Κοινοβούλιο

Παρέμβαση στην Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας για επίσκεψη Ερντογάν

Πέμπτη, 27 Μάι 2010

ΝΤΟΡΑ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ: Ευχαριστώ κύριε Πρόεδρε. Κύριε Υπουργέ να σας ευχαριστήσω κι εγώ για την ενημέρωση. Ομολογώ ότι εντυπωσιάζομαι κάθε φορά που μια στρατηγική επιλογή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, παρουσιάζεται ως νέα, ως νέα αρχή, ως νέο ξεκίνημα και ως διαφορετική λογική. Θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι ούτε νέα είναι ούτε νέο ξεκίνημα είναι. Διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπαθούν να υπηρετήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Υπήρξαν σημαντικά βήματα στο παρελθόν. Εγώ όταν ήμουν σε αυτή τη θέση, τα αναγνώριζα στην προηγούμενη Κυβέρνηση. Ίσως θα είναι σκόπιμο να τα αναγνωρίσετε κι εσείς στη δική μας. Διότι η επίσκεψη, π.χ., του πρώην Πρωθυπουργού στην Άγκυρα, μετά από 55 χρόνια, δεν ήταν μειωμένης συμβολισμών. Ήταν μία εξαιρετικά σημαντική επίσκεψη, στην οποία ανταλλάξαμε ακριβώς τις ίδιες σκέψεις τις οποίες ανταλλάξατε κι εσείς και υπογράψαμε διάφορα μνημόνια. Και επειδή εγώ δεν ανήκω σε αυτούς που έχουν φοβικά σύνδρομα έναντι των Τούρκων θεωρώ ότι – και συμφωνώ με αυτό το οποίο ακούστηκε ήδη – καλώς έγινε η επίσκεψη Ερντογάν, καλώς υπεγράφησαν οι συμφωνίες, καλώς δημιουργήθηκε μία ατμόσφαιρα, η οποία όμως είναι συνέχεια της προσπάθειας την οποία διαχρονικά κάνουμε.

Τώρα, επί του συγκεκριμένου γιατί θέλω να είμαι λίγο πιο συγκεκριμένη σε αυτό το οποίο θεωρώ ότι υπάρχουν ερωτηματικά. Το πρώτο ερωτηματικό, το οποίο εγώ θέλω να θέσω κύριε Υπουργέ, είναι ότι στην επιμέρους συνέντευξη, την οποία παρακολουθήσαμε, μεταξύ του κυρίου Ερντογάν και του κυρίου Παπανδρέου – όπου αναφέρθηκαν και επιμέρους συμφωνίες – συμφώνησε η Ελλάδα για 1.000 άτομα να επαναπατρίζονται από αυτούς οι οποίοι περνούν απέναντι από τα Μικρασιατικά παράλια. Κι εσείς και εγώ γνωρίζουμε – και φαντάζομαι όλοι σε αυτή την αίθουσα – ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι 1.000 αλλά είναι 150.000 ενίοτε, 100.000, 80.00, 50.000 ανάλογα με τις εποχές. Επίσης, γνωρίζετε ότι η Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του Ιουνίου του 2009, πέτυχε για πρώτη φορά να γραφτεί μέσα στο ανακοινωθέν του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου η υποχρέωσή της Τουρκίας να τηρήσει το πρωτόκολλο επαναπατρισμού και ασκήθηκε και μία πίεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Φοβάμαι, κύριε Υπουργέ, ότι η συμφωνία, την οποία υπογράψατε τώρα, ακυρώνει την ευρωπαϊκή πίεση πάνω στην Τουρκία. Διότι το επιχείρημα του καθόλα εκλεκτού φίλου μας, του κυρίου Νταβούτογλου, θα είναι ότι: Εμείς με τους Έλληνες τα βρήκαμε, απέναντι στου Ευρωπαίους αφήστε μας ήσυχους. Και η Ελλάδα θα μείνει με τους υπόλοιπους τους οποίους η Τουρκία θα αρνείται να επαναπατρίσει. Για εμένα αυτή η συμφωνία προκαλεί πάρα πολλά ερωτηματικά και θέλω να μου εξηγήσετε, επειδή ανάλογη συμφωνία είχε προταθεί και επί των δικών μου ημερών και την είχα αρνηθεί, με ποια λογική το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών την αποδέχθηκε σήμερα.

Το δεύτερο, το οποίο έχω να σημειώσω, είναι ότι στα οικονομικά πράγματι έχουμε μια καλή πορεία κ.λ.π. Στα ονομαζόμενα όμως πολιτικά από την Τουρκία, από τον κύριο Ερντογάν στην τελευταία του επίσκεψη, ουσιαστικά η Ελλάδα δεν έχει κάτι για το οποίο μπορεί να θεωρηθεί κεκτημένο, παρά τον ενθουσιασμό του κυρίου Προέδρου της Βουλής. Διότι, αναρωτιέμαι, την λέξη οικουμενικός στο Πατριαρχείο ήταν μια έκφραση την οποία είχε χρησιμοποιήσει ο κύριος Ερντογάν και κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του τέως Πρωθυπουργού, του κυρίου Καραμανλή. Θετικό αλλά είναι κάτι το οποίο ήταν γνωστό. Αντίθετα εμείς δώσαμε βίζες για τα πράσινα διαβατήρια. Και το Υπουργείο ξέρει και εμείς ξέρουμε ποιοί είναι οι κάτοχοι των πράσινων διαβατηρίων. Θα ήθελα, λοιπόν, να ξέρω έναντι αυτού τι είναι αυτό το οποίο σε πολιