Κοινοβούλιο

Ομιλία της Ντόρας Μπακογιάννη στην Προ Ημερισίας Διατάξεως Συζήτηση στη Βουλή

Πέμπτη, 2 Νοέ 2006

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

Θεωρώ τιμή μου που σήμερα για πρώτη φορά ως Υπουργός Εξωτερικών σε μια ειδική συνεδρίαση έχω την τιμή να απευθυνθώ στην Ολομέλεια της Βουλής. Είναι μεγάλη τιμή και μεγάλη ευθύνη να ηγούμαι της ελληνικής διπλωματίας, μιας διπλωματίας η οποία αποτελείται από άξια στελέχη, τα οποία διαχρονικά ανεξαρτήτως κυβερνήσεων προσέφεραν και προσφέρουν πολλά στην πατρίδα.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

η Νέα Δημοκρατία, η Κυβέρνηση και εγώ προσωπικά πιστεύαμε και πιστεύουμε στη συναίνεση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Είμαστε ιδιαιτέρως ευτυχείς όταν την επιτυγχάνουμε και λυπούμαστε όταν συμβαίνει το αντίθετο. Η εξωτερική πολιτική μας άλλωστε έχει ως γνώμονα αποκλειστικώς την προάσπιση του εθνικού συμφέροντος και τη μεγιστοποίηση του οφέλους της χώρας σε κάθε της προσπάθεια. Και ο ελληνικός λαός μας ζητάει να βρισκόμαστε πάνω από μικροκομματικές ή άλλες εφήμερες σκοπιμότητες και να επιδιώκουμε τουλάχιστον για τα καίρια θέματα τη μέγιστη δυνατή συναίνεση. Έτσι, φαντάζομαι θα συμφωνήσετε μαζί μου, ενδυναμώνεται η χώρα μας και αυξάνεται η αποτελεσματικότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Παρακολούθησα με προσοχή την ομιλία του κυρίου Παπανδρέου και θέλω να σημειώσω ότι κάποιες στιγμές είχα την αίσθηση ότι διακατέχεται από έλλειψη ψυχραιμίας και απώλεια της μετριοπάθειας, η οποία παλαιότερα ήταν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Η εθνική συναίνεση μοιάζει να είναι ένα κουστούμι μέσα στο οποίο ασφυκτιά. Φαίνεται δυστυχώς ότι τα εσωτερικά προβλήματα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. οδηγούν τον Πρόεδρό του να ξεχάσει ότι η προσπάθεια της τεχνητής πόλωσης δεν βοηθάει ποτέ καμία εθνική υπόθεση.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, θα αντιπαρέλθω πολλά απ’ αυτά τα οποία ακούστηκαν εδώ, για να σταθώ στην ουσία των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής διότι βαθύτατα πιστεύω ότι στα βασικά θέματα τα οποία αναφέρθηκαν σήμερα στη Βουλή οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας συμφωνούμε

Και θα ξεκινήσω με το θέμα της Τουρκίας διότι πιστεύω ότι είναι το πλέον σημαντικό απ’ όλα τα οποία αναφέρθηκαν. Πιστεύουμε όλοι μέσα σε αυτήν την Αίθουσα, ή τουλάχιστον η συντριπτική πλειοψηφία από εμάς, ότι η επιλογή την οποία η εθνική μας στρατηγική έκανε πριν από μερικά χρόνια για την προοπτική της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια σωστή στρατηγική επιλογή. Την κάναμε, διότι πιστεύουμε ότι αυτό είναι προς όφελος των δικών μας στρατηγικών συμφερόντων, προς όφελος του λαού της Τουρκίας, προς όφελος της ειρήνης και της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή.

