• Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον εκδοτικό οίκο «Το Πέρασμα» και τον κ. Αντώνη Παπαγιαννίδη, καθώς και το συγγραφέα, καθηγητή Αντώνη Μακρυδημήτρη για την πρόσκλησή τους να συμμετάσχω στην παρουσίαση αυτής της ενδιαφέρουσας και παρεμβατικής έκδοσης.
• Το πρώτο πράγμα που κάνει εντύπωση σε όποιον παίρνει στα χέρια του αυτό το βιβλίο είναι ένα προφανές παράδοξο: Πώς γίνεται ένας συγγραφέας – ήδη από τον τίτλο και τον πρόλογο του βιβλίου του – να υπονομεύει ο ίδιος τη σημασία της γραπτής παρέμβασης, και να υποστηρίζει την μεγαλύτερη επίδραση του προφορικού λόγου; Και εξειδικεύοντας το ερώτημα (και το παράδοξο): Πώς γίνεται να το κάνει αυτό ο Αντώνης Μακρυδημήτρης, που πάντα μέσα από τα γραπτά του, θέτει ζητήματα ουσίας για τη δημόσια ζωή στην Ελλάδα και τη λειτουργία των θεσμών και του κράτους.
• Και όμως: ο Αντώνης Μακρυδημήτρης με το βιβλίο αυτό καταφέρνει να συνδυάσει την μεστότητα και την ξεκάθαρη δομή του γραπτού λόγου με την αμεσότητα και τη ζωντάνια του προφορικού. Με άλλα λόγια δηλαδή: μας παρουσιάζει σήμερα ένα βιβλίο διαλόγου. Διαλόγου ουσίας πάνω σε πολλές και διαφορετικές θεματικές, που όλες όμως έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Ο κρίκος που συνδέει όλα τα κομμάτια του βιβλίου είναι μια κοινή προβληματική πάνω σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με το δημόσιο χώρο, τη διακυβέρνηση και την αποτελεσματικότητά της.
• Ένα βιβλίο διαλόγου όπως αυτό έχει ιδιαίτερη αξία σήμερα. Σήμερα, που ο δημόσιος διάλογος γίνεται ως επί το πλείστον με όρους εντυπωσιασμού και επιφάνειας. Που θεωρούμε πετυχημένο το επιχείρημα που κερδίζει τις εντυπώσεις και όχι εκείνο που έχει ουσία και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Που σημασία έχει ποιος φωνάζει πιο δυνατά, όχι ποιος μιλά καθαρότερα. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλο μας. Για την κατάσταση αυτή είμαστε όλοι υπεύθυνοι: πολιτική ηγεσία, ακαδημαϊκός κόσμος, μέσα ενημέρωσης, πολίτες. Αν και όλοι αφορίζουμε τις δημοσκοπήσεις και τη λογική του πολιτικού κόστους, τελικώς έχουμε βρεθεί σε ένα καθεστώς ιδιότυπης ομηρίας από αυτές. Γιατί αυτοί οι παράμετροι καθορίζουν το πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης, επηρεάζουν τους όρους της αντιπαράθεσης μεταξύ των παραγόντων της πολιτικής και δημόσιας ζωής.
