Eίναι χαρά μου που βρίσκομαι σήμερα εδώ, μαζί σας, στην εκδήλωση της Ένωσης Ιδιοκτητών Ακινήτων Αχαΐας. Μας δίνεται η δυνατότητα να ενώσουμε ακόμα περισσότερο τις φωνές μας σε έναν δίκαιο αγώνα για τη μείωση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, τον εξορθολογισμό της φορολογίας και την αποποινικοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας.
Πριν πω οτιδήποτε άλλο θέλω να σας δώσω μια υπόσχεση: Τη μάχη που ξεκίνησα με την τροπολογία που κατέθεσα πριν λίγες μέρες για τη μείωση των αντικειμενικών αξιών θα τη συνεχίσω μέχρι τέλους: γιατί είναι σωστή, γιατί είναι δίκαια. Σας το λέω, λοιπόν: αυτή την μάχη θα την κερδίσουμε στο τέλος, μαζί.
Με γνωρίζετε χρόνια. Πάντοτε υπηρετούσα και πίστευα τις φιλελεύθερες ιδέες και νομίζω ότι κανείς από εδώ δεν θα ένιωθε έκπληξη αν έλεγα για ακόμη μια φορά, ότι είμαι –δίχως καμία αμφιβολία και επιφύλαξη – υπέρ του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα και η ίδια η Πολιτεία οφείλει όχι μόνο να το σέβεται αλλά και να το προστατεύει.
Τα τελευταία χρόνια μέσα στη δίνη της κρίσης και κάτω από την πίεση της δημοσιονομικής ανισορροπίας που είχε η ελληνική κοινωνία, λήφθηκαν και μέτρα που ήταν ακραία. Υιοθετήθηκαν φοροεισπρακτικά μέτρα μεγάλης έντασης, ενώ καθυστέρησαν και αναβλήθηκαν κρίσιμες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο τόπος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η μεγάλη πλειοψηφία των συμπολιτών μας να φτάσει στα όρια της. Όλοι συνειδητοποιούμε ότι η υπερφορολόγηση, τα βάρη και οι επιβαρύνσεις που πέφτουν επί δικαίων και αδίκων, οδηγούν στην εξάντληση των φορολογουμένων.
Τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων το αποδεικνύουν με αδιάψευστο τρόπο: 2.451.909 πολίτες, δηλαδή ένας στους τέσσερις φορολογούμενους έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο. Ληξιπρόθεσμες οφειλές, οι οποίες μεταξύ Ιουλίου-Αυγούστου αυξήθηκαν κατά 650 εκατομμύρια Ευρώ. Μέσα σε 20 μήνες, από τις αρχές του 2013 μέχρι το τέλος Αυγούστου, οι Έλληνες φορολογούμενοι έχουν συσσωρεύσει χρέη προς την εφορία ύψους 15,884 δισεκατομμυρίων Ευρώ. Τα νούμερα αυτά καταδεικνύουν ότι η πολιτική της υπερφορολόγησης δεν αποδίδει.
Ειδικά για τον κλάδο των ακινήτων, αυτή η πολιτική είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα. Το φορολογικό βάρος δεκαπλασιάστηκε. Τα μισθωτικά εισοδήματα εκμηδενίστηκαν. Η ανελέητη φορολογία των ακινήτων κατεδάφισε την αγοραστική αξία τους και η αδυναμία πληρωμής παράλογων και υπέρογκων φόρων από τους ιδιοκτήτες ποινικοποιήθηκε βαρύτατα.
Πέρα απ’ όλα τα υπόλοιπα η πολιτική αυτή αποδείχθηκε και πλήρως αναποτελεσματική για το ίδιο το κράτος. Αποδείχθηκε περίτρανα πως οι μεγάλοι και δυσβάσταχτοι φόροι δεν μπορούν να συγκεντρωθούν. Δεν μπορεί το κράτος να τους μαζέψει.
Η ιδιωτική ακίνητη περιουσία, το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του ελληνικού λαού, μεταβλήθηκε από δικαίωμα σε βάρος. Χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων οδηγήθηκαν στην απόγνωση. Παρακολουθούν ανήμποροι τους κόπους μια ζωής να θυσιάζονται στο βωμό του φορολογικού παραλογισμού.
Μια από τις σημαντικότερες και πιο προσοδοφόρες αγορές, όπως αυτή της κτηματαγοράς, κατέρρευσε. Μαζί της παρασύρθηκαν και παράπλευροι κλάδοι, με αποτέλεσμα να χαθούν θέσεις εργασίας, να κλείσουν επιχειρήσεις, να βαθύνει η ύφεση στην πραγματική οικονομία.
Οφείλω σε αυτό το σημείο να σημειώσω ότι έγιναν και κάποια – λίγα αλλά σημαντικά- θετικά βήματα. Η επιτάχυνση της αδειοδότησης για αγορά ακινήτων από πολίτες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης στις παραμεθόριες περιοχές της χώρας μας, αλλά και η δυνατότητα χορήγησης άδειας παραμονής σε όσους αγοράσουν ακίνητα πάνω από 250 χιλιάδες ευρώ, είναι σημαντικά. Είναι κινήσεις που θα μπορούσαν να αναθερμάνουν κατά ένα μέρος την κτηματαγορά με προστιθέμενο όφελος στην ελληνική οικονομία και τα δημόσια έσοδα.
Ωστόσο, δεν αρκεί μόνο αυτό.
Σε γενικές γραμμές, η κατάσταση είναι εφιαλτική. Το βιώνετε εσείς, οι ιδιοκτήτες ακινήτων, καθημερινά στην χειρότερη μορφή. Το βιώνει κάθε πολίτης που διατηρεί δικό του σπίτι. Το βιώνει με το ΕΕΤΗΔΕ και τον ΦΑΠ των προηγουμένων ετών, με τον διπλό ΕΝΦΙΑ του 2014 και των επομένων ετών που καλούμαστε να πληρώσουμε όλοι. Κυρίως όμως με τον συμπληρωματικό φόρο σε βάρος της αστικής και μόνον ακίνητης περιουσίας. Αλλά και μια σειρά από άλλες επιβαρυντικές φορολογικές και πολεοδομικές υποχρεώσεις.
Είναι άξιο απορίας πώς τη στιγμή που οι πραγματικές αξίες των ακινήτων έχουν σχεδόν εκμηδενιστεί και ο φόρος μεταβίβασης είναι μόνο 3%, αντί η χώρα μας να είναι μαγνήτης επενδύσεων σε ακίνητα από έλληνες και ξένους υποψήφιους αγοραστές, έχει καταστεί ακριβώς το αντίθετο. Ο φορολογικός παραλογισμός του διπλού ΕΝΦΙΑ, του συμπληρωματικού φόρου αλλά και του «τεκμηρίου του αγοραστή», βάσει της αντικειμενικής αξίας, αντί να ενισχύσουν την αγορά ακινήτων, την υποβάθμισαν και την οδήγησαν σε μια δεινή κατάσταση. Η οικοδομική δραστηριότητα, από τις κυριότερες δραστηριότητες στην χώρα μας, έφθασε σε τέλμα βάζοντας φωτιά στα όποια όνειρα ανάπτυξης. Χιλιάδες άνθρωποι του χώρου της οικοδομής και του τεχνικού κλάδου βρέθηκαν στην ανεργία. Δύο από τους κυριότερους και βασικότερους πυλώνες ανάπτυξης της χώρας, η οικοδομή και η κτηματαγορά, που αποτελούσαν πηγή απορρόφησης ενός μεγάλου μέρους του επιστημονικού, τεχνικού και εργατικού δυναμικού της χώρας μας, κατέρρευσαν από την μία στιγμή στην άλλη, με ολέθριες συνέπειες για την οικονομία.
