Στην Παυλίνα Πρωταίου
Κυρία Υπουργέ, διανύουμε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο στη διεθνή πολιτική σκακιέρα με εξελίξεις που αφορούν κατά μείζονα λόγο τηνευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης και Μεσογείου. Διαπιστώνοντας αυτή τη ρευστή κατάσταση, θα ήθελα να ξεκινήσουμε με ένα καθοριστικής σημασίας ζήτημα για την Ελλάδα, αυτό του ονόματος της ΠΓΔΜ. Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε σήμερα;
Όπως γνωρίζετε ξεκίνησε την 1η Νοεμβρίου στη Νέα Υόρκη ο νέος κύκλος της διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Η Ελλάδα προσήλθε σε αυτόν, με ξεκάθαρες, εποικοδομητικές θέσεις και με ειλικρινή και αποδεδειγμένη βούληση για εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης. Σεβόμαστε απόλυτα αυτή τη διαδικασία. Μέσα στην εβδομάδα που μας πέρασε, συναντήθηκα εδώ στην Αθήνα με τον κ. Νίμιτς. Συμφωνήσαμε ότι είναι σκόπιμο η διαδικασία να επιταχυνθεί και να γίνει ουσιαστικότερη. Γι’ αυτό και αμέσως μετά τις γιορτές οι διαπραγματευτές θα συναντηθούν παρουσία του κ. Νίμιτς στα Σκόπια και κατόπιν στην Αθήνα. Πιστεύουμε ότι είναι ώρα αποφάσεων, ότι είναι ώρα και οι δύο χώρες να τηρήσουμε τη δέσμευση που αναλάβομε, και να μην διαιωνίζουμε αυτή την εκκρεμότητα. Να καταλήξουμε σε λύση κοινής αποδοχής και να προχωρήσουμε μαζί σε ένα μέλλον ασφάλειας, σταθερότητας και ανάπτυξης. Ένα μέλλον που μπορεί να οικοδομηθεί μόνο πάνω στα στέρεα θεμέλια που δημιουργούν οι σχέσεις καλής γειτονίας και η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Αυτό θέλουμε και αυτό επιδιώκουμε. Γι’ αυτό και στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης κάνουμε όλα τα απαραίτητα βήματα. Οφείλει και η άλλη πλευρά να καλύψει την απόσταση που της αναλογεί ώστε να καταλήξουμε σε μια αμοιβαία αποδεκτή ονομασία.
Δεδομένης της συνεχιζόμενης αδιαλλαξίας της σκοπιανής πλευράς, τι περιθώρια ελιγμών έχουμε και μέχρι ποιου σημείου είμαστε διατεθειμένοι να «συνθηκολογήσουμε» ώστε να καταστεί δυνατή η εξεύρεση λύσης;
Δεν τίθεται ζήτημα ούτε ελιγμών, ούτε βεβαίως συνθηκολόγησης. Έχουμε λάβει μια ξεκάθαρη, θετική θέση: είμαστε έτοιμοι για μια αμοιβαία αποδεκτή λύση, στην κατεύθυνση μιας σύνθετης ονομασίας. Μιας ονομασίας που θα διακρίνει το γειτονικό μας κράτος από την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας. Είναι μια καθαρή θέση, που αποδεικνύει την ουσιαστική μας βούληση να καταλήξουμε σε μια αμοιβαία αποδεκτή ονομασία. Καλούμε την άλλη πλευρά να αποδείξει έμπρακτα και τη δική της αντίστοιχη βούληση, εγκαταλείποντας την εμμονή της στην αρχική της θέση. Αμοιβαία αποδεκτές λύσεις δεν βρίσκονται όταν τα μέρη που διαπραγματεύονται μένουν αμετακίνητα. Ούτε όταν μένουν προσκολημμένα στην αδιαλλαξία και την άσκηση εξωτερικής πολιτικής για εσωτερική κατανάλωση.
Ποια σύνθετη ονομασία πιστεύετε ότι θα διασφάλιζε τόσο την μακροβιότητα μιας συμφωνίας όσο και τα ελληνικά συμφέροντα στο μέλλον;
Αντιλαμβάνεστε ότι δεν είμαι σε θέση να εισέλθω στην ονοματολογία. Ειδικά σε αυτό το σημείο, με την εκκίνηση του νέου κύκλου διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Ο ίδιος ο μεσολαβητής, ο κ. Νίμιτς, καθόρισε το πλαίσιο ιδεών που υπέβαλε ως εμπιστευτικό. Με υπευθυνότητα, λοιπόν, η ελληνική πλευρά δεν έχει προβεί σε δημόσιους σχολιασμούς. Σας επαναλαμβάνω τη θέση μας: λύση με μια ονομασία σύνθετη, διακριτή, κοινά αποδεκτή. Λύση σταθερή και βιώσιμη, γιατί τέτοιου είδους λύσεις χρειάζονται στα ανοιχτά ζητήματα της περιοχής μας.
