Μακαριώτατε,
Πανιερώτατε,
Κύριε Υπουργέ,
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Κύριε Δήμαρχε της Πάφου
Κύριοι Δήμαρχοι,
Κυρίες και κύριοι,
Είναι ιδιαίτερη η χαρά μου, που μου δίνεται η ευκαιρία να βρεθώ σήμερα ανάμεσά σας, σε αυτή την σημαντική εκδήλωση, εδώ στην Πάφο. Θα ήθελα να συγχαρώ θερμά τον Δήμαρχο Πάφου, για την πρωτοβουλία του να διοργανώσει την εκδήλωση αυτή. Μια πρωτοβουλία που φέρνει κοντά μέλη των κυβερνήσεων και των κοινοβουλίων Ελλάδας και Κύπρου, αλλά και εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, προκειμένου να συζητήσουμε τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να συμβάλουμε, ο καθένας από τη θέση του, ώστε η Κύπρος να πορευτεί με αυτοπεποίθηση προς το ευρωπαϊκό της μέλλον, μαζί με όλους τους πολίτες της, μέσα από την επανένωσή της. Ένα ζήτημα το οποίο αποτελεί όραμα, προσδοκία και ευχή για ολόκληρο τον Ελληνισμό, σε κάθε γωνιά της γης. Για όλους εμάς όμως που βρισκόμαστε σήμερα εδώ, αποτελεί και κεντρικό στόχο της πολιτικής μας. Στόχο για την επίτευξη του οποίου εργαζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις.
Η χαρά μου σήμερα είναι ακόμη μεγαλύτερη για έναν πρόσθετο λόγο. Όσο συχνά και αν μου δίνεται η ευκαιρία να επισκεφθώ την Κύπρο, είναι σπάνιες οι φορές που το πρόγραμμά μου επιτρέπει να περάσω λίγο χρόνο και στην όμορφη Πάφο. Ερχόμενη δε εδώ εχθές, θυμήθηκα ότι η Πάφος ήταν και ο τόπος όπου έζησε τα τελευταία του χρόνια ο θείος μου, Αριστομένης Μητσοτάκης, όταν μετά την αποτυχία του Κινήματος εναντίον της δικτατορίας του Μεταξά, του οποίου ηγήθηκε στα Χανιά το καλοκαίρι του ’38, κατέφυγε εδώ, μένοντας εξόριστος, μέχρι το τέλος της ζωής του.
Αγαπητοί φίλοι,
Αν δει κανείς σήμερα την Πάφο, με τις σύγχρονες υποδομές, την έντονη ζωή και την ραγδαία ανάπτυξη, αν δει κανείς σήμερα την Κύπρο, οικονομικό, επιχειρηματικό, πολιτιστικό και τουριστικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου, δεν πηγαίνει εύκολα το μυαλό του ότι πρόκειται για έναν τόπο μαρτυρικό, που κάποια χρόνια πριν έζησε μια από τις πιο σκληρές και τραυματικές εμπειρίες που μπορεί να ζήσει μια χώρα και ένας λαός. Κι όμως, πέρα από την ταχύτατη ανάπτυξη, πέρα από το υψηλό βιοτικό επίπεδο, υπάρχουν τα συρματοπλέγματα, τα στρατεύματα, η πράσινη γραμμή που χωρίζει το νησί, και εξακολουθούν να θυμίζουν σε όλους ότι εδώ και τριάντα τέσσερα χρόνια που έχουν περάσει από την τουρκική εισβολή, το 37% του εδάφους της Κύπρου παραμένει υπό κατοχή.
Το πλήγμα που υπέστη η Κυπριακή Δημοκρατία το 1974 είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί. Σίγουρα κάποιοι αριθμοί δεν αρκούν για να φανερώσουν ούτε την τεράστια ανθρώπινη τραγωδία, ούτε τις συνέπειες της εισβολής στην ανάπτυξη, την οικονομία και τις προοπτικές του τόπου. Η τραγική κατάσταση στην οποία βρέθηκε η Κύπρος περιγράφεται συνήθως με αναφορά σε συναισθήματα πόνου, αδικίας, απώλειας και θυμού.
Ακόμα όμως και μέσα σε αυτή την κατάσταση, η Κύπρος άντεξε. Βρήκε τη δύναμη να αντεπεξέλθει, να αντλήσει δυνάμεις, να ξανασταθεί στα πόδια της. Η εργατικότητα και το πείσμα των Κυπρίων, η δίψα τους για πρόοδο, για δημιουργία και προκοπή, αποδείχθηκαν πιο δυνατά από το ισχυρό σοκ της εισβολής και της κατοχής, πιο δυνατά από το δράμα της προσφυγιάς και την τραγωδία της απώλειας αγαπημένων προσώπων, εδαφών και εστιών. Χάρις, λοιπόν, στις υπεράνθρωπες προσπάθειες του λαού της και της πολιτικής της ηγεσίας, η Κύπρος μπόρεσε όχι μόνο να αντέξει το βαρύ τραύμα που υπέστη. Κατόρθωσε, επί πλέον, να πετύχει μια, άνευ προηγουμένου, οικονομική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη, έναν αξιοθαύμαστο κοινωνικο-πολιτικό εκσυγχρονισμό – και μάλιστα μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Τα επιτεύγματα αυτά συνέβαλαν τα μέγιστα στο να ευοδωθεί η προσπάθεια της Κύπρου για ένταξη, ως πλήρες και ισότιμο μέλος, στην ευρωπαϊκή οικογένεια, στη μεγαλύτερη δημοκρατική Ένωση λαών και κρατών.
Κυρίες και κύριοι,
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ούτε και υπήρξε ποτέ: Η Κύπρος, ιστορικά, πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά, από όποια πλευρά και αν το δει κανείς, ανήκει στην Ευρώπη. Είναι κομμάτι αναπόσπαστο της ευρωπαϊκής κοινότητας αρχών και αξιών.
Κι όμως. Με το εθνικό της θέμα άλυτο, όταν υπέβαλε αίτηση για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Ιούλιο του 1990, η πορεία της προς τον στόχο αυτό κάθε άλλο παρά εύκολη διαγραφόταν. Η Λευκωσία, αλλά και η Αθήνα, αντιμετώπισαν, τότε, νέες απειλές από την τουρκική πλευρά, καθώς και ισχυρές διεθνείς αντιδράσεις. Χρειάσθηκαν επίπονες και πολυετείς προσπάθειες, από όλες τις κυβερνήσεις της Κύπρου που προώθησαν με προσήλωση τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό, τόσο στο διπλωματικό επίπεδο, όσο και στον τομέα της εναρμόνισης με το κοινοτικό κεκτημένο. Η επίτευξη του στόχου της ένταξηςτην 1η Μαΐου 2004 έγινε πραγματικότητα με συντονισμένη προσπάθεια όλων των πολιτικών δυνάμεων του νησιού, αλλά και με την ενεργό βοήθεια και συμπαράσταση της Ελλάδας.
Σε κάθε περίπτωση, η μεγάλη επιτυχία της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι πάνω απ’ όλα επιτυχία ολόκληρου του Κυπριακού λαού, σύσσωμου του Ελληνισμού θα τολμήσω να πω, καθώς μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, πετύχαμε έναν στόχο που στην αρχή φαινόταν σχεδόν ανέφικτος.
Στην αρχή αυτής της χρονιάς δε, η Κύπρος σημείωσε μια ακόμη σημαντική επιτυχία, με την ένταξή της στην Ευρωζώνη. Με τον τρόπο αυτό αναδείχθηκε για άλλη μια φορά η ισχύς και η ευρωστία της κυπριακής οικονομίας. Αναδείχθηκε όμως και κάτι ακόμη, ιδιαίτερα σημαντικό: η σαφής πολιτική βούληση και η αποφασιστικότητα της Κύπρου να βρίσκεται στον σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊκής ένωσης. Να στελεχώνει – μαζί με την Ελλάδα – τη νέα ευρωπαϊκή πρωτοπορία, την ομάδα των δυνάμεων εκείνων που ωθούν το ενοποιητικό εγχείρημα δυναμικά προς τα εμπρός.
Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητοί φίλοι,
Οι σημαντικές αυτές επιτυχίες των τελευταίων χρόνων, καθιστούν το «Κυπριακό Παράδοξο» ολοένα και πιο έντονο στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Όταν στην Ευρώπη όλα τα τείχη του παρελθόντος έχουν γκρεμιστεί, είναι παράδοξο το τείχος της ντροπής να στέκει ακόμα στην Κύπρο, η Λευκωσία να παραμένει η μόνη διαιρεμένη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Είναι ακόμη μεγαλύτερο παράδοξο η διαίρεση αυτή να συμβαίνει σε ένα κράτος μέλος της ευρωπαϊκής ένωσης. Και η επιτομή του παράδοξου: η διαίρεση να οφείλεται σε ένα άλλο κράτος, το οποίο διαπραγματεύεται και αυτό την ένταξή του στην μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια.
Το γεγονός ότι η Κύπρος είναι σήμερα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί μια πραγματικότητα που επηρεάζει καθοριστικά τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος, από εδώ και στο εξής. Δεν υπάρχει αμφιβολία, φίλες και φίλοι, ότι για τη διεθνή κοινότητα, διαφορετική υπόσταση είχε το Κυπριακό πριν την ένταξη και διαφορετική μετά από αυτήν. Η διαπίστωση αυτή ίσως να μην διατυπώνεται ξεκάθαρα από όλους, αλλά είναι μια πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν.
Η επιδίωξη ενός κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος για όλους τους πολίτες της Κύπρου, οι προοπτικές ανάπτυξης και ευημερίας που δημιουργεί η ένταξη στην ευρωπαϊκή ένωση για την Κύπρο, είναι πολύ ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της επανένωσης του νησιού.
Είναι βέβαιο, ότι κάθε μελλοντική προσπάθεια επίλυσης, δεν πρέπει να οδηγεί μόνο σε μια λύση δίκαιη, λειτουργική και βιώσιμη, αλλά να έχει και τα χαρακτηριστικά μιας λύσης ευρωπαϊκής. Μιας λύσης σύμφωνης με τις αρχές και τις αξίες που συνθέτουν το ευρωπαϊκό κεκτημένο, τις αρχές που διασφαλίζουν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις βασικές ελευθερίες.
Κυρίες και κύριοι,
Η σημερινή μας συνάντηση και το φιλικό κλίμα που επικρατεί σε αυτήν, μας επιτρέπουν νομίζω να ξεφύγουμε λίγο από τα σημερινά, πραγματικά δεδομένα, και να μιλήσουμε λίγο πιο ελεύθερα με το βλέμμα μας στραμμένο στο αύριο. Μας επιτρέπουν να κάνουμε μια υπέρβαση της σημερινής πραγματικότητας, ένα νοητό ταξίδι στο μέλλον, στο οποίο στοχεύουμε.
Ας προσπαθήσουμε να δούμε, λοιπόν, πώς θα είναι τα πράγματα στην Κύπρο σε κάποια χρόνια από σήμερα, όταν ο στόχος της επανένωσης του νησιού στο πλαίσιο μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας θα έχει επιτευχθεί.
Ας φανταστούμε ότι βρισκόμαστε, στην «Ενωμένη Ομόσπονδη Κυπριακή Δημοκρατία» – για να χρησιμοποιήσω την ονομασία που ανέφερε πρόσφατα ο Πρόεδρος κ. Χριστόφιας. Ένα κράτος- μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, με το ευρωπαϊκό κεκτημένο να εφαρμόζεται ανεμπόδιστα σε ολόκληρο το έδαφός του, διαχέοντας το μέρισμα ασφάλειας και ανάπτυξης που παρέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε ολόκληρο τον Κυπριακό λαό.