Η ζημιά που υπέστη το ελληνικό κράτος απ’ αυτήν την πολιτική στα ακίνητα είναι τεράστια. Οι ιδιοκτήτες ακινήτων έφθασαν στο σημείο να πληρώνουν ενοίκιο για τα δικά τους σπίτια, και μάλιστα σε βαθμό που ξεπερνά τις δυνατότητές τους. Οι πραγματικές αξίες των ακινήτων τους κατέρρευσαν πλήρως ενώ την ίδια στιγμή οι αντικειμενικές αξίες, πάνω στις οποίες υπολογίζονται οι φορολογικές υποχρεώσεις του καθενός, παραμένουν απαράδεκτα υψηλές.
Προσπάθησα αρκετές φορές, με ερωτήσεις στη Βουλή και παρεμβάσεις στην κοινοβουλευτική διαδικασία, να αποτρέψω τη συνέχιση αυτής της πολιτικής. Είπα ότι είναι εντελώς παράλογο να φορολογούμε επί πλασματικών στοιχείων. Κάλεσα τους εκπροσώπους του υπουργείου Οικονομικών να το χρησιμοποιήσουν αυτό ως επιχείρημα στην τρόικα, «ότι δηλαδή δεν γίνεται να φορολογείς πάνω σε ανύπαρκτες αξίες» και, πιστέψτε με, κανένας δεν μπορεί να σε υποχρεώσει να φορολογείς πάνω σε πλασματικά νούμερα.
Τελικώς, κατέθεσα πριν από λίγες μέρες την τροπολογία για τη μείωση των αντικειμενικών αξιών. Η τροπολογία βασίστηκε στην σταθερή αντίληψη που έχω για την φορολογία στο σύνολό της. Στη δική μου θεωρία, η φορολογία πρέπει να είναι εργαλείο για την Πολιτεία. Εργαλείο που
Θα συγκεντρώνει έσοδα και δεν θα «τιμωρεί» τους πολίτες, αναγκάζοντας τους να επιβαρύνονται υπέρογκα και πέρα από τις δυνάμεις τους.
Με την τροπολογία που κατέθεσα είπα το εξής: Σήμερα καλούνται οι ιδιοκτήτες ακινήτων να πληρώσουν τρία δις για τον ΕΝΦΙΑ σε χρήματα που δεν υπάρχουν στις τσέπες τους. Πρότεινα, λοιπόν, να μειωθεί το ποσό αυτό στα 2 δις. Και βαθιά πιστεύω, ότι από αυτήν την μείωση αφενός οι πολίτες θα ανακουφίζονταν κάπως, αφετέρου δε το ίδιο το κράτος θα ήταν κερδισμένο γιατί, με τη μείωση των αντικειμενικών αξιών κατά 30%, θα μπορούσε επιτέλους να εισπράξει. Γιατί τα χρήματα αυτά ως εισπρακτέο ποσό αντανακλούν περισσότερο την πραγματικότητα. Γιατί ο πολίτης, που δεν είναι τζαμπατζής, που δεν θέλει να αποφύγει να πληρώσει, που είναι νοικοκύρης, θα μπορούσε να ανταπεξέλθει. Με δυσκολίες αλλά θα μπορούσε.
Παράλληλα, αυτή η μείωση θα συνιστούσε και έναν εξορθολογισμό της φορολογικής πολιτικής στα ακίνητα. Θα ήταν μια διορθωτική παρέμβαση που θα εκλογίκευε το φορολογικό βάρος των πολιτών. Το λέω ακόμη μια φορά και θα το λέω με όση δύναμη έχει η φωνή μου: Κανένα δίκαιο φορολογικό σύστημα δεν μπορεί να βασίζεται σε πλασματικά δεδομένα. Κανένα και σε καμία χώρα του κόσμου.
Ο υπουργός Οικονομικών μπορεί να μην έκανε δεκτή την τροπολογία που κατέθεσα, η σπίθα όμως άναψε. Και σήμερα, δηλώνω ικανοποιημένη με την απόφαση του ΣτΕ που καλεί την κυβέρνηση μέσα στο επόμενο 6μηνο να προχωρήσει σε αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών.