Για παράδειγμα, αρκετοί υποστηρίζουν ότι μια λύση τύπου «Republika Makedonja–Skopje» ενέχει τον κίνδυνο της χρήσης μόνο του όρου «Μακεδονία» καθώς είναι ευκολότερο. Ενώ, αντίθετα, το «Nova Makedonja» μοιάζει πιο εύκολο να εδραιωθεί καθώς υπάρχουν αρκετές χώρες με τον όρο «New» . Το σχόλιο σας;
Σας επαναλαμβάνω ότι δεν θα σχολιάσουμε πιθανά ή απίθανα ονόματα καθώς βρισκόμαστε στο μέσον μιας δύσκολης και απαιτητικής διαπραγμάτευσης. Κρατούμε στάση υπεύθυνη και εποικοδομητική, στάση που αρμόζει στη θέση και το ρόλο της Ελλάδας ως το παλαιότερο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ στην περιοχή, ως δύναμη σταθερότητας και ανάπτυξης για το σύνολο της γειτονιάς μας.
Αν, καμιά προσπάθεια δεν καρποφορήσει, θα ασκήσουμε βέτο, ή πρόκειται για επικοινωνιακό τέχνασμα;
Η Ελλάδα ασκεί εξωτερική πολιτική αρχών, συνέπειας και υπευθυνότητας. Με εθνική αυτοπεποίθηση, δίχως φοβικά σύνδρομα και με το βλέμμα στραμμένο στους ανοιχτούς ορίζοντες που ανοίγονται για τη χώρα μας και την ευρύτερη περιοχή μας. Επικοινωνιακά τεχνάσματα για εσωτερική ή εξωτερική κατανάλωση δεν έχουν θέση σε μια τέτοια πολιτική και σίγουρα δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες στη χώρα και τους στόχους της. Η θέση μας είναι απολύτως κρυστάλλινη: Το ζήτημα του ονόματος είναι ζήτημα σχέσεων καλής γειτονίας και περιφερειακής σταθερότητας. Θεωρούμε την έμπρακτη επιδίωξη σχέσεων καλής γειτονίας και την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών, ως αυτονόητες προϋποθέσεις για την οικοδόμηση οποιασδήποτε συμμαχικής ή στενής εταιρικής σχέσης. Θεωρούμε την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης στο ζήτημα ως το μόνο δρόμο των Σκοπίων προς το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Προς αυτήν στοχεύει η πολιτική μας, την οποία υπηρετούμε διατηρώντας όλες τις δυνατότητες που έχουμε ως μέλος των οργανισμών αυτών. Οι σύμμαχοί μας αντιλαμβάνονται πλήρως τη βαρύτητα μιας τόσο ξεκάθαρης θέσης.
Υπάρχει, όμως ένα εύλογο ερώτημα και αφορά στο γιατί μια χώρα όπως η Ελλάδα, που είναι πρώτη σε επενδύσεις , παρέχει οικονομική βοήθεια μέσω του ΕΣΟΕΑΒ,είναι μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ δεν άσκησε τις «απαραίτητες» διεθνείς πιέσεις, ώστε να μη βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο σήμερα;
Οι θέσεις της Ελλάδας γίνονται σεβαστές και κατανοητές από φίλους, εταίρους και συμμάχους γιατί βασίζονται σε ισχυρά επιχειρήματα και σε συνεπή πολιτική. Πράγματι, με την εντυπωσιακή οικονομική παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων στα Σκόπια, αλλά και με δημόσιους πόρους, η Ελλάδα έχει αποδείξει έμπρακτα ότι στηρίζει την σταθερότητα και την ανάπτυξη του γειτονικού μας κράτους. Θυμίζω ότι οι ελληνικές επενδύσεις στα Σκόπια αγγίζουν το ένα δις δολάρια ενώ οι θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί από ελληνικά κεφάλαια ξεπερνούν τις 20.000. Έχουμε επίσης αποδείξει την υποστήριξή της ευρωπαϊκής του προοπτικής, όπως και των υπολοίπων χωρών της περιοχής μας, με βάση τα κριτήρια και τα προαπαιτούμενα που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τα κράτη που προσδοκούν να γίνουν μέλη της. Η πολιτική αυτή αυξάνει ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία των θέσεών μας.