• Το βιβλίο έχει ιδιαίτερη αξία γιατί ανοίγει τον διάλογο για μια σειρά ζητημάτων που συνήθως δεν βρίσκουν το δρόμο τους για το επίκεντρο της επικαιρότητας. Και όταν περιστασιακά αυτό γίνεται, η ένταση των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτό είναι τέτοια που καταλήγουμε στο γνωστό αλληθώρισμα μεταξύ του δέντρου και του δάσους: τον δημόσιο διάλογο μονοπωλεί η αφορμή, αφήνοντας την ουσία και πάλι στο περιθώριο. Τα παραδείγματα είναι πολλά και καθημερινά. Η δημόσια συζήτηση για την διαφάνεια καταλήγει σε μια συζήτηση γύρω από επιμέρους πτυχές συγκεκριμένων σκανδάλων, ή τύπου σκανδάλων, ή εν δυνάμει σκανδάλων και ούτω καθεξής. Η συζήτηση για την κυβέρνηση και το έργο της καταλήγει σε σενάρια για την ημερομηνία των εκλογών, των ανασχηματισμών κλπ. Η συζήτηση για το σύγχρονο Πανεπιστήμιο καταλήγει στις ζημιές και τα επεισόδια από τη δράση των γνωστών μειοψηφιών. Έτσι, καταλήγουμε, ως σύνολο, ως σύστημα και ως κοινωνία πια, να καθόμαστε να διυλίζουμε τον κώνωπα, ενώ έχουμε ωραιότατα καταπιεί την κάμηλο.
• Ο Αντώνης Μακρυδημήτρης πηγαίνει κόντρα σε αυτό το ρεύμα. Με τις παρεμβάσεις του που δημοσιεύονται εδώ, δεν θέτει απλώς τα ζητήματα. Κάνει και το επόμενο ουσιαστικό βήμα: προτείνει και λύσεις. Λύσεις ρεαλιστικές, από την οπτική γωνία του ειδικού σε θέματα δημόσιας διοίκησης, ενός καθηγητή με αυξημένο κύρος, και ταυτόχρονα ενός ενεργού, βαθιά προβληματισμένου πολίτη. Λύσεις με τις οποίες κανείς μπορεί να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει. Οφείλει όμως να παραδεχθεί ότι συμβάλλουν στο δημόσιο προβληματισμό. Ότι αποτελούν αναμφίβολα μια χρήσιμη δημόσια παρέμβαση.
• Τέσσερα είναι τα θέματα στα οποία θα ήθελα να σταθώ:
• Το πρώτο αφορά στο ζήτημα που θέτει για την δυνατότητα ψήφου από την ηλικία των 16 ετών. Ευθέως σας λέω ότι θα το θεωρούσα μια θετική εξέλιξη. Ένα σημαντικό συμπέρασμα από τον περασμένο Δεκέμβριο είναι ότι η νέα γενιά φαίνεται να νιώθει αυτό που λέει το τραγούδι: «φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα, χωρίς εμένα». Η νέα γενιά νιώθει ανασφάλεια, νιώθει πίεση, νιώθει ότι όσα γίνονται στο δημόσιο βίο δεν την αγγίζουν, δεν την καλύπτουν. Και, κακά τα ψέματα, ως πολιτικό σύστημα, όντως λαμβάνουμε πολλές αποφάσεις για αυτούς χωρίς αυτούς.
• Πρέπει να τους δώσουμε χώρο. Να τους ακούσουμε. Να συζητήσουμε μαζί τους με ανοιχτό μυαλό. Το επιχείρημα της απειρίας και της ανωριμότητας δεν μπορεί να στέκει την εποχή του διαδικτύου, και της επανάστασης της τεχνολογίας και της επικοινωνίας. Όλα αυτά συμβάλλουν στην ταχύτερη ωρίμανση, στην ουσιαστικότερη κοινωνικοποίηση των νέων μας. Οφείλουμε να ανοίξουμε διαύλους επικοινωνίας και να βρούμε νέους τρόπους συμμετοχής της νεολαίας στα δημόσια δρώμενα. Και ένας νέος τρόπος είναι σίγουρα η μείωση του ορίου ηλικίας συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία. Η ανανέωση της Δημοκρατίας μας προϋποθέτει η νέα γενιά να έχει ρόλο και λόγο στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού.