Να είστε σίγουροι ότι τη μάχη αυτή θα την συνεχίσω μέσα στη Βουλή και θα την κερδίσουμε. Γιατί έχουμε δίκιο. Γιατί δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση.
Ο άλλος δρόμος που προβάλλεται είναι ακόμα χειρότερος: Ο ΣΥΡΙΖΑ φοράει τη λεοντή του καλού, τώρα που μαθαίνει να ψηφοθηρεί σε θολά νερά, προσπαθώντας να αξιοποιήσει το κλίμα έντασης και απογοήτευσης που υπάρχει στη μεσαία τάξη που υπερφορολογείται. Προσπαθεί να κρύψει αυτά τα οποία πραγματικά πιστεύει. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ όπως προκύπτει από τις αποφάσεις των οργάνων του και τις προγραμματικές του θέσεις είναι κήρυκας της μεγάλης και βαριάς φορολόγησης, είναι υπέρ ενός απροσδιόριστου και καθολικού φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας, – χωρίς ποτέ να προσδιορίζουν, με ακρίβεια το όριο πάνω από το οποίο θα φορολογήσουν την περιουσία. Από τον ΣΥΡΙΖΑ τα έχουμε ακούσει όλα. Άλλος μας είπε ότι το όριο φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας θα είναι 150.000 ευρώ, άλλος προσδιόρισε το όριο στο 1.000.000 ευρώ.
Κυρίες και κύριοι, τελικώς δεν ξέρουμε τι προτείνουν. Ψηφοθηρούν ακολουθώντας τον εύκολο δρόμο του λαϊκισμού. Λένε στον καθένα αυτά που θέλει να ακούσει. Απέναντι σ’ αυτό που υπάρχει σήμερα ως έκτακτο, με τον ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει μόνιμο και μάλιστα με ιδεολογικό περίβλημα. Ας μην γελιόμαστε. Αυτή είναι η στρατηγική τής αντιπολίτευσης.
Οι κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ αφού σκίσουν τα μνημόνια, λένε ότι θα κάνουν διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Μπλέκουν όμως τις γραμμές τους, για το αν θα απομειώσουν, διαγράψουν ή παγώσουν μεγάλο ή μικρό μέρος του χρέους, αλλά αυτό είναι το μικρότερο κακό. Το χειρότερο είναι ότι σ΄ ένα ερώτημα, δεν τολμούν να απαντήσουν: Αν η διαπραγμάτευση που θα κάνουν αποτύχει, τι θα γίνει μετά; Όταν η χώρα θα είναι χωρίς ρευστότητα, τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, αν είναι στην κυβέρνηση; Σ΄ αυτό δεν απαντάει κανείς από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κρατάνε μυστικό. Θα τυπώσουν δικό τους χρήμα ή θα καταφύγουν στους δανειστές από πιο δυσμενή θέση; Είναι το μυστικό τους, καμιά απάντηση δεν δίνουν , παρά μόνο λεονταρισμούς και μεγαλοστομίες. Είναι στη σφαίρα του βλέποντας και κάνοντας. Αυτό που δεν λένε είναι ότι θα ακολουθήσουν τον εύκολο δρόμο και αυτόν που θεωρούν λαϊκιστικά ότι τους βολεύει. Θα αυξήσουν τους φόρους και κυρίως τους φόρους στα ακίνητα και στην περιουσία.
Την έξοδο από αυτόν τον φαύλο κύκλο μπορούμε να τη βρούμε μόνον αν αντιμετωπίσουμε την ακίνητη περιουσία του λαού ως πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας. Χρειάζεται να αναζητήσουμε τρόπους, όπως γίνεται στην Ευρώπη, για να αποκτήσει λογικά έσοδα και το κράτος και ο ιδιοκτήτης. . Δεν αρκεί να πετύχουμε μόνο τον εξορθολογισμό της φορολογικής πολιτικής. Χρειάζεται να προχωρήσουμε σ’ έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό- την αξιοποίηση της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας. Και η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας συνδέεται άρρηκτα με το πώς αντιλαμβανόμαστε την αστική ανάπτυξη.