Δεν νομίζω ότι πιστεύει κανείς πως με πολύ μεγάλη ευκολία στην πρώτη δυσκολία αυτήν τη στρατηγική επιλογή θα πρέπει να την εγκαταλείψουμε ή για λόγους εσωτερικής καμιά φορά σκοπιμότητας να κάνουμε πως την ξεχάσαμε. Την πιστεύουμε, την υιοθετήσαμε, αλλά όλοι από κοινού είπαμε ότι αυτή η επιλογή έχει προϋποθέσεις και προαπαιτούμενα. Και ποια είναι αυτά; Πρώτα απ’ όλα η ίδια η Τουρκία να επιλέξει την προσαρμογή της προς τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες.

Άκουσα σήμερα τον κ. Παπανδρέου να λέει ότι δεν υπάρχουν λευκές επιταγές. Σωστά. Το έχω πει πάρα πολλές φορές. Δεν υπάρχουν λευκές επιταγές, όπως επίσης έχω πει ότι δεν υπάρχει Ευρώπη α λα καρτ. Η Ευρώπη δεν προσαρμόζεται στις αρχές και τις αξίες του οποιουδήποτε υποψηφίου κράτους-μέλους. Η Ευρώπη έχει τις δικές της αρχές και αξίες.

Αυτό είναι το οικοδόμημα για το οποίο σε τελική ανάλυση είμαστε όλοι πολύ περήφανοι. Η Τουρκία προσέρχεται, κρίνεται, θα κρίνεται από τη δικιά της δυνατότητα προσαρμογής και εκεί θα κρίνεται από όλους, κυρίες και κύριοι Βουλευτές. Θα κρίνεται, δηλαδή, από όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Κυπριακής Δημοκρατίας συμπεριλαμβανομένης.

Αυτή είναι, λοιπόν, η πρώτη μου παρατήρηση και νομίζω ότι επ’ αυτού είμαστε όλοι σύμφωνοι.

Η δεύτερη παρατήρηση, την οποία θέλω να κάνω, είναι η απάντηση στο ερώτημα –που φαντάζομαι πως ήταν ρητορικό- του κυρίου Παπανδρέου.
Ερώτησε ο κ. Παπανδρέου εάν επιθυμούμε την πλήρη ένταξη της Τουρκίας ή την ειδική εταιρική σχέση. Ομολογώ ότι εκεί εντυπωσιάστηκα λιγάκι, διότι πριν από 10’ λεπτά ο Πρωθυπουργός της χώρας είχε κατηγορηματικά πει ότι τασσόμεθα υπέρ της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το είχε αναλύσει. Το ανέλυσε διότι είπε ότι πρέπει να υπάρχει ένα σοβαρό και αξιόπιστο κίνητρο για την Τουρκία, για να μπορέσει να κάνει αυτές τις προσαρμογές και τις εσωτερικές αλλαγές, τις οποίες έχει ανάγκη. Διότι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν αμφιβάλλει κανείς ότι αν τα μηνύματα είναι διττά –και δυστυχώς πράγματι στην Ευρώπη πολλές φορές είναι διττά- τότε η αίσθηση την οποία έχει η Τουρκία είναι ότι ενδεχομένως μπορεί η όποια προσπάθεια κάνει να πάει στο βρόντο και να μην έχει το αποτέλεσμα το οποίο θέλει.

Αντιπαρέρχομαι αυτά τα οποία ακούστηκαν περί του πώς θα ήταν τα πράγματα εάν είχε παραμείνει η Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία το τελευταίο εξάμηνο όπου γίνεται η γνωστή κουβέντα του Ελσίνκι, γιατί νομίζω ότι έχει απαντηθεί πολλάκις μέσα σ’ αυτή την Αίθουσα.

