Άρθρο Ντόρας Μπακογιάννη
Τι δημοκρατία θέλουμε;
Πόσο ανθεκτική είναι η δημοκρατία στην οποία ζούμε; Γιατί ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα των πολιτών των δυτικών κοινωνιών νιώθει ότι δεν χωράει πια μέσα σε αυτή; Και σε τελική ανάλυση, τι βρίσκουν ακόμα οι (περισσότεροι) άνθρωποι στη δημοκρατία, ώστε να συνεχίζουν να στήνουν τις ζωές τους πάνω της;
Το 2024 είναι θεωρητικά το ιστορικό υψηλό για το θεσμό της δημοκρατίας, τόσο για την Ελλάδα όσο και για τον κόσμο. Εμείς γιορτάζουμε τα πεντηκοστά γενέθλια από τη Μεταπολίτευση, που σηματοδοτούν την εκτενέστερη δημοκρατική περίοδο στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Ταυτόχρονα, το 2024 είναι και το μεγαλύτερο εκλογικό έτος στην ιστορία της ανθρωπότητας, καθώς περισσότεροι άνθρωποι από κάθε άλλη χρονιά καλούνται φέτος να εκλέξουν τους αντιπροσώπους τους.
Παρόλα αυτά, τουλάχιστον για το δυτικό κόσμο, το κλίμα μόνο γιορτινό δεν είναι. Κι αυτό διότι τη χρονιά της δημοκρατίας, σημαντικό τμήμα των πολιτών στην Ευρώπη επέλεξε να δυναμώσει φωνές που αμφισβητούν την αξία της. Ακόμη πιο ανησυχητικά, αυτή η άνοδος της ακροδεξιάς, τόσο σε αποτελέσματα όσο και σε ρητορική, δεν ήρθε σε κανέναν ως έκπληξη. Την είχαμε προεξοφλημένη εδώ και καιρό.
Τα καλά νέα είναι ότι η ενίσχυση του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας είναι συμπτώματα, όχι η αιτία της οργής που αισθάνεται μια μερίδα της κοινωνίας. Δεν γίναμε ξαφνικά πιο μισάνθρωποι.
Τα κακά νέα είναι ότι η αιτία αυτής της οργής εδράζεται σε γερά θεμέλια πραγματικών προβλημάτων, κοινωνικών αλλά κυρίως οικονομικών.
Ο φόβος για το ξένο και το διαφορετικό υπήρχε (και θα υπάρχει) πάντα. Αυτό που σπρώχνει όμως σήμερα όλο και περισσότερο κόσμο στην αμφισβήτηση των φιλελεύθερων δημοκρατιών είναι η αίσθηση ότι μένει πίσω. Ότι με τον τρόπο που έχουν διαμορφωθεί πλέον οι κανόνες του παιχνιδιού, όλο και θα χάνει. Και σε αυτά έχει, σε μεγάλο βαθμό, δίκιο.
Όπως φάνηκε με μεγαλύτερη ένταση από το ξέσπασμα της αμερικανικής χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 κι έπειτα, τα δυτικά κράτη δεν κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να συμβαδίσουν με τις εξελίξεις και να ελέγξουν με αποτελεσματικότητα τόσο την αλλοίωση της ελεύθερης αγοράς από λίγες μεγάλες εταιρείες, όσο και τις επιπτώσεις μιας ακανόνιστης παγκοσμιοποίησης.
Έτσι, το κοινωνικό συμβόλαιο με το οποίο δομήσαμε τις δημοκρατίες μας μετά το τέλος του Β’ Π.Π., ότι δηλαδή η κοινωνική κι οικονομική απελευθέρωση θα απέδιδε καλές δουλειές και σταθερή ανάπτυξη, έτσι ώστε κάθε αύριο να είναι καλύτερο από το εχθές, δοκιμάζεται. Και μαζί του, δοκιμάζεται και η εμπιστοσύνη πολλών πολιτών στην αξία της ίδιας της δημοκρατίας.
