Για όσους έχουν μια επαρκή αντίληψη της σύγχρονης Ελληνικής πολιτικής ιστορίας, οι αντιδράσεις από μια μεγάλη μερίδα της αντιπολίτευσης για την συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στην Άγκυρα, δεν προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση. Σχεδόν καμία πολιτική προσπάθεια, που μεγάλωσε ή τουλάχιστον άνοιξε την Ελλάδα στον κόσμο, δεν έμεινε αλώβητη από τους αντιπολιτευτικούς μικροκομματισμούς, τους προεκλογικούς φαρισαϊσμούς, και τους επαγγελματίες υπερπατριώτες της εκάστοτε εποχής. Τα συνθήματα κι οι τίτλοι δεν άλλαξαν στο ελάχιστο.
«Εθνικός μειοδότης» ο Ελευθέριος Βενιζέλος που διπλασίασε την Ελλάδα, όταν απέρριπτε την ουδετερότητα της χώρας στον Μεγάλο Πόλεμο. Υποχωρητικός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που εδραίωσε την Ελλάδα στην Ευρώπη, όταν απέφευγε τη διχοτόμηση της Κύπρου στην Ζυρίχη. Και σήμερα «ενδοτικός» ο Κυριάκος Μητσοτάκης που αποκαθιστά το κύρος της χώρας στη διεθνή σκηνή, όταν συνομιλεί με τον Τούρκο Πρόεδρο.
Αυτό είναι το τίμημα – κατά την άποψή μου πολύ μικρό – που πρέπει να πληρώσει κάθε πολιτική ηγεσία στην προσπάθεια της για εξωστρεφή αλλά υπεύθυνη εξωτερική πολιτική. Καθώς στην πραγματικότητα, όσοι ενδιαφέρονται, για την προώθηση των εθνικών συμφερόντων, γνωρίζουν ότι η εξωτερική πολιτική, και δη τα ελληνοτουρκικά, δεν προσφέρονται για μικροπολιτική και προεκλογικά συνθήματα.
Θα ήταν πολύ εύκολο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, 30 ημέρες πριν τις ευρωεκλογές, να ορθώσει τάχα πατριωτικό ανάστημα και να μην πάει στην Άγκυρα. Ενδεχομένως, άλλωστε, μια τέτοια κίνηση να απέφερε και κάποιο πρόσκαιρο δημοσκοπικό όφελος.
Όσο εύκολο όμως θα ήταν, άλλο τόσο λάθος θα ήταν. Στην Ελλάδα, έχουμε πληρώσει πολύ ακριβά τις στιγμές ασυνέπειας και καιροσκοπισμού στην εξωτερική πολιτική. Ειδικά σήμερα, που ο πόλεμος περικυκλώνει την Ευρώπη από Βορρά και Νότο, κι ο αλυτρωτισμός απειλεί την σταθερότητα των Βαλκανίων, δεν μπορώ να σκεφτώ περισσότερο εθνικά ανεύθυνη στάση από την πρόταση για διακοπή του διαλόγου με την Τουρκία.
Η ορθότητα κι η επιτυχία, άλλωστε, της διαχείρισης των ελληνοτουρκικών από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, διαπιστώνεται κι από το πόσο αυτονόητη θεωρεί η αντιπολίτευση την κανονικότητα που έχει επιτευχθεί τους τελευταίους μήνες. Αυτονόητα τα μνημόνια συνεργασίας για διπλασιασμό του διμερούς εμπορίου σε ορίζοντα 5ετίας, αυτονόητη η νηνεμία σε αέρα και θάλασσα, αυτονόητος κι ο περιορισμός των μεταναστευτικών ροών στα ελληνικά νησιά μας. Κι όλα τα παραπάνω συντελούνται ενώ παράλληλα η χώρα μας θωρακίζεται και προετοιμάζεται για κάθε ενδεχόμενο. Η Τουρκία από συμπαραγωγός των F-35, περιμένει πλέον στον θάλαμο αναμονής, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα δρομολογεί την παραλαβή των πρώτων αεροσκαφών.
Προφανώς κανείς δεν ισχυρίζεται ότι βρισκόμαστε προ των πυλών της επίλυσης των ουσιαστικών μας διαφορών με την γείτονα χώρα. Παραμένει δυστυχώς από πλευράς Τουρκίας ο ανιστόρητος αναθεωρητισμός, η αλυτρωτική ρητορική κι ο κίνδυνος ανά πάσα στιγμή να ανατραπεί το θετικό κλίμα. Ούτε αμφισβητεί κανείς το γεγονός ότι η φιλικότερη στάση του Ερντογάν προς ημάς υπαγορεύεται και από τις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία και τις σημερινές επιδιώξεις του στο ταραγμένο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Η συγκρατημένη αισιοδοξία προκύπτει από τις καθόλου αυτονόητες επιτυχίες της εξωτερικής μας πολιτικής στο πεδίο, και κυρίως από την διαπίστωση ότι σε περίπτωση που ο Ερντογάν δεχθεί να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων υπό τους όρους που προβλέπει το διεθνές δίκαιο, η χώρα μας διαθέτει ισχυρό οπλοστάσιο επιχειρημάτων και έναν εθνικά υπεύθυνο ηγέτη για την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας.
Άρθρο Ντόρας Μπακογιάννη για την εφημερίδα “Τα Νέα”.