Είναι βέβαιο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι αυτό το οποίο πέτυχε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι πάρα πολύ σημαντικό. Σε σχέση με τα αποτελέσματα του 2002, τα αποτελέσματα του 2004 προβλέπουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις τις οποίες η Τουρκία πρέπει να επιτύχει. Προϋποθέσεις που πρέπει να φτάσει η Τουρκία και που είναι πολύ ευρύτερες από μόνο τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, τα οποία ήταν η απόφαση του 2002. Νομίζω ότι αυτό είναι προς όφελος της χώρας μας και αποδυναμώνει την κοινή μας προσπάθεια αν προσπαθούμε να ελαχιστοποιήσουμε τα αποτελέσματα αυτών των συμφωνηθέντων.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε μία δύσκολη περίοδο το επόμενο δίμηνο. Και βρισκόμαστε μπροστά σε μία δύσκολη περίοδο, διότι πράγματι θα πρέπει να φτάσει η ώρα της αλήθειας για το αν θα προσαρμοστεί ή δεν θα προσαρμοστεί η Τουρκία στη βασική υποχρέωση την οποία με χρονοδιάγραμμα έχει, δηλαδή να τιμήσει το Πρωτόκολλο της Άγκυρας. Εάν, δηλαδή, η Τουρκία θα προχωρήσει στο να το αποδεχθεί ή δεν θα το αποδεχθεί και θα τηρήσει τη στάση την οποία τηρεί μέχρι σήμερα.
Εδώ, όπως ξέρετε, η θέση της Ελλάδος είναι σαφής. Δεν μπορεί να προχωρήσει η Τουρκία στην ευρωπαϊκή της πορεία χωρίς να έχει επιπτώσεις και κυρώσεις η τυχόν άρνησή της να προσαρμοστεί προς τις υποχρεώσεις της. Και νομίζω ότι είμαι σαφής και δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτα παραπάνω προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτή είναι η πρώτη μας θέση.

Η δεύτερη αφορά σ’ αυτό το οποίο είπε και ο κ. Αλαβάνος για τη φιλανδική πρόταση. Προσυπογράφω ακριβώς αυτά τα οποία είπε. Είναι η ώρα των συζητήσεων και είναι πρόωρο να κάνουμε οποιοδήποτε σχόλιο για την πρόταση. Θα περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί. Εμείς την υποστηρίζουμε με την οπτική γωνία και τα επιχειρήματα της Κυπριακής Κυβερνήσεως επί του θέματος.

Και έρχομαι τώρα στο θέμα του Κυπριακού στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Παπανδρέου.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει πάντοτε ως πρώτο στόχο βεβαίως την επίτευξη μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό και δεν θα φεισθούμε καμίας προσπάθειας προς αυτή την κατεύθυνση και όλες μας οι δυνάμεις σε συνεργασία με την Κυπριακή Κυβέρνηση πάνε προς αυτή την κατεύθυνση.

Θέλω όμως εδώ να πω κάτι, το οποίο νιώθω την ανάγκη να το ξεκαθαρίσω.
Η Κύπρος δεν χρειάζεται κηδεμονία. Η Κύπρος χρειάζεται υποστήριξη και συνεργασία. Είναι ένα ανεξάρτητο κράτος, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης χάρη στις κοινές μας προσπάθειες θεωρώ εγώ. Ο κ. Παπανδρέου θεώρησε ότι ήταν μόνο προσπάθειες του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αλλά είναι δικαίωμά του. Πιστεύω ότι χάρη στις κοινές προσπάθειες όλων, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σήμερα.

Και εγώ θέλω και από το βήμα αυτό να αναφερθώ ξανά στην προσφορά του μακαρίτη του Γιάννου Κρανιδιώτη, γιατί πραγματικά νομίζω ότι του αξίζει η τιμή, για τη συμβολή του σ’ αυτή την προσπάθεια.

Από εκεί και πέρα, όμως, σήμερα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θέλει την πλήρη στήριξή μας, την πλήρη συνεργασία μας, αλλά όχι την κηδεμονία μας. Άρα, οποιαδήποτε πρόταση έρθει για επίλυση του Κυπριακού, θα προέρχεται από την κυπριακή Κυβέρνηση και καμία λύση του Κυπριακού δεν μπορεί να υπάρξει, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, ερήμην του κυπριακού λαού και ερήμην της κυπριακής ηγεσίας. Επιβεβλημένες λύσεις δεν μπορούν να υπάρξουν και νομίζω ότι σ’ αυτό μπορούμε να είμαστε όλοι σύμφωνοι, για να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας και το ρόλο μας.