Βρισκόμαστε σε ένα κράτος, την ασφάλεια και την ακεραιότητα του οποίου, εγγυάται με τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η ήπια ισχύς και η απήχηση που έχει η ευρωπαϊκή ένωση σε παγκόσμιο επίπεδο, στηρίζεται ακριβώς στην ικανότητά της να μετατρέπει τις ιστορικές συγκρούσεις της Ευρώπης, σε επωφελή συνεργασία μέσα σε συνθήκες ειρήνης και δημοκρατίας. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι μέσα στον μισό και πλέον αιώνα της δυναμικής μετεξέλιξής της, η Ένωση έχει αναπτύξει θεσμούς ικανούς να εγγυώνται την ασφάλεια, την ευημερία, την δικαιοσύνη και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε εκατοντάδες εκατομμύρια ελεύθερους πολίτες. Είμαι βέβαιη ότι η πραγματικότητα αυτή ενδυναμώνει και το αίσθημα ασφάλειας τόσο των Τουρκοκυπρίων όσο και των Ελληνοκυπρίων, αίσθημα που είναι ζωτικής σημασίας για την επαναπροσέγγιση των δύο κοινοτήτων.
Γνωρίζουμε, βεβαίως, όλοι καλά ότι η Ευρώπη από μόνη της δεν είναι κάποιος από-μηχανής θεός, που εξαφανίζει προβλήματα, φόβους, διλήμματα και ανησυχίες δεκαετιών. Γι’ αυτό και έχει μεγάλη σημασία να τονίσουμε ότι η σταθερότητα του κράτους, η βιωσιμότητα της λύσης που έχει συμφωνηθεί, στηρίζεται – πρώτα απ’ όλα – στην κοινή βούληση των δύο κοινοτήτων να συμβιώσουν και να πορευτούν μαζί προς το μέλλον. Η πιο ισχυρή εγγύηση ασφάλειας και σταθερότητας για την μελλοντική επανενωμένη Κύπρο θα είναι το γεγονός ότι οι δύο κοινότητες θα έχουν συνδιαμορφώσει τις απαραίτητες δικλείδες ασφαλείας που θα εξασφαλίζουν τόσο την λειτουργικότητα της ομοσπονδίας, όσο και την περιφρούρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για κάθε Κύπριο πολίτη. Εναπόκειται, δηλαδή, κυρίως στις δύο κοινότητες να διαμορφώσουν από κοινού εκείνους τους όρους που θα απαντούν σε όλους τους φόβους και τις ανησυχίες της κάθε πλευράς, ώστε να είναι λειτουργική και βιώσιμη η νέα ομοσπονδία.
Η χώρα, λοιπόν, στην οποία έχουμε μεταφερθεί νοητά, εκτός από εγγυημένη ασφάλεια, παρουσιάζει και τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες, προσφέροντας προοπτικές ευημερίας σε όλους τους πολίτες της. Η επίλυση του πολιτικού προβλήματος και η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου σε ολόκληρο το νησί, διαχέουν σε ολόκληρο τον κυπριακό λαό της δυνατότητες για την αξιοποίηση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, αλλά και των κοινών πολιτικών, όπως της κοινής αγροτικής πολιτικής, για παράδειγμα – δυνατότητες που απολαμβάνουν όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες. Στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γνωρίζουμε καλά την αναπτυξιακή δυναμική που προσφέρουν αυτές οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και πολιτικές.
Παράλληλα, το επανενωμένο και ευνομούμενο κυπριακό κράτος έχει πετύχει να αναβαθμίσει ακόμα περισσότερο τον στρατηγικό του ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Έχοντας λύσει τα δικά του ζητήματα ασφάλειας και αξιοποιώντας τις παραδοσιακά καλές σχέσεις του με τα αραβικά κράτη και το Ισραήλ, είναι σε θέση να λειτουργήσει ως γέφυρα επικοινωνίας και ανάπτυξης στενότερων σχέσεων και ανταλλαγών με την Ενωμένη Ευρώπη. Αυτό θα αποτελέσει μια σημαντική συνεισφορά της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία επιθυμεί να προωθήσει ουσιαστικότερα τις σχέσεις της με τα κράτη της Μέσης Ανατολής και τον σταθεροποιητικό και αναπτυξιακό της ρόλο στην ευρύτερη περιοχή.
