδιαφέρουσα για πολλούς λόγους. Ο πιο σημαντικός από όλους, αναμφισβήτητα, είναι η συνεχιζόμενη συζήτηση για το μέλλον της Ε.Ε., τις προοπτικές της, και τις σχέσεις που θα διαμορφωθούν μετά την ψήφιση ή όχι του νέου Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Ο δεύτερος λόγος είναι πως, η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. σχετίζεται με πολλά θέματα που συζητούνται στην Ευρώπη. .Σχετίζεται για παράδειγμα, με το θέμα της αναμόρφωσης της Ε.Ε. και του νέου της Συντάγματος.
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις στη Γαλλία έδειξαν ότι το ερώτημα για την ένταξη της Τουρκίας, είναι ένα από τα βασικά θέματα τα οποία θα παίξουν ρόλο στη διαμόρφωση της γαλλικής κοινής γνώμης, στην απόφαση της για το προτεινόμενο ευρωπαϊκό σύνταγμα. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί. Η Γαλλική κοινή γνώμη, συνειδητοποιεί, ότι στο πλαίσιο των νέων προσαρμογών και με δεδομένο το μέγεθος του πληθυσμού της Τουρκίας, το «βάρος» της χώρας αυτής θα είναι μεγαλύτερο και από της Γερμανίας, ή της Μ. Βρετανίας. Το θέμα της τουρκικής ένταξης, σχετίζεται με την ίδια τη φύση της Ε.Ε. Το εύρος της πιθανής διεύρυνσης , η πολιτιστική διάσταση, ο φόβος της θρησκευτικής και κοινωνικής αναταραχής σε μια περίοδο έντασης με ήδη μεγάλους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στο δυναμικό της Ευρώπης προκαλεί σκέψεις πως αποδεχόμενοι την Τουρκία, τα σύνορά της Ε.Ε. θα φτάσουν σε περιοχές με όχι ιδιαίτερη σταθερότητα, κυρίως στη Μέση Ανατολή. Και τελευταίο, τις ανησυχίες της Ευρώπης για το αν θα μπορέσει να απορροφήσει την Τουρκία με το οικονομικό βάρος που αυτό θα συνεπάγεται.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι αυτοί οι προβληματισμοί και προοπτικές είναι τα αποτελέσματα εύλογων ανησυχιών αλλά και προκατάληψης. Είναι για παράδειγμα, αλήθεια, ότι το μέγεθος της Τουρκίας, η γεωγραφική της θέση, και ο πληθυσμός, είναι ένα αληθινό πρόβλημα για την Ε.Ε., που ήδη έχει επιβαρυνθεί οικονομικά και από την πρόσφατη απορρόφηση νέων μελών. Υπάρχει έντονος διάλογος στην παρούσα φάση, για τις εισφορές σε κεφάλαια.
Τα κράτη της Νότιας ζώνης, δηλαδή, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και, σε μικρότερη έκταση η Ιταλία, φοβούνται ότι θα χάσουν μέρος των χρηματοδοτήσεων οι οποίες αναπόφευκτα θα κατευθυνθούν προς τα νέα μέλη. Τέλος, η Ευρώπη, έχει σοβαρά υπόψη της, το θέμα της ελεύθερης εισόδου εκατομμυρίων νέων εργατικών χεριών στην ήδη κορεσμένη εργατική αγορά. Αυτός είναι ο λόγος που η Επιτροπή, όταν έθεσε το πλαίσιο της Τουρκικής ένταξης πέρσι, πρότεινε να υπάρξουν μόνιμοι περιορισμοί σε ότι αφορά στην πρόσβαση της Τουρκίας στην εργατική αγορά της Ε.Ε. Ως παλαιά και αποδεδειγμένη φίλη του τουρκικού λαού και ως υπέρμαχος της φιλίας μεταξύ των δύο λαών μας , πρέπει να σας πω ειλικρινώς, ότι τελικώς το μέλλον των Τουρκικών σχέσεων με την Ευρώπη, βρίσκεται στο χέρι σας. Είναι οι δικές σας πρακτικές και πολιτικές που θα καθορίσουν την ικανότητά σας να γίνεται ισότιμα μέλη της Ε.Ε. Ο σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όχι μόνο νομικά αλλά και στην καθημερινή πρακτική, η προστασία των μειονοτήτων, η απόλυτη πλειοψηφία των πολιτικών σε σχέση με το στρατιωτικό κατεστημένο, νόμοι και συνθήκες δικαιοσύνης για όλους. Αυτά είναι τα θέματα που στο τέλος, θα καθορίσουν το ευρωπαϊκό μέλλον της Τουρκίας.