Είναι πολύ χρήσιμο να γνωρίζουμε πού βρισκόμαστε και ποιές είναι οι δυνατότητές μας. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε ούτε να ευχόμαστε να χτιστούν νέα ακίνητα. Δεν είναι εύκολο να γίνουν νέες οικοδομές. Δεν γίνεται. Αυτό που γίνεται όμως, και εδώ πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας, είναι η αξιοποίηση, η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός των ήδη υφισταμένων κτισμάτων.
Σε αυτήν την λογική θα πρέπει να δούμε την αναπτυξιακή διάσταση της κτηματαγοράς, με σχέδιο και με μια ολοκληρωμένη πολεοδομική και χωροταξική στρατηγική. Αυτή είναι η προοπτική που σήμερα μπορεί να οδηγήσει στην αναθέρμανση της αγοράς της οικοδομής. Μέσα από την ανακατασκευή και ανακαίνιση των παλαιών κτισμάτων.
Παραδείγματος χάρη, εδώ στην Πάτρα, τα εγκαταλελειμμένα παλιά εργοστάσια, ή στην Αθήνα, τα περισσότερα από 1000 νεοκλασικά κτίσματα που παραμένουν αναξιοποίητα και ανεκμετάλλευτα. Χρειάζεται να βρούμε τρόπους να αποκτήσουν χρήσεις, χρήσεις απαραίτητες στην καθημερινότητα.
Πρέπει να τα εκμεταλλευθούμε και να αποκτήσουν νέες – σύγχρονες χρήσεις που καλύπτουν ανάγκες τού σήμερα. Μέσα από την αξιοποίηση αυτής της μορφής μπορεί να πάρει μπροστά και πάλι η αγορά, να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, να αποφέρουν τα εγκαταλελειμμένα ακίνητα έσοδα στους ιδιοκτήτες και να συγκεντρώσει χρήματα το δημόσιο ταμείο.
Σε αυτό βέβαια, οφείλει η ίδια η πολιτεία να υποστηρίξει τέτοιες προσπάθειες. Αίροντας όλους τους παράλογους περιορισμούς και τις γραφειοκρατικές στρεβλώσεις αλλά και δίνοντας χρηματοδοτικά κίνητρα στους ιδιοκτήτες για να προχωρήσουν σε τέτοιες ενέργειες. Είναι δεδομένο ότι χρειάζεται να χρηματοδοτηθούν αυτές οι δράσεις.
Παράλληλα, επιτρέψτε μου να αναφερθώ και σε ένα επιπλέον, βασικό κατά την άποψη μου, ζήτημα που αποτελεί καίριο θέμα στην ενίσχυση της αναπτυξιακής διάστασης της αγοράς ακινήτων.
Αναφέρομαι στην ενεργειακή αναβάθμιση των ακινήτων.
Είναι γνωστό ότι ο κτηριακός τομέας αναλογεί περίπου στο 40% της κατανάλωσης ενέργειας. Άρα, είναι βασικό να προχωρήσουμε στην αναβάθμιση των κτισμάτων, μετατρέποντάς τα σε λιγότερο ενεργοβόρα. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία, δεν είναι μόνο η προστασία του περιβάλλοντος που επιτυγχάνεται αλλά, ας είμαστε ρεαλιστές, είναι κέρδος και για τις τσέπες μας.
Στους βασικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής σχετικά με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 20% έως και το 2020, νομοθετήσαμε τον Κανονισμό Ενεργειακής Απόδοσης Κτηρίων, προκειμένου να εναρμονισθεί η ελληνική νομοθεσία στην Κοινοτική οδηγία.
