Αρθρο στο ΒΗΜΑ της Κυριακής
Η πρόσφατη (τρίτη) έκθεση αυξημένης εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική οικονομία ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη γνωρίζαμε: τους τελευταίους μήνες η αδράνεια της κυβέρνησης είναι σχεδόν ολοκληρωτική. Οι συμφωνημένες ιδιωτικοποιήσεις (ΕΛΠΕ, περιφερειακά λιμάνια, κ.ά.) βαλτώνουν, τα φορολογικά έσοδα επιβραδύνονται και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου δεν αντιμετωπίζονται, η αποκλιμάκωση της ανεργίας εξασθενεί, η δυναμική των εξαγωγών περιορίζεται.
Την ίδια στιγμή βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ιδιαίτερη κινητικότητα στην επιζήμια τακτική «παροχές αντί ψήφων» (το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή προειδοποίησε στην τελευταία τριμηνιαία του έκθεση για την εξάντληση του διαθέσιμου δημοσιονομικού περιθωρίου). Αναμενόμενα λοιπόν ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ στο α΄ τρίμηνο του έτους συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018 προσγειώθηκε στο πενιχρό 1,3% καθιστώντας εξαιρετικά αμφίβολη την επίτευξή του στόχου του φετινού προϋπολογισμού.
Υπό αυτό το πρίσμα, η προκήρυξη εκλογών, πέρα από πολιτικά καλοδεχούμενη εξέλιξη, υπήρξε και μία εθνικά αναγκαία απόφαση, ώστε να δοθεί τέλος στον κατήφορο του μακροοικονομικού λαϊκισμού που απειλεί να δημιουργήσει μη αναστρέψιμη ζημιά στην ελληνική οικονομία. Με τις επερχόμενες εκλογές κλείνει ένας αρνητικός κύκλος για την ελληνική οικονομία, με κύριο γνώρισμα την απόλυτη ακινησία, η οποία σημαδεύτηκε από τον εγκλωβισμό της στην παγίδα της χαμηλής ανάπτυξης. Πνιγμένη στους φόρους, με τη λιτότητα να στραγγαλίζει το βιοτικό μας επίπεδο και το δημόσιο χρέος να παραμένει αμείωτο. Σήμερα το συνολικό ΑΕΠ της χώρας βρίσκεται λίγο πάνω από το αντίστοιχο του 2014. Παράλληλα καθώς κλείνει το παραγωγικό κενό, εκτιμάται ότι μετά το 2023 η ελληνική οικονομία θα περιοριστεί σε πολυετείς αναπτυξιακούς ρυθμούς της τάξης του 1%.
Είναι λοιπόν καιρός να τερματιστούν οι αδιέξοδες πολιτικές των τελευταίων ετών. Και να βαδίζουμε στο δρόμο της απελευθέρωσης των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου, της διαμόρφωσης ενός φιλικού προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλοντος, της ενίσχυσης της συμμετοχής του ανθρώπινου δυναμικού στην παραγωγική διαδικασία. Η Νέα Δημοκρατία είναι έτοιμη να εφαρμόσει ένα λεπτομερές σχέδιο για την ανάπτυξη της οικονομίας με στόχο τον παραγωγικό μετασχηματισμό της, ώστε να συμμετάσχει ισότιμα στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το σχέδιο μας αρθρώνεται γύρω από τους παρακάτω τρεις άξονες:
Πρώτον, η αποκλιμάκωση της φορολογικής επιβάρυνσης για τις επιχειρήσεις από το 28% στο 20% σε διάστημα δύο ετών. Με τη μείωση της φορολογίας στα μερίσματα από το 15% στο 5% επίσης εντός δύο ετών, όπως και τη μείωση του ΕΝΦΙΑ για τις επιχειρήσεις στο 10% για το ίδιο διάστημα, ώστε να ενισχύσουμε τα κίνητρα για νέα επιχειρηματικά σχέδια και επενδύσεις. Και παράλληλα, με την ταυτόχρονη μείωση της φορολογίας των φυσικών προσώπων ώστε να ενισχύσουμε το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Δεύτερον, η αναβάθμιση και η ενίσχυση της απασχόλησης για την ομαλή μετάβαση στη νέα (κύρια ψηφιακή) οικονομία. Τα σημερινά επίπεδα απασχόλησης απέχουν πολύ από τα επιθυμητά, ενώ η δυναμική των μισθών παραμένει εξαιρετικά χαμηλή. Και η αύξηση των θέσεων εργασίας δεν συνοδεύτηκε από την ποιοτική αναβάθμισή τους. Ο πολλαπλασιασμός των άτυπων και επισφαλών μορφών απασχόλησης, το φαινόμενο της «εργασιακής ένδειας», η χειροτέρευση των εργασιακών συνθηκών, είναι συμπτώματα εγγενών αδυναμιών της αγοράς εργασίας. Εμείς στοχεύουμε στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από το 20% στο 15%. Στην ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης για τη βελτίωση των δεξιοτήτων των εργαζομένων, με ιδιαίτερη έμφαση στους νέους και με την εφαρμογή στοχευμένων προγραμμάτων κατάρτισης και επανεκπαίδευσης των εργαζομένων. Και βέβαια η εργατική νομοθεσία πρέπει να εφαρμόζεται χωρίς καμία παρέκκλιση.
Τρίτον, η προώθηση θεσμικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη, με προτεραιότητα στην αύξηση της παραγωγικότητας του δημόσιου τομέα, τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών, την επιτάχυνση της δικαιοσύνης στις οικονομικές διαφορές, τις διαδικασίες αδειοδότησης και χωροθέτησης των επιχειρήσεων, την προώθηση των συνεργειών και της τεχνολογικής καινοτομίας σε όλο το φάσμα των παραγωγικών αλυσίδων αξίας (με προτεραιότητα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις), την ουσιαστική αξιοποίηση των πόρων των διαρθρωτικών Ταμείων στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Η επεξεργασμένη πρόταση οικονομικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να οδηγήσει σε ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης 4% του ΑΕΠ. Και βέβαια δεν πρέπει να αγνοήσουμε την, δύσκολη να αποτιμηθεί οικονομικά πλην όμως σημαντική, παράμετρο της αναγκαίας αποκατάστασης της πολιτικής αξιοπιστίας της χώρας. Αυτήν που θα θέσει ως προτεραιότητά της η Νέα Δημοκρατία. Με την εφαρμογή ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης της οικονομίας το οποίο η κυβέρνησή μας πραγματικά θα ενστερνίζεται. Έφτασε η στιγμή της πολιτικής αλλαγής και μαζί η ώρα της ανάπτυξης.