Μίλησα προηγουμένως για τις ευρωπαϊκές προκαταλήψεις. Αλλά θα πρέπει να παραδεχθούμε, πως υπάρχουν και τουρκικές προκαταλήψεις σε σχέση με την Ευρώπη. Η ευρωπαϊκοί πίεση προκειμένου να εναρμονιστούν οι πολιτικές και οι πρακτικές της Τουρκίας με αυτές της Ευρώπης, στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο, συχνά, εκλαμβάνονται από την Τουρκία, ως αδικία, ή ως έκφραση της προκατάληψης και του φόβου της Ευρώπης έναντι της Τουρκίας.
Το αποτέλεσμα είναι πως η Τουρκία, φαίνεται να επιθυμεί την ένταξη στην Ε.Ε. με τους δικούς της όρους. Και φαίνεται μερικές φορές πως δεν έχει συνειδητοποιήσει, πως οι χώρες όπως η Τουρκία, η Σλοβακία, ή η Λιθουανία που θέλουν να ενταχθούν στην Ε.Ε. θα πρέπει να ακολουθήσουν και να πληρούν τις προϋποθέσεις που η ίδια η Ε.Ε. θέτει. Αυτό συμβαίνει όταν ΄κάποιος γίνεται δεκτός σε μια ομάδα αγαπητοί φίλοι. Η Ελλάδα, στο παρελθόν, υπέφερε από παρόμοιες λανθασμένες απόψεις και πλήρωσε ακριβά γι’ αυτά της τα λάθη.
Παρά τα προβλήματα και παρά τους φόβους και τις προκαταλήψεις και από τις δυο πλευρές, είμαι αισιόδοξη ότι η Τουρκία, σε δέκα ή σε δεκαπέντε χρόνια, θα είναι πλήρες μέλος της Ε.Ε. Η ευρεία πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών, επιθυμεί να δει την Τουρκία στην Ευρώπη.
Η χώρα σας σημείωσε ιδιαίτερη πρόοδο σε κάθε πεδίο. Και τελικώς, υπάρχει αποφασιστικότητα και από μέρους του τουρκικού πολιτικού συστήματος και από μέρους του τουρκικού λαού, να δεχθούν την πρόκληση και να επιτύχουν το στόχο που έχουν θέσει. Υπάρχουν πολλά ακόμα που πρέπει να γίνουν και πρέπει να γίνουν γρήγορα. Είμαι όμως σίγουρη πως θα γίνουν. Και όπως περνούν τα χρόνια, μέχρι την τελική απόφαση της ένταξης τους Τουρκίας στην ΕΕ, είμαι βέβαιη πως όλα τα εμπόδια θα έχουν αρθεί. Η Ελλάδα από την πλευρά της, αποφάσισε, αρκετά χρόνια πριν, ότι είναι και προς το δικό της συμφέρον όπως και προς της Τουρκίας, να υποστηρίξει την υποψηφιότητα της Τουρκίας στην Ε.Ε. Και για να ξεκινήσω, οι Έλληνες και οι Τούρκοι, είτε τους αρέσει, είτε όχι, έζησαν μαζί κατά τη διάρκεια της τελευταίας χιλιετίας. Επηρέασαν ο ένας λαός τον άλλο, και υπερασπίστηκαν τον τρόπο ζωής και σκέψης τους, περισσότερο και από όσο θέλουν να παραδεχθούν. Συγκατοίκησαν σε μέρος που για μια χιλιετία, ήταν μια ενιαία γεωγραφική οντότητα. Και τέλος, οι δύο λαοί, μοιράζονται μια κοινή επιθυμία να ενισχύσουν την συνεργασία τους και τη γνώση τους ο ένας για τον άλλο, κάτι που τα τελευταία χρόνια είναι παραπάνω από ορατός. Σοβαρά θέματα όμως, μένει να λυθούν. Πρώτα απ όλα, είναι το θέμα της Κύπρου.