Τελευταίο, αλλά σίγουρα όχι λιγότερο σημαντικό χαρακτηριστικό του επανενωμένου κυπριακού κράτους: το κράτος αυτό λειτουργεί πλέον ως σημαντικός παράγοντας σταθερότητας και συνεργασίας στην περιοχή, και ειδικότερα στις σχέσεις Τουρκίας – Ελλάδας και Τουρκίας – Ευρώπης. Από τη μια πλευρά η επίλυση του Κυπριακού έχει δώσει νέα δυναμική στη συνεργασία της Ελλάδος με την Τουρκία και στις προσπάθειες για τη συνεχή βελτίωση των σχέσεών τους, καθώς είναι αυτονόητο ότι η πλήρης εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών δεν είναι δυνατή χωρίς την επίλυση του Κυπριακού. Από την άλλη μεριά, η επανενωμένη Κύπρος στηρίζει ενεργά την προσέγγιση της Τουρκίας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, και την εκπλήρωση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει.
Αγαπητοί φίλοι,
Δυστυχώς, κάπου εδώ τελειώνει το νοητό μας ταξίδι στο μέλλον. Όλοι, πιστεύω θα θέλαμε τα όσα ανέφερα μόλις, να είχαν ήδη γίνει πραγματικότητα. Γίνεται παραπάνω από σαφές ότι η επανένωση της Κύπρου μόνον οφέλη μπορεί να έχει για όλους: για την Ελλάδα, για την Τουρκία, για την ευρύτερη περιοχή, για την Ευρώπη, αλλά πάνω απ’ όλα για τους ίδιους τους πολίτες αυτού του νησιού, για την ασφάλεια, την ανάπτυξη την ευημερία, των ίδιων αλλά και των επόμενων γενιών Κυπρίων.
Όμως είναι γεγονός ότι σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παράθυρο ευκαιρίας προς αυτό το μέλλον. Οι συναντήσεις του Προέδρου Χριστόφια με τον κύριο Ταλάτ, αποτελούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Η σημερινή απαράδεκτη κατάσταση πρέπει να λάβει τέλος. Αλλά πιστεύω ότι έχει πλέον γίνει σαφές πως η άσκηση πίεσης μέσω ασφυκτικών χρονοδιαγραμμάτων δεν είναι μια πρακτική που αποδίδει θετικά. Το ζητούμενο είναι να ενισχυθεί η δυναμική των συνομιλιών ώστε να οδηγήσει στην προετοιμασία μιας λύσης, στη βάση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών, που θα μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας η επίλυση του Κυπριακού ζητήματος παραμένει θέμα ύψιστης προτεραιότητας. Γι’ αυτό και θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε εντατικά, σε συνεχή και στενή συνεργασία με την Κυπριακή κυβέρνηση, για να αξιοποιηθεί η ευκαιρία που παρουσιάζεται και να πετύχουμε τον στόχο της εξεύρεσης μιας δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης, στη βάση μιας δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας.
Θέλουμε να ελπίζουμε ότι και η Τουρκία θα κατανοήσει τα πολλαπλά οφέλη που θα έχει για τους Τουρκοκυπρίους μια επανενωμένη Κύπρος και θα τους βοηθήσει να διεξάγουν ουσιαστικές και εποικοδομητικές δικοινοτικές συνομιλίες, ιδιαίτερα κατά την παρούσα φάση των προσπαθειών να βρεθεί κοινό έδαφος και να αρχίσουν συνολικές διαπραγματεύσεις.
Κυρίες και κύριοι,
Οι σημερινές και οι επόμενες γενιές Κυπρίων δικαιούνται να ζήσουν σε μια δημοκρατική, επανενωμένη πατρίδα, στην οποία θα είναι σεβαστές οι αρχές, οι αξίες και οι βασικές ελευθερίες που απολαμβάνουν οι Ευρωπαίοι συμπολίτες τους. Μια πατρίδα στην οποία Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι, Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Λατίνοι, οικοδομούν το μέλλον τους μέσα σε περιβάλλον ειρήνης, ασφάλειας και συνεχούς ανάπτυξης, χωρίς κατοχικά στρατεύματα, χωρίς διαχωριστικά τείχη.
Αυτό είναι το μέλλον στο οποίο στοχεύουμε. Γι’ αυτό το μέλλον θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις.
Σας ευχαριστώ.