Αλήθεια όμως, στην περίοδο την οποία σήμερα βρισκόμαστε, με όλες τις επιβαρύνσεις που έχει υποστεί ο οικογενειακός προϋπολογισμός και με τη μείωση των εισοδημάτων, πώς μπορούμε να μιλήσουμε για επιπλέον έξοδα; Γι αυτό θεωρώ ότι πρέπει, μέσα από τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, όπως το «Εξοικονομώ» να δούμε από την αρχή όλες τις λεπτομέρειες και να μιλήσουμε για μια ουσιαστική στρατηγική ενεργειακής αναβάθμισης των κτηρίων, που θα περιλαμβάνει όλες τις παραμέτρους. Αφενός εισοδηματικά κριτήρια, θέτοντας ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την ένταξη και, αφετέρου, χρηματοδοτικά κίνητρα ώστε να υπάρχει άμεσο όφελος για τους ιδιοκτήτες και άλλα.
Τέλος, θέλω να καταθέσω ακόμα μια πρόταση: μεγάλο ποσοστό των υπαρχουσών οικοδομών έχει φθάσει ή φθάνει, στα όρια της αντοχής των υλικών με τα οποία είχαν κατασκευασθεί.
Η χώρα μας λόγω τού ότι βρίσκεται σε μία από της πλέον ενεργά ως σεισμογενείς περιοχές, θα πρέπει, λόγω της ιδιαιτερότητάς της, να επιδιώξει να εξασφαλίσει κονδύλια, παράλληλα με την ενεργειακή αναβάθμιση και για την σεισμική θωράκιση των δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων.
Θεωρώ ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε τη διεκδίκηση και εξασφάλιση κονδυλίων από την ΕΕ, μέσω ενός πιλοτικού προγράμματος επιδότησης του κόστους στατικής ενίσχυσης των παλαιοτέρων ιδιωτικών ακινήτων που δεν καλύπτονται από τους σήμερα ισχύοντες κανόνες αντισεισμικότητας.
Προκειμένου όμως και οι ιδιοκτήτες των ακινήτων να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το κόστος, θα πρέπει το σύνολο της δαπάνης να επιδοτηθεί τουλάχιστον με ένα ποσοστό της τάξεως του 50-60%, μέσω των ευρωπαϊκών κονδυλίων, το δε υπόλοιπο να χρηματοδοτείται από τα πιστωτικά ιδρύματα, με άτοκο δάνειο για 4-5 χρόνια, κατά το πρότυπο του προγράμματος «εξοικονομώ κατ’ οίκον», το οποίο και αφορά στις ενεργειακές αναβαθμίσεις. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να δοθούν και φορολογικά κίνητρα στους ιδιοκτήτες που ενδιαφέρονται για τις αναβαθμίσεις των ακινήτων τους, επί της δαπάνης που θα κληθούν οι ίδιοι να καταβάλουν. Μια ενεργειακή αναβάθμιση, πόσο μάλλον μια στατική αναβάθμιση και ενίσχυση τού κτηρίου, θα του προσδώσει μια σημαντική προστιθέμενη αξία.
Κλείνοντας θέλω να σας ευχαριστήσω για την τιμητική πρόσκληση να απευθυνθώ σε εσάς σήμερα, μέσα από αυτήν την Ημερίδα. Θέλω να γνωρίζετε ότι και εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι συνάδελφοι, είμαστε δίπλα σας στα δίκαια αιτήματά σας. Είμαστε ανοικτοί στη συνεργασία και τον διάλογο. Σε ό,τι με αφορά, εμπράκτως θα συνεχίσω να στέκομαι αρωγός στις προσπάθειές σας, προσπαθώντας πάντοτε να υπηρετώ το δίκαιο και αυτό που πιστεύω. Και πιστεύω στη δύναμη των επιχειρημάτων μας. Πιστεύω ότι μπορούμε να αλλάξουμε αυτό τον φορολογικό παραλογισμό που ισχύει σήμερα. Γι αυτό να είστε σίγουροι. Θα συνεχίσουμε μαζί και στο τέλος θα τα καταφέρουμε.