• Με τον τρόπο αυτό οι νέοι μας θα φέρουν την φρεσκάδα και τον δυναμισμό τους στην πολιτική. Θα αντιληφθούν όμως ταυτόχρονα – και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό – και τις ευθύνες που συνεπάγεται η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία. Η ψήφος είναι δικαίωμα και υποχρέωση. Με την επιλογή σου κρίνεις, και για την επιλογή σου κρίνεσαι. Όλοι εμείς οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η νέα γενιά έχει φωνή που πρέπει να ακουστεί. Η νέα γενιά πρέπει και αυτή με τη σειρά της να συνειδητοποιήσει ότι με τη φωνή της δεν μπορεί απλώς να στρέφεται εναντίον όλων. Για να έχει ουσία η παρέμβασή τους, οι νέοι πρέπει να επιλέγουν. Και, με βάση την επιλογή τους, να υπόκεινται και αυτοί σε κρίση, όπως όλοι. Η δυνατότητα συμμετοχής τους στην εκλογική διαδικασία νομίζω ότι θα συμβάλει στην εξισορρόπηση του ισοζυγίου μεταξύ της διαμαρτυρίας και της ουσιαστικής παρέμβασης.
• Τα δύο επόμενα ζητήματα στα οποία θέλω να αναφερθώ αφορούν στο μεγάλο θέμα της διαφάνειας στο δημόσιο βίο. Ένα ζήτημα, δυστυχώς, πάντα επίκαιρο, για το οποίο όμως συνήθως τείνουμε να ηθικολογούμε παρά να λέμε τα πράγματα ως έχουν. Γι’ αυτό και θεωρώ αναγκαία μια εισαγωγική παρατήρηση πρώτα: για εμένα προσωπικά το νούμερο ένα ζήτημα, η αφετηρία όσον αφορά στη διαφθορά δεν είναι τόσο ο χρηματισμός κάποιων λειτουργών ή αξιωματούχων, το ρουσφέτι, η αναξιοκρατία ή οι κάθε λογής εξυπηρετήσεις. Η διαφθορά έχει να κάνει πρώτα απ’ όλα με το αξιακό σύστημα της ίδιας της κοινωνίας μας. Με την «φθορά των ηθών» στην οποία αναφέρεται και ο καθηγητής. Έχει να κάνει με μια ευρύτερη νοοτροπία που στηρίζεται στη λογική της ήσσονος προσπάθειας. Πώς θα αντλήσουμε το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος με τον μικρότερο δυνατό κόπο. Και η νοοτροπία αυτή διατρέχει ολόκληρη την κοινωνία μας. Είναι η νοοτροπία που αναδεικνύει σε πετυχημένο εργαζόμενο, όχι τον πιο παραγωγικό και δημιουργικό, όχι εκείνον που μοχθεί περισσότερο, αλλά εκείνον που βγάζει πολλά, δουλεύοντας όσο το δυνατόν λιγότερο. Είναι η νοοτροπία που καθιερώνει κοινωνικά και οικονομικά όχι εκείνον τον επιχειρηματία που είναι διεθνώς ανταγωνιστικός, αλλά εκείνον που καταφέρνει και «κλείνει καλές δουλειές» εξασφαλίζοντας προνομιακές σχέσεις με το κράτος και πολιτική ισχύ. Είναι η νοοτροπία της υπερκατανάλωσης, του υπερπλουτισμού, της υπερεπίδειξης. Είναι, με άλλα λόγια, αυτό που έλεγαν οι παλαιότεροι: να απλώνεις τα πόδια σου πιο πολύ απ’ όσο φτάνει το πάπλωμά σου. Από αυτή την νοοτροπία ξεκινούν όλα: να μπούμε σε μια δουλειά την οποία δεν αξίζουμε, να βγάλουμε χρήματα τα οποία δεν δουλέψαμε, να την γλιτώσουμε σήμερα και αύριο «έχει ο Θεός». Αυτή τη νοοτροπία πρέπει πρώτα απ’ όλα να πολεμήσουμε. Αυτή να ανατρέψουμε. Σε κάθε επίπεδο και σε κάθε τομέα: στην πολιτική, στην οικονομία, στην επιστήμη, στον πολιτισμό, στην εργασία, παντού. Γιατί λειτουργεί σαν βαρίδι που μας τραβά προς τα κάτω, χαμηλώνει για όλους μας τον πήχη, απαξιώνει την προσπάθεια, εντείνει την απαισιοδοξία μας. Γιατί έτσι τροφοδοτείται και ανατροφοδοτείται από όλους μας η αδιαφάνεια.