Καταλήγοντας θα ήθελα να σχολιάσετε τη σχετικά πρόσφατη της Κομισιόν για την ΠΓΔΜ; Θα λέγατε ότι υπό μια έννοια δικαιώνει τις ελληνικές θέσεις ή ευαισθησίες αν προτιμάτε; Βέβαια, δε θα πρέπει να ξεχνάμε τις μονομερείς αναγνωρίσεις εντός και εκτός Ευρώπης με ότι μπορεί να συνεπάγονται.
Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβεβαιώνει την ορθότητα των ελληνικών επιχειρημάτων. Συνδέει το ζήτημα του ονόματος με τις σχέσεις καλής γειτονίας και την περιφερειακή συνεργασία, τα οποία τονίζει ότι είναι ουσιώδους σημασίας για την ενταξιακή πορεία, και καλεί το γειτονικό μας κράτος να καταβάλει εκ νέου προσπάθειες για την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης. Παράλληλα διαπιστώνει έλλειψη προόδου στις μεταρρυθμίσεις σε μια σειρά από τομείς, γεγονός που οδήγησε στην αρνητική εισήγηση από την πλευρά της Επιτροπής για να λάβει η ΠΓΔΜ ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων, όπως επιθυμούσε. Αυτή είναι μια εξέλιξη για την οποία δεν επιχαίρει η Ελλάδα. Όμως η διαδικασία είναι συμφωνημένη, με σαφή κριτήρια και κίνητρα. Η πρόοδος έρχεται όταν πληρούνται αυτά τα κριτήρια και τα προαπαιτούμενα. Εμείς, θα επιθυμούσαμε να είχε κάνει το γειτονικό μας κράτος τα βήματα που χρειάζονται ώστε να πάρει την ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, όμως δεν τα έχει κάνει ακόμα.
Το μεγαλύτερο, όμως πρόβλημα για την ελληνική διπλωματία είναι τα ελληνοτουρκικά. Θα ήθελα λοιπόν να σταθούμε στην πρόσφατη έκθεση προόδου της Επιτροπής σε ότι αφορά στην πορεία των μεταρρυθμίσεων μια και ορισμένες εξ αυτών αποτελούν πάγια αιτήματα της ελληνικής πλευράς, όπως για παράδειγμα το θέμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και οι σχέσεις καλής γειτονίας.
Αποτελεί αναμφίβολα επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής το γεγονός ότι καταφέραμε να θέσουμε σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, να καταστήσουμε «ευρωτουρκικά», όλα τα θέματα των σχέσεών μας με την Τουρκία, όπως τα ζητήματα του Πατριαρχείου, των ομογενειακών περιουσιών, την αποφυγή προκλήσεων, την υποχρέωση ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Τα ζητήματα αυτά καταγράφτηκαν σε μια σειρά από δεσμευτικά ευρωπαϊκά κείμενα, που διαμορφώνουν ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο κριτηρίων, προϋποθέσεων και προαπαιτούμενων που πρέπει να εκπληρώσει η Τουρκία προκειμένου να έχει ομαλή πρόοδο η ενταξιακή της πορεία. Η Επιτροπή διαπιστώνει, δυστυχώς, έλλειψη προόδου στην εκπλήρωση κριτηρίων και προαπαιτουμένων και επισημαίνει προς στην Τουρκία να καταβάλει περαιτέρω εντατικές προσπάθειες σε μια σειρά από τομείς μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνουν τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, τον σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας με ιδιαίτερη αναφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Η Ελλάδα παραμένει σταθερή στην πολιτική της: πλήρης προσαρμογή της Τουρκίας πρέπει να ισούται με πλήρη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή την ξεκάθαρη αρχή στην οποία βασίζεται η πολιτική μας είχα την ευκαιρία να την τονίσω και στον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, τον κ. Μπαμπατζάν, που επισκέφθηκε την Αθήνα αυτή την εβδομάδα.
