Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η σημερινή μας συζήτηση για την κατάσταση στην εύφλεκτη και, από πολλές πλευρές, κρίσιμη για τη διεθνή ασφάλεια, σταθερότητα και ανάπτυξη περιοχή του Καυκάσου, προσλαμβάνει ιδιαίτερη βαρύτητα.
Πραγματοποιείται κυριολεκτικά ώρες μετά τα μείζονος σημασίας γεγονότα και εξελίξεις που πυροδότησε η απόφαση αναγνώρισης της ανεξαρτησίας των αποσχιστικών περιοχών της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας.
Της απόφασης αυτής προηγήθηκε η ανακοίνωση ότι η Μόσχα αναστέλλει τη συνεργασία της με την Ατλαντική Συμμαχία σε μια σειρά τομέων, συμπεριλαμβανομένου εκείνου της πραγματοποίησης κοινών στρατιωτικών ασκήσεων.
Αποφασίστηκε επίσης η αναβολή της προγραμματισμένης για τον προσεχή Οκτώβριο, επίσκεψης του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ κ. Σέφερ στη Μόσχα.
Οι ρωσικές αυτές αποφάσεις προκάλεσαν την καταδίκη και την έντονη αντίδραση, όχι μόνον των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ αλλά και της ΕΕ, όπως αυτή εκφράστηκε με ανακοίνωση της Γαλλικής Προεδρίας. Την ανακοίνωση αυτή προσυπέγραψε η χώρα μας, διατυπώνοντας ταυτόχρονα την ανησυχία και τη λύπη της για τις εξελίξεις.
Ανάλογα αντέδρασε και η Προεδρία του ΟΑΣΕ – του οποίου, υπενθυμίζω, την Προεδρία για το 2009 αναλαμβάνει η Ελλάδα –, καθώς και πολλά μεμονωμένα κράτη. Την ίδια στιγμή παρατηρείται αυξημένη κινητικότητα στη Μαύρη Θάλασσα.
48 ώρες μετά την απόφαση για την αναγνώριση των αποσχιστικών περιοχών, οι δημόσιες τοποθετήσεις αλλά και οι διπλωματικές πληροφορίες, κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι στο παρόν στάδιο υπάρχει, από πολλές πλευρές, τάση για ελεγχόμενη κλιμάκωση των πολιτικών κινήσεων και τοποθετήσεων.
Ως προς αυτό, χαρακτηριστικό είναι ότι η Γεωργία αποφάσισε μεν να υποβαθμίσει, αλλά όχι και να διακόψει τις διπλωματικές της σχέσεις με τη Μόσχα. Επιγραμματικά θα έλεγα ότι, μέσα σε μια αναμφισβήτητα βαριά ατμόσφαιρα, υπάρχει ένταση αλλά, ευτυχώς, και ψυχραιμία απ’ τις περισσότερες πλευρές.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Είναι σαφές ότι έχουμε εισέλθει σε μια νέα και ιδιαίτερα κρίσιμη και ρευστή περίοδο, της οποίας τη διάρκεια, την ένταση και τον ευρύτερο αντίκτυπο, μόνον να εικάσουμε μπορούμε αυτήν τη στιγμή.
Σ’ αυτό το περιβάλλον, τα Βαλκάνια, η Μέση Ανατολή και ο Καύκασος αναδεικνύονται σε περιοχές ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας. Όλες είναι ευπαθείς περιοχές που βρίσκονται στην άμεση και ευρύτερη γειτονιά μας. Η θέση και ο ρόλος της Ελλάδας, αποκτούν αυξανόμενη βαρύτητα και σημασία. Καθίσταται έτσι κέντρο ενδιαφέροντος αλλά και αποδέκτης αντιτιθέμενων απόψεων. Ο αντίκτυπος των εντάσεων και των ανταγωνισμών συμφερόντων σ’ αυτές τις γειτονικές μας περιοχές, δεν μπορεί παρά να γίνεται αισθητός και στη χώρα μας.
Γι’ αυτούς τους λόγους, και ειδικά απ’ αυτό το βήμα υπευθυνότητας και σοβαρότητας, πιστεύω ότι είναι απαραίτητη, απ’ όλους μας, μια εξαιρετικά προσεκτική προσέγγιση των εξελίξεων.
– Ναι, στη νηφαλιότητα.
– Ναι, στη ψύχραιμη και σε βάθος αξιολόγηση των γεγονότων και εκτίμηση των προοπτικών.
– Όχι, στις περιττές βιασύνες.
– Όχι, στη σπουδή λόγων και κινήσεων εντυπωσιασμού εσωτερικής κατανάλωσης χωρίς αύριο.
Ενόψει των σημαντικών συζητήσεων που θα γίνουν στην Ε.Ε., αφενός στο προσεχές έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνεκάλεσε την 1ης Σεπτεμβρίου η Γαλλική Προεδρία, αφετέρου στο Άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών που θα συνεδριάσει στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου στην Avignon της Γαλλίας, είναι χρήσιμο να αναφερθώ, εδώ στη Βουλή των Ελλήνων, στη θέση της χώρας μας για τις εξελίξεις.
Πρώτο που θέλω να τονίσω είναι ότι, σ’ εποχές έντονης και ανησυχητικής ρευστότητας, σε καιρούς άστατους και σε νερά ταραγμένα, κύριο μέλημα κάθε υπεύθυνης ηγεσίας είναι η χάραξη μιας σταθερής και ασφαλούς πορείας.
Αυτή είναι η αποστολή, πρωτίστως, της Κυβέρνησης. Αλλά και το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων καλείται, και οφείλει, να αναλάβει με σοβαρότητα την ευθύνη που του αναλογεί. Ειδικά σε τέτοιες ώρες, ο λαϊκισμός δεν έχει θέση. Η οικοδόμηση της μέγιστης δυνατής σύγκλισης και συναίνεσης είναι κοινό πολύτιμο κεφάλαιο.
Για να υπάρξει λοιπόν σταθερή και ασφαλής πορεία σε ταραγμένους καιρούς, η εξωτερική πολιτική της χώρας στηρίζεται:
– Πρώτον, στις θεμελιώδεις αρχές και στο σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, που διαχρονικά την χαρακτηρίζουν και που με συνέπεια έχουμε εφαρμόσει σε σειρά ζητημάτων, είτε άμεσου ενδιαφέροντος, όπως στο Κυπριακό, είτε σε άλλα διαφορετικά θέματα περιφερειακού και ευρύτερου ενδιαφέροντος, όπως στο Κόσοβο και στο θέμα της Ταϊβάν και την αρχή τους σεβασμού της μιας Κίνας.
– Δεύτερον, στην ενεργό συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην Ατλαντική Συμμαχία και στους διεθνείς Οργανισμούς, προεξάρχοντος του ΟΗΕ, του θεματοφύλακα της διεθνούς νομιμότητας.
– Τρίτον, στις αμοιβαίες διμερείς σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με εταίρους, συμμάχους και φίλους.
Τονίσαμε αμέσως, χωρίς να αφήσουμε την παραμικρή αμφιβολία, ότι θα πορευθούμε με πυξίδα δύο απαράβατες για την Ελλάδα αρχές:
– Τη μη προσφυγή στη βία ως μέσου επίλυσης των διενέξεων.
– Και το σεβασμό της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών.
Έτσι, η Ελλάδα υποστήριξε ξεκάθαρα:
– Πρώτον. Ότι η κρίση στην Οσετία δεν έπρεπε να είχε ξεκινήσει και ότι υπήρξαν εμφανώς εσφαλμένοι χειρισμοί και εκτιμήσεις.
– Δεύτερον. Ότι ήταν επιτακτική ανάγκη να τερματισθεί η κρίση με την άμεση και πλήρη εφαρμογή του «Σχέδιο των 6 Σημείων» που ταχύτητα προώθησε η Γαλλική Προεδρία και ο ίδιος ο Πρόεδρος Σαρκοζί, και το οποίο δεσμεύτηκαν να εφαρμόσουν Μόσχα και Τιφλίδα. Στο πλαίσιο αυτό, ταχθήκαμε σαφώς υπέρ της ταχείας και πλήρους απόσυρσης των ρωσικών στρατευμάτων και υπέρ της επιστροφής στην προ της κρίσεως κατάσταση πραγμάτων.
– Τρίτον. Ότι αμέσως μετά από την επιστροφή στο status quo ante θα έπρεπε να ξεκινήσει ουσιαστικός διάλογος, μια ουσιαστική διαπραγμάτευση για την οριστική επίλυση των λεγόμενων «παγωμένων συγκρούσεων στον Καύκασο».
– Τέταρτον. Αναγνωρίσαμε με ρεαλισμό ότι – όπως άλλωστε συνέβη – η διαμορφούμενη κατάσταση έντασης θα είχε επιπτώσεις στις σχέσεις Ρωσίας–ΝΑΤΟ. Ξεκαθαρίσαμε, όμως, ταυτόχρονα, ότι θα έπρεπε, ως Συμμαχία, να αξιοποιήσουμε όλες τις δυνατότητες και τους δίαυλους επικοινωνίας με τη Ρωσία, στο πλαίσιο του θεσμοθετημένου διαλόγου στο Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας.
– Πέμπτον. Επιβεβαιώνοντας την απόλυτη στήριξη και δέσμευσή μας στις αποφάσεις του Βουκουρεστίου, τοποθετηθήκαμε υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας και της ευρω-ατλαντικής πορείας της Γεωργίας στο πλαίσιο της εκ μέρους της συμβολής στην περιφερειακή σταθερότητα.
– Έκτον. Όταν τελικά η Ρωσία προέβη μονομερώς στην αναγνώριση των αποσχιστικών περιοχών, συνεπείς με τον απόλυτο σεβασμό μας στο Διεθνές Δίκαιο και την εδαφική ακεραιότητα των κρατών, καταδικάσαμε μαζί με την Προεδρία της Ε.Ε. τη συγκεκριμένη αυτή απόφαση.