Θα πω τούτο: Στο θέμα της Κύπρου, υπάρχει μόνο ένας δρόμος μπροστά μας και για τα δύο έθνη. Η επίλυση. Χρειάζεται να προχωρήσουμε γρήγορα στην εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό, κάτι που θα είναι προς το συμφέρον και των δύο κοινοτήτων. Αντιμετωπίζουμε βέβαια το γεγονός, ότι το σχέδιο Αναν έγινε δεκτό από την Τουρκοκυπριακή πλευρά και απορρίφθηκε από την Ελληνοκυπριακή.
Ήμουν υπέρ του Σχεδίου Αναν, παρά τις πολλές του ασάφειες. Σκέφτηκα πως θα μπορούσε να φέρει τη δυναμική της συνύπαρξης των δύο λαών και μ’αυτό τον τρόπο θα μειώνονταν οι εντάσεις και θα λύνονταν πολλά πρακτικά ζητήματα. Αλλά καταλαβαίνω τις φοβίες και τις ανησυχίες της Ελληνοκυπριακής πλευράς επίσης . Τους ζητήθηκε να δώσουν πολλά, ενώ τους έδιναν τόσες λίγες εγγυήσεις σε αντάλλαγμα. Το σχέδιο Αναν περιελάμβανε πολλές παραμέτρους που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως απλά δυσλειτουργικές. Η Ελληνική κυβέρνηση αναγνωρίζει την ανάγκη να ενδυναμωθεί το κοινωνικό και οικονομικό στάτους του τουρκοκυπριακού πληθυσμού. Το ίδιο και η Ε.Ε. Και η Ελλάδα αλλά και η Κύπρος, ανανέωσαν την δέσμευσή τους, για τη δημιουργία ομόσπονδου κράτους, με ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες και προς τις δύο κοινότητες που ζουν στην Κύπρο. Το ίδιο έπραξε και η Τουρκία.
Είναι καιρός να μάθουμε να κατανοούμε ο ένας τους φόβους και τις ελπίδες του άλλου. Είναι ο καιρός για να προχωρήσουμε σε λύση. Βεβαιότατα η Κύπρος είναι το βασικό μας θέμα. Αλλά υπάρχουν και άλλα. Δεν βλέπω λόγο για παράδειγμα, να συνεχίζεται η επιθετική, επικίνδυνη και παράλογη τακτική στο θέμα του Αιγαίου.
Για την Ελλάδα δεν υπάρχει παρά ένα μόνο πρόβλημα. Η αποσαφήνιση του θέματος της υφαλοκρηπίδας.
Για την Τουρκία, υπάρχει σε αντιστοιχία, ο φόβος της ελληνικής απόφασης να ασκήσει το νόμιμο δικαίωμα της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια και το θέμα του εάν μπορεί να υπάρξει διαφορά στην επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων και του ελληνικού εναέριου χώρου.
Πιστεύω πως η λύση στο πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας και βεβαίως και της Κύπρου, είναι τα θέματα που μπορούν να τεθούν προς συζήτηση πολύ περισσότερο εύκολα στο πλαίσιο της περαιτέρω σύσφιξης της φιλίας και της συνεργασίας. Επιτρέψτε μου, σ’αυτό το σημείο, να πω πως είναι απόλυτα αναγκαίο να σταματήσουν οποιεσδήποτε στρατιωτικές ή άλλες δραστηριότητες, οι οποίες αυξάνουν την ένταση και τραυματίζουν σοβαρά το κλίμα το οποίο είναι αναγκαίο προκειμένου να επιλυθούν τόσο περίπλοκα προβλήματα. Αναφέρομαι ειδικότερα στις επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου σε καθημερινή βάση .
Τέλος, υπάρχει το θέμα του Πατριαρχείου, τα πνευματικά και περιουσιακά του δικαιώματα και το πρόβλημα της μείωσης του ελληνικού ορθόδοξου πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη. Λάβετε υπόψη σας, πως όταν υπογράφηκε η συνθήκη της Λοζάννης, υπήρχαν 100.000 μουσουλμάνοι στην Ελληνική Δυτική Θράκη και 150.000 Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη. Τώρα, υπάρχουν 2.500 Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη και 120.000 μουσουλμάνοι στη Θράκη.
Στο θέμα του Πατριαρχείου, θα επαναλάβω αυτό που έχω πει πολλές φορές απευθυνόμενη σε Τούρκους αξιωματούχους. Η παρουσία του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη είναι μεγάλο πλεονέκτημα για την Τουρκία. Και μιλώντας με πολιτικούς όρους, η παρουσία του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, είναι πολύ περισσότερο ευεργετική για την Τουρκία παρά για την Ελλάδα.