Πόσο είναι εφικτές οι σχέσεις καλής γειτονίας, όταν η Άγκυρα παρά τη θετική στάση της Αθήνας στην ενταξιακή της πορεία δεν φαίνεται διατεθειμένη να άρειτο casus belli;
Είναι σαφές ότι οι σχέσεις καλής γειτονίας δεν συνάδουν με το casus belli, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια γειτονική χώρα, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συμμάχου της Τουρκίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Αυτή ακριβώς τη θέση της Ελλάδας επισημαίνει και η έκθεση προόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία τονίζει τη σπουδαιότητα των σχέσεων καλής γειτονίας και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, με σαφή αναφορά στο casus belli, το οποίο για πρώτη φορά αναφέρεται ως απειλή. Εμείς συνεχίζουμε, τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε διμερές επίπεδο, να εργαζόμαστε για τη συνεχή βελτίωση των σχέσεών μας με την Τουρκία στη βάση του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών, με την ειλικρινή πεποίθηση ότι οι λαοί μας και οι χώρες μας, θα έχουν σημαντικό αμοιβαίο όφελος από την πλήρη εξομάλυνση των μεταξύ μας σχέσεων.
Την ίδια στιγμή, ας μην λησμονούμε την εκκρεμότητα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και φυσικά τη συνολική αμφισβήτηση εκ μέρους της Τουρκίας του καθεστώτος στο Αιγαίο (νήσοι, FIR Αθηνών). Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα της ελληνικής διπλωματίας;
Τόσο ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας όσο και εγώ μετά την συνάντησή μας επιβεβαιώσαμε ότι οι σχέσεις μεταξύ των χωρών μας έχουν περάσει σε μια νέα περίοδο και ότι σήμερα έχουμε μπροστά μας και οι δύο χώρες ένα «παράθυρο ευκαιρίας». Διαμορφώνεται ένα περιβάλλον πιο ευνοϊκό για ουσιαστικότερες προσπάθειες βελτίωσης των διμερών σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Στο πλαίσιο αυτό, κάναμε ένα ακόμη βήμα για τη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης στις σχέσεις μας, ανακοινώνοντας την υιοθέτηση μιας νέας δέσμης μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Αυτή περιλαμβάνει την ανταλλαγή επισκέψεων σε επίπεδο Αρχηγών των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων και σε άλλα ιεραρχικά επίπεδα της στρατιωτικής διοίκησης, τη δημιουργία κοινής διακλαδικής Επιχειρησιακής Μονάδας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ για συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις, την ίδρυση κοινής Χερσαίας Μονάδας στο πλαίσιο της Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης του ΝΑΤΟ, τη σύσταση κοινής διακλαδικής Ομάδας Δράσης για την αντιμετώπιση καταστροφών και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας με ευρεία επιχειρησιακή δυνατότητα και την ανταλλαγή επισκέψεων μεταξύ των Διοικητών των μονάδων της Ελληνο-Τουρκικής μεθορίου της Θράκης. Η δική μας θέση είναι σαφής: έχουμε τη βούληση να προχωρήσουμε μαζί με την Τουρκία, με επιμονή και επιμονή, στο δρόμο του αμοιβαίου συμφέροντος που στηρίζεται στο σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, τις σχέσεις καλής γειτονίας και στις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην ίδια έκθεση γινόταν αναφορά στις σχέσεις Τουρκίας-Κύπρου και στις δεσμεύσεις της πρώτης από το πρωτόκολλο του 2005 (άνοιγμα λιμένων και αεροδρομίων). Πιστεύετε ότι η κυβέρνηση Ερντογάν, θα προχωρήσει, θα τολμήσει, ή οι εσωτερικές συγκρούσεις και το Κουρδικό θα καθυστερήσουν οποιοδήποτε βήμα προς τα εμπρός;
Είναι απόλυτα φυσικό να αναφέρεται στην έκθεση της Επιτροπής, μεταξύ των άλλων τομέων στους οποίους διαπιστώνεται έλλειψη προόδου από την πλευρά της Τουρκίας, και η μη εφαρμογή του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Άγκυρας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι αυτός ήταν ο λόγος που σχεδόν ένα χρόνο πριν η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε το «πάγωμα» οκτώ διαπραγματευτικών κεφαλαίων στην ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας μέχρι αυτή να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της που απορρέουν από το Πρωτόκολλο αυτό.Ελπίζουμε και ευχόμαστε ότι η τουρκική κυβέρνηση θα αποδείξει και εμπράκτως τη βούλησή της να τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των κρατών μελών της Ένωσης και να δώσει νέα ώθηση στις μεταρρυθμίσεις που θα φέρουν την Τουρκία πιο κοντά στην Ευρώπη.