– Έβδομον. Σε συντονισμό με την Τρόικα των Προεδριών του ΟΑΣΕ, συν-διαμορφώσαμε την απόφαση για την αποστολή κατ’ αρχάς 20 Παρατηρητών στην περιοχή της κρίσης και δηλώσαμε την ετοιμότητά μας να συνεισφέρουμε σ’ αυτήν την αποστολή, καλύπτοντας το πλαφόν του 10%, που αναλογεί στα κράτη που συμμετέχουν σε ανάλογες αποστολές του ΟΑΣΕ.
– Όγδοον. Δώσαμε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανθρωπιστική διάσταση της κρίσης,
κάνοντας άμεσα τις απαραίτητες σχετικές ενέργειες. Ειδικά όσον αφορά στα της ανθρωπιστικής βοήθειας.
Πραγματοποιήσαμε ήδη τις πρώτες μέρες της κρίσης αποστολή βοήθειας με αεροπλάνο C-130 της πολεμικής μας αεροπορίας.
Αποφασίστηκε επίσης και διατέθηκε οικονομική βοήθεια 100.000 ευρώ, μέσω της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για την ανακούφιση των προσφύγων.
Επιπλέον έχει προγραμματιστεί και βρίσκεται στο στάδιο της υλοποίησης,
συνέχιση της ανθρωπιστικής βοήθειας.
Αφενός με εξειδικευμένες οικονομικές εισφορές σε διεθνείς οργανισμούς που έχουν δραστηριοποιηθεί στην περιοχή, αφετέρου με νέα αποστολή βοηθείας σε είδος απευθείας από τη χώρα μας.
Τέλος θέλω ιδιαίτερα να τονίσω ότι από την πρώτη στιγμή το Υπουργείο Εξωτερικών προέβη σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες για την ασφάλεια των Ελλήνων ομογενών στην Γεωργία, και στην περιοχή της Νότιας Οσετίας.
Εφαρμόζουμε λοιπόν μια ολοκληρωμένη, συνεπή και συνεκτική πολιτική που λαμβάνει υπ’ όψιν της όλες τις παραμέτρους:
– Τις θεμελιώδεις και διαχρονικές αρχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
– Τις υποχρεώσεις μας ως μέλους της Ε.Ε., του ΝΑΤΟ, του ΟΗΕ αλλά και του ΟΑΣΕ.
– Τις επιμέρους διμερείς μας σχέσεις, τις προτεραιότητες και τα ευρύτερα ελληνικά συμφέροντα.
Θέλω εδώ να τονίσω ότι το πρώτο και κύριο συμφέρον της Ελλάδας είναι να υπάρχει ειρήνη, ασφάλεια και σταθερότητα στα σύνορά της, στη γειτονιά της, στην ευρύτερη περιοχή της και στον κόσμο. Μόνον έτσι προωθούνται τα ειδικότερα συμφέροντά μας, πολιτικά και οικονομικά.
Η συγκυρία, κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι, είναι δύσκολη. Απαιτεί σταθμισμένες από κάθε πλευρά αποφάσεις.
Η Κυβέρνησή μας το πράττει μιλώντας ανοικτά και τίμια με συμμάχους, φίλους και εταίρους. Και θα ήθελα εδώ να προσθέσω ότι οι συζητήσεις αυτές αρκετές φορές είναι ιδιαίτερα δύσκολες αυτήν την περίοδο.
Τις υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει στο πλαίσιο των όσων ανέφερα θα τις τηρήσουμε προς κάθε κατεύθυνση. Οι συμφωνίες που είχαμε κάνει πριν το ξέσπασμα της επικίνδυνης αυτής κρίσης ισχύουν. Η Ελλάδα ποτέ δεν αθέτησε το λόγο της. Αυτό άλλωστε την καθιστά αξιόπιστη σύμμαχο, σταθερή εταίρο και ειλικρινή φίλη.
Ταυτόχρονα είναι σαφές ότι οι τελευταίες εξελίξεις μας ανησυχούν και μας προβληματίζουν πολύ. Όλα αυτά θα έχουμε την ευκαιρία να τα συζητήσουμε εκτενώς με τους εταίρους μας στις προσεχείς κρίσιμες συναντήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να καταλήξουμε σε αποφάσεις.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Δεν είμαστε ούτε στον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά ούτε και στη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Η διεθνής κοινότητα βιώνει τη ρευστότητα μιας μεταβατικής περιόδου με νέα δεδομένα. Δεδομένα που απ’ ό,τι φαίνεται σηματοδοτούν σταδιακό πέρασμα σε νέες ισορροπίες.
Ειδικά σε τέτοιες περιόδους, χώρες όπως η Ελλάδα βρίσκονται πολλές φορές αντιμέτωπες με νέες προκλήσεις, πολύπλοκα ζητήματα αλλά και υπαρκτές ευκαιρίες.
Καλούμαστε να διαχειριστούμε και να αντιμετωπίσουμε τις πρώτες, και να αξιοποιήσουμε τις δεύτερες.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Το έργο αυτό είναι δύσκολο. Η Κυβέρνησή μας, σε δύσκολους καιρούς, κρατάει σταθερή και ασφαλή πορεία.