• Από τα πρακτικά μέτρα για τη διαφάνεια που προτείνει ο Αντώνης Μακρυδημήτρης, θα ξεχωρίσω το ζήτημα του ελέγχου της εφαρμογής του προϋπολογισμού. Είναι απόλυτη ανάγκη πλέον να έχει η Βουλή την ευθύνη του ελέγχου της εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Το σύστημα είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως έχει. Χρειάζεται έλεγχος. Έλεγχος όχι μόνον διαφάνειας, αλλά και αποτελεσματικότητας των μηχανισμών και της δράσης. Και ο έλεγχος αυτός πρέπει να γίνεται από το κοινοβούλιο, όχι μόνο στο πλαίσιο των γενικών επιλογών, αλλά σε επίπεδο κάθε κωδικού. Το κέρδος τότε θα είναι διπλό: αφ’ ενός θα υπάρχει μια θεσμοθετημένη δημόσια λογοδοσία προς τους πολίτες για το πού πηγαίνει και πώς διαχειρίζεται ο μόχθος τους. Αφ’ ετέρου, αυξάνεται το κύρος του Βουλευτή, ο οποίος δεν θα ψηφίζει απλώς μια φορά το χρόνο τον προϋπολογισμό, αλλά θα αναλαμβάνει και την ευθύνη να ελέγχει την εφαρμογή του, θα έχει ρόλο ουσιαστικό, μετρήσιμο και ελέγξιμο.
• Το άλλο θέμα στο οποίο θα ήθελα να σταθώ είναι η υπόθεση «πολιτικό χρήμα», για την οποία επίσης κάνει λόγο ο συγγραφέας. Έχει πολύ δίκιο ότι οι ρυθμίσεις που ισχύουν πρέπει να αλλάξουν. Αν θέλουμε να μιλάμε ανοιχτά, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι έτσι όπως έχει το σύστημα πρόκειται για μια υποκρισία. Στην οποία συμμετέχουμε όλοι: κόμματα, πολιτικοί, μέσα ενημέρωσης, πολίτες. Όλοι κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Τι νόημα έχει να μην ξεπερνάς ένα οποιοδήποτε όριο, όταν μπορείς να κρατάς κρυφή την πηγή; Η λύση υπάρχει. Είναι απλή, εφαρμόσιμη και εξασφαλίζει απόλυτη διαφάνεια και δυνατότητα ελέγχου. Είναι η ονομαστικοποίηση εσόδων και εξόδων. Χωρίς πλασματικούς περιορισμούς, αλλά και χωρίς παράθυρα και αστερίσκους. Όλα στη δημοσιότητα για να τα ελέγχει όποιος θέλει, όποτε θέλει και όταν θέλει. Πλέον μέσω του διαδικτύου και ανάρτησης όλων των στοιχείων σ΄ αυτό, ο έλεγχος μπορεί να είναι άμεσος και πλήρης. Υπεύθυνος και σοβαρός. Εκείνο που χρειάζεται είναι η συναίνεση και η βούληση να προχωρήσουμε σε μια τέτοια μεγάλη αλλαγή, σε μια ριζική λύση που θα σηκώσει ένα μεγάλο πέπλο καχυποψίας από την πολιτική μας ζωή.