Θα είναι η επιβεβαίωση των μακραίωνων και ισχυρών δεσμών της Τουρκίας και η ένδειξη πως κατανοεί τον χριστιανικό κόσμο. Είναι ένα επιπλέον σημάδι πως αυτή η χώρα ανήκει στην Ευρώπη. Και μπορεί να λειτουργήσει ως μόνιμη επιβεβαίωση της πολιτικής της Τουρκίας για αποδοχή και κατανόηση της πολιτιστικής, θρησκευτικής και εθνικής διαφοράς. Είπα κάτι ακόμα. Ότι δεν είναι ιδιαίτερα σοφό το να μη δέχεται κανείς τον οικουμενικό ρόλο του Πατριάρχη μιλώντας πάντα με πνευματικούς όρους. Δεν εξυπηρετεί κανένα να αντιμετωπίζεται το Πατριαρχείο στο επίπεδο ενός απλού ιδρύματος στην περιφέρεια της Κωνσταντινούπολης.
Λίγες μέρες πριν ένας κορυφαίος καρδινάλιος της καθολικής εκκλησίας, και ένας από τους πιθανούς διαδόχους του Πάπα, υποστήριξε την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., έχοντας ως βασικό επιχείρημα , την ύπαρξη του Ελληνικού Ορθόδοξου Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Εύκολα καταλαβαίνετε τη σημασία που έχει η υποστήριξη της Καθολικής εκκλησίας στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Και σας ερωτώ. Τι είναι περισσότερο συμφέρον στην Τουρκία, έχοντας απέναντι της μια κατά πλειοψηφία χριστιανική Ευρώπη;
Η παρουσία στα εδάφη σας, ενός ακόμα ορθόδοξου Αρχιεπίσκοπου, που είναι επικεφαλής 2000 χριστιανών Κωνσταντινοπολιτών Ελλήνων, ή ενός πνευματικού ηγέτη 25000000 ορθόδοξων χριστιανών δεύτερος μετά τον Πάπα, σύμφωνα με την οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας τον 4ο αιώνα, όταν ακόμα οι δύο εκκλησίες ήταν μία; Ανεξάρτητα όμως από το εάν ο Πατριαρχείο αντιμετωπίζεται ως διεθνές πνευματικό ή απλά τουρκικό ίδρυμα, θα πρέπει να του επιτραπεί να διαδραματίσει το ρόλο του ελεύθερα .Σ΄ αυτό το πλαίσιο, είναι απόλυτα αναγκαίο να επαναλειτουργήσει η Θεολογική Σχολή της Χάλκης, έτσι ώστε οι στυλοβάτες της εκκλησίας να έχουν την αρμόζουσα θεολογική παιδεία. Ομοίως, οι περιουσίες και του Πατριαρχείου και της ελληνικής κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη, θα πρέπει να είναι σεβαστές, προς όφελος όχι μόνο της ελληνικής κοινότητας εδώ, αλλά και της ίδιας της Τουρκίας, των σχέσεών της με την Ελλάδα και επιπλέον, των σχέσεων της με την Ευρωπαϊκή και διεθνή κοινότητα. Είμαι αισιόδοξη για το μέλλον. Η Τουρκία αναπτύσσεται γρήγορα και το ίδιο γρήγορα εκσυγχρονίζεται. Είμαι αισιόδοξη για το μέλλον των σχέσεων μας. Πρόσφατα και οι Έλληνες και οι Τούρκοι, αναγνώρισαν πόσο σημαντικό ήταν για αυτούς και πόσο τεράστιο είναι το κέρδος από τη συνεργασία τους.
Και όσο θα γνωρίζουν ο ένας λαός τον άλλο καλύτερα, τόσο θα αυξάνεται η συνεργασία μεταξύ τους και τόσο πιο πολύ θα κατανοούν τις ομοιότητες και τις διαφορές τους. Και τελευταίο, μοιράζονται την κοινή πεποίθηση, ότι το μέλλον τους βρίσκεται στη θέση τους δίπλα δίπλα στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής, ισχυρής και κοινωνικά δίκαιης, Ευρώπης.»
Η Δήμαρχος Αθηναίων συναντήθηκε και με τον Δήμαρχο Κωνσταντινούπολης Καντιρ Τομπας και συζήτησαν για την συνεργασία των δύο πόλεων ιδιαίτερα στον πολιτιστικό και τον τουριστικό τομέα.