Θα ήθελα να πω δυο κουβέντες γι’ αυτό το οποίο είπε ο κ. Παπανδρέου για τα Βαλκάνια. Η θέση της Ελλάδος για τα Βαλκάνια είναι σταθερή και βασίζεται πράγματι στις αποφάσεις, οι οποίες ελήφθησαν στη Θεσσαλονίκη. Εμείς θεωρούμε ότι η επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα Βαλκάνια είναι βασικό συστατικό στοιχείο της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης. Η συμμετοχή των βαλκανικών χωρών σε αυτή την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι τεράστιο θετικό απόκτημα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι δηλαδή μόνο υποχρέωσή της, αλλά είναι όφελος της Ένωσης. Και βεβαίως, σε κάθε Συμβούλιο Κορυφής και σε κάθε συζήτηση η οποία γίνεται, αυτή η θέση της Ελλάδος υποστηρίζεται και αναδεικνύεται. Και επειδή φοβούμαι ότι οι συνεργάτες του κ. Παπανδρέου αμέλησαν να του τα δώσουν, θα δώσω να κατατεθούν στα Πρακτικά τα αποτελέσματα των Συμβουλίων Γενικών Υποθέσεων που αναφέρονται ιδιαίτερα στα Δυτικά Βαλκάνια και επίσης τα αποτελέσματα των Συμβουλίων Κορυφής, τα οποία επίσης αναφέρονται σ’ αυτά.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

θέλω να κλείσω με μία αναφορά στην παρουσία της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Η Ελλάδα, πάλι χάρη στις κοινές προσπάθειες όλων μας, έγινε μέλος με πολύ μεγάλη πλειοψηφία στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Πιστεύω δε ότι κάνοντας την αποτίμηση αυτών των δύο ετών συμμετοχής στο Συμβούλιο Ασφαλείας, μπορούμε όλοι να είμαστε περήφανοι για μία χώρα η οποία υπερασπίστηκε τις αρχές της, τις αξίες της με επιτυχία, για μία χώρα που ήταν παρούσα με απόψεις σε όλες τις μεγάλες κρίσεις, από τις κρίσεις τις ανθρωπιστικές και πολεμικές στην Αφρική, μέχρι την κατάσταση η οποία διαμορφώθηκε με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, για την οποία η Ελλάδα με τις δικές της δυνάμεις στήριξε και συζητούσε συνεχώς τις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την κατεύθυνση αναζήτησης μιας λύσης.

Η Ελλάδα ήταν παρούσα και πήρε μία πρωτοβουλία στο Συμβούλιο Ασφαλείας και έφερε μετά από είκοσι χρόνια το Συμβούλιο Ασφαλείας να συζητήσει το πρόβλημα της Μέσης Ανατολής και το θέμα των Παλαιστινίων, το οποίο το ανέδειξε στην πρώτη γραμμή.

Ήταν μια επιτυχία της Ελληνικής Προεδρίας. Μην την αρνείσθε, κυρίες και κύριοι Βουλευτές. Δεν νομίζω ότι κερδίζει κανείς με το να αρνείται ένα θετικό αποτέλεσμα από προσπάθειες, οι οποίες σε τελική ανάλυση αυξάνουν το κύρος της χώρας και ενδυναμώνουν τη χώρα στα επιχειρήματά της στην εξωτερική πολιτική.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, η Κυβέρνηση ακολουθεί μία πολιτική με υπευθυνότητα. Ακολουθεί μία πολιτική χαμηλών τόνων. Ακολουθεί, όμως, μία πολιτική που μετά βεβαιότητος ενισχύει το κύρος της χώρας, ενισχύει την αυτοπεποίθηση της χώρας, ενισχύει την Ελλάδα ως μία περιφερειακή δύναμη, ήρεμη δύναμη, αλλά δύναμη με άποψη και με φωνή στην περιοχή της.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Προηγούμενο άρθρο
Επόμενο άρθρο