• Επιτρέψτε μου τέλος να πω δυο κουβέντες για την υπέρβαση των παλιών διαχωριστικών γραμμών που αναφέρει και ο συγγραφέας με επίκεντρο την δράση του Ανδρέα Λεντάκη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος, γραμμές με παραδοσιακούς όρους «αριστεράς» και «δεξιάς» είναι όντως ξεπερασμένες. Η δυναμική της κοινωνίας και οι απαιτήσεις της εποχής, μας ωθούν να κοιτάξουμε πέρα από αυτές. Ζούμε άλλωστε στην χώρα όπου κυριαρχεί το εξής παράδοξο: όταν όλος ο κόσμος αλλάζει, στην Ελλάδα, οι κατ’ όνομα «προοδευτικοί», είναι εκείνοι που ζητούν να μην αλλάξει τίποτα. Καμία αλλαγή στην παιδεία, καμία στο Πανεπιστήμιο, καμία στην κοινωνική ασφάλιση, καμία στην οικονομία, καμία στη λειτουργία του κράτους. Εκφράζουν την Ελλάδα του βολέματος, της αδράνειας, της ήσσονος προσπάθειας στην οποία αναφέρθηκα. Υπάρχει όμως και η άλλη Ελλάδα. Η Ελλάδα της δημιουργίας, η Ελλάδα που ενώνει δυνάμεις για μεγάλους κοινούς στόχους, η Ελλάδα που ακούει τα μηνύματα των καιρών και θέλει να αλλάξει προς το καλύτερο. Υπάρχουν δημιουργικές δυνάμεις σε όλους τους πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους. Ως πολιτικό σύστημα οφείλουμε υπεύθυνα και αξιόπιστα να εκφράσουμε αυτές τις δυνάμεις της κοινωνίας. Να πείσουμε αυτούς τους συμπολίτες μας ότι πρέπει να είναι παρόντες, ενεργοί συμμέτοχοι στην πορεία της χώρας προς το μέλλον. Για να το κάνουμε αυτό πρέπει να μιλήσουμε καθαρά. Να επενδύσουμε σε έναν σύγχρονο πολιτικό λόγο. Ούτε να χαϊδεύουμε αυτιά με υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, ούτε να καταστροφολογούμε και να λαϊκίζουμε. Να δημιουργήσουμε ένα σύστημα που ανταμείβει και προωθεί τη συνέπεια, την παραγωγικότητα, την πρωτοβουλία. Που στιγματίζει την στασιμότητα, την αδιαφορία, τον παρασιτισμό. Που στηρίζεται στις αρχές του ρεαλισμού, της υπευθυνότητας, της λογοδοσίας, της αξιοκρατίας. Έτσι θα δημιουργήσουμε μια νέα ισχυρή συμμαχία που θα ωθεί την χώρα προς τα εμπρός.
• Τέλος θα ήθελα να συστήσω στους αναγνώστες του βιβλίου να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στο Δεύτερο μέρος που αναφέρεται στα «Πολιτιστικά», κείμενα ιδιαίτερα, κείμενα εξαιρετικά με εντελώς διαφορετική θεματική. Δεν θα επεκταθώ περισσότερο σ΄ αυτά, θα τηρήσω αυτό που γράφει σε κάποιο απ΄ αυτά ο συγγραφέας ότι μερικές φορές η σιωπή λέει περισσότερα.
• Θέλω να συγχαρώ θερμά τον καθηγητή Αντώνη Μακρυδημήτρη, γιατί με το βιβλίο του ανοίγει το διάλογο για μια σειρά από θέματα με ουσιαστική επίδραση στη δημόσια ζωή. Παράλληλα, με τον τρόπο γραφής του, αναδεικνύει τον δρόμο στον οποίο οφείλει να κινηθεί ο πολιτικός μας λόγος στο μέλλον: τον δρόμο της ουσίας, των λύσεων, του αποτελέσματος. Τώρα, αν αυτός ο νέος πολιτικός λόγος στον οποίο πρέπει να στραφούμε είναι αποτελεσματικότερος γραπτός ή προφορικός, όπως αναρωτιέται ο συγγραφέας, νομίζω πως ό,τι και να πούμε εδώ, την απάντηση την έκλεισε σε έναν μόνον στίχο ο Μανόλης Αναγνωστάκης: «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις, να μην τις παίρνει ο άνεμος».