Το κατά πόσο η Δύση θα καταφέρει να ξεπεράσει αυτή τη δοκιμασία, θα εξαρτηθεί από την ικανότητα μας να ανταποκριθούμε στα προβλήματα εκείνων των πολιτών που νιώθουν ότι (/ ή όντως) έχουν μείνει πίσω. Το στοίχημα είναι να επανιδρύσουμε τις κοινωνίες μας, βάζοντας στο κέντρο την αποστολή για μια πιο δίκαιη οικονομική ανάπτυξη.
Εάν δεν καταπολεμηθούν οι αδικίες, εάν η ψαλίδα των ανισοτήτων δεν κλείσει, τότε η βιωσιμότητα των δημοκρατιών μας θα συνεχίσει να απειλείται. Κοινωνικό μέρισμα δεν δικαιούνται οι λίγοι αλλά οι πολλοί.
Ο δρόμος μπροστά μας δε μοιάζει εύκολος. Βρισκόμαστε ήδη στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, της ριζοσπαστικής αυτοματοποίησης και της μετάβασης στην πράσινη οικονομία. Οι ειδικοί μας προειδοποιούν ότι εάν δεν παρέμβουμε σε αυτές τις διαδικασίες, τα οφέλη θα συγκεντρωθούν σε πολύ λίγους, εντείνοντας ακόμη παραπάνω το έλλειμα εμπιστοσύνης των πολιτών.
Σήμερα, πιο πολύ από ποτέ, οφείλουμε να επανακινήσουμε, χωρίς προκαταλήψεις, μια πολιτική συζήτηση για τον ρόλο του κράτους ως εγγυητή της κοινής ευημερίας.
Κρατική χρηματοδότηση στον ιδιωτικό τομέα που δεν συνοδεύεται από αυστηρές και μετρήσιμες δεσμεύσεις για επενδύσεις σε καινοτομίες που προωθούν μια πιο συμπεριληπτική και βιώσιμη παραγωγή πρέπει να επαναξιολογηθεί.
Όπως θα πρέπει και να επανεξετάσουμε το ύψος και τον τρόπο που φορολογούμε τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Όσο η εργασία θα αυτοματοποιείται, τόσο οι ανάγκες για εργατικό δυναμικό θα μειώνονται. Εάν αποτύχουμε να εγγυηθούμε ότι ολόκληρη η κοινωνία απολαμβάνει τα εξαιρετικά οφέλη της τεχνολογικής προόδου, ενδεχομένως κι ανεξάρτητα από την εργασία, τότε οδεύουμε ολοταχώς προς δυστοπικές καταστάσεις.
Όλα τα παραπάνω, καθώς και τα πολλά ακόμα που απαιτούνται για μια δίκαιη οικονομική ανάπτυξη, προϋποθέτουν μεγάλες επενδύσεις στις υποδομές και αυστηρότερο έλεγχο στις επιδόσεις του δημοσίου τομέα των δυτικών κρατών. Η πορεία προς αυτήν την κατεύθυνση δεν είναι χωρίς ρίσκο.
Σε στιγμές όμως όπως η σημερινή, το μεγαλύτερο ρίσκο είναι να μην πάρεις ρίσκο. Αν οι άνθρωποι δεν περιμένουν πλέον ότι η δημοκρατία μπορεί να αλλάξει τον εαυτό της όταν δοκιμάζεται, θα έχει χάσει το σημαντικότερο πλεονέκτημά της έναντι των μη δημοκρατικών καθεστώτων.
Ο Λιβανέζος συγγραφέας, Amin Maalouf, που έζησε από πολύ κοντά την ωμότητα ανελεύθερων κοινωνιών γράφει ότι «εκείνοι που μάχονται την Δύση δεν προτείνουν έναν καλύτερο κόσμο». Εάν όμως θέλουμε αυτές οι φωνές εντός των τειχών να χάσουν την γοητεία τους, θα πρέπει εμείς να προτείνουμε μια καλύτερη Δύση.