Και φυσικά ας μην ξεχνάμε τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού. Που βρισκόμαστε σήμερα και τι προοπτικές επίλυσης διαφαίνονται;
Βρισκόμαστε σήμερα σε ένα σημείο όπου έχει ιδιαίτερη σημασία να υπάρξει μια νέα κινητικότητα στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού. Είναι αυτονόητο ότι συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε, σε στενή συνεργασία με την Κυπριακή κυβέρνηση, για την επίτευξη μας δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης, που θα οδηγήσει στην επανένωση του νησιού. Η συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006 είναι κρίσιμης σημασίας για την επανεκκίνηση των προσπαθειών επίλυσης στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Δυστυχώς όμως η εφαρμογή της δεν έχει καταστεί εφικτή μέχρι σήμερα, και η ευθύνη βαρύνει την τουρκο-κυπριακή πλευρά. Επιμένουμε ότι πρέπει η συμφωνία να εφαρμοστεί το ταχύτερο δυνατό, ώστε να λάβουν νέα ώθηση οι προσπάθειες επίλυσης.
Η Τουρκία όμως, έχει να αντιμετωπίσει συν τοις άλλοις ένα «καυτό» μέτωπο, το Κουρδικό. Θεωρείτε βάσιμη τη πιθανότητα εκτεταμένων τουρκικών πολεμικών επιχειρήσεων στο Βόρειο Ιράκ ή πρόκειται για επίδειξη ισχύος της Άγκυρας η οποία θα εκτονωθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καθώς μια πολεμική σύρραξη μπορεί να συμπαρασύρει σε ένα ντόμινο εξελίξεων με εμπλεκόμενους τους Συρία, Ιράν, Ιράκ;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής όλα τα ζητήματα είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους και οι εξελίξεις – θετικές ή αρνητικές – στο ένα έχουν αντίκτυπο και στα υπόλοιπα. Γι’ αυτό και έχουμε επανειλημμένα υποστηρίξει στην ανάγκη μιας πολιτικής που θα αντιμετωπίζει τη Μέση Ανατολή ως σύνολο. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι φυσικό να παρακολουθούμε με ιδιαίτερη προσοχή τις εξελίξεις στη Νοτιοανατολική Τουρκία και το Βόρειο Ιράκ και να προσπαθούμε με καθαρές θέσεις να συμβάλλουμε – στο μέτρο των δυνατοτήτων μας – στην εκτόνωση της κατάστασης. Για την Ελλάδα άλλωστε ο σεβασμός των αρχών του Διεθνούς Δικαίου και η επιδίωξη της ειρήνης αποτελούν απαράβατες αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η εξωτερική μας πολιτική. Επιμένουμε στην ανάγκη ειρηνικής επίλυσης και εξάντλησης των διπλωματικών μέσων, καθώς η βία δεν αποτελεί μέσο επίλυσης. Τονίζουμε ότι ο σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας, της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας ενός κράτους αποτελεί θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου η οποία δεν είναι δυνατό ούτε να αγνοείται ούτε να παραβιάζεται. Και, φυσικά, καταδικάζουμε την τρομοκρατία, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Με προσήλωση σε αυτές τις αρχές, προσπαθούμε να έχουμεθετική συμβολή στην εκτόνωση της ανησυχητικής σημερινής κατάστασης που υπάρχει στην ευρύτερη γειτονιά μας.
Οι εύθραυστες ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή απορρέουν σε σημαντικό βαθμό από γεω-οικονομικά παιγνίδια. Κυρίως από τη διανομή των ενεργειακών πόρων η οποία καθορίζει τις εξελίξεις. Σε αυτό το δυναμικό παζλ, η Ελλάδα έρχεται να διαδραματίσει το δικό της περιφερειακό ρόλο. Ποια η σημασία της ενεργειακής διπλωματίας και ποιες οι προοπτικές για την Ελλάδα μετά την υπογραφή της συμφωνίας του Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη;
Είναι σαφές ότι η σημασία των γεωοικονομικών παραγόντων ισχύος και, βεβαίως, η πρόσβαση στους ενεργειακούς πόρους και σε ασφαλείς ενεργειακούς δρόμους, αυξάνεται διαρκώς στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον. Γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι η κυβέρνηση με την πολιτική της μετατρέπει τη χώρα, με ταχύτατους ρυθμούς, σε σημαντικό, ασφαλή ενεργειακό κόμβο για την ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Μετά από καθυστερήσεις δεκατεσσάρων σχεδόν ετών, υλοποιείται η συμφωνία για τον αγωγό Μπουργκάς Αλεξανδρούπολης. Προχωρά η κατασκευή του ελληνοτουρκικού αγωγού φυσικού αερίου, τον οποίο εγκαινίασαν πριν λίγες εβδομάδες οι Πρωθυπουργοί των δύο χωρών, ενώ ο αγωγός αυτός θα επεκταθεί και στην Ιταλία. Παράλληλα, προωθείται και η συμμετοχή της χώρας στο νότιο αγωγό φυσικού αερίου (South Stream), που θα μεταφέρει αέριο από την Ρωσία στη Δυτική Ευρώπη μέσω Ιταλίας. Με την πολιτική αυτή η Ελλάδα αναβαθμίζει τον στρατηγικό της ρόλο και αναδεικνύεται σε χώρα – κλειδί για τους νέους ενεργειακούς δρόμους προς τα Βαλκάνια και την Ευρώπη.
Σε αυτό το σημείο, όμως,θα ήθελα να επιστρέψουμε στα Βαλκάνια και ένα ακόμα ευαίσθητο θέμα. Την ανεξαρτησία του Κόσοβου. Ποια είναι η ελληνική θέση στο ζήτημα;
Το ζήτημα του καθορισμού του μελλοντικού καθεστώτος του Κοσόβου είναι ένα σημαντικό, ανοιχτό ζήτημα της περιοχής μας, η σταθερότητα της οποίας απαιτεί μια λύση βιώσιμη και σταθερή. Αυτή είναι και η θέση της Ελλάδας, την οποία προβάλλουμε με υπευθυνότητα και συνέπεια. Υποστηρίζουμε σταθερά τις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας για γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ των μερών και να καταλήξουμε σε μια λύση που θα συμβάλλει στην σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής. Είναι σημαντικό να αναζητηθεί η μέγιστη δυνατή σύγκλιση των απόψεων μεταξύ των μερών. Είναι εξίσου σημαντικό η λύση η οποία θα προκριθεί να λάβει την μεγαλύτερη δυνατή διεθνή νομιμοποίηση, που θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά της. Το ζήτημα του Κοσόβου είναι ένα ευρωπαϊκό ζήτημα που απαιτεί τη διαμόρφωση ενιαίας ευρωπαϊκής στάσης γι’ αυτό. Εμείς, φυσικά, συνεχίζουμε να στηρίζουμε το έργο της Τρόικας και να επιμένουμε στην ανάγκη η όποια λύση να είναι συμβατή με τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να επιτρέπει την ευρωπαϊκή προοπτική της περιοχής.
Κλείνοντας, που πιστεύετε ότι βρίσκεται το κλειδί της ευημερίας και της προόδου στην περιοχή μας;
Ακριβώς σε αυτό που μόλις σας ανέφερα: στην ευρωπαϊκή προοπτική της περιοχής, την σταδιακή προσαρμογή όλων των χωρών της περιοχής μας στις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες. Αυτό που πέτυχαν τα κράτη της Ευρώπης το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα – την εξάλειψη των συγκρούσεων και την συνεχή συνεργασία για την ανάπτυξη και την πρόοδο – μπορεί να επιτευχθεί και στη γειτονιά μας. Άλλωστε, για τις χώρες της περιοχής μας, η ευρωπαϊκή προοπτική αποτελεί σήμερα το πιο ισχυρό κίνητρο για την εμπέδωση της δημοκρατίας και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της οικονομίας της αγοράς. Αυτός είναι και ο λόγος που η Ελλάδα υποστηρίζει σθεναρά την ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών αυτών και έχει ρόλο πρωταγωνιστή στην προσέγγισή τους με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Βεβαίως, η προσαρμογή κάθε χώρας στα ευρωπαϊκά πρότυπα είναι μια μακρά και δύσκολη διαδικασία. Πιστεύουμε όμως ότι όταν θα καταφέρουν οι χώρες της περιοχής μας να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, τα κριτήρια και τα προαπαιτούμενα της ένταξης και να γίνουν μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας, θα έχει ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο ειρήνης, σταθερότητας και διαρκούς ανάπτυξης για την περιοχή μας και για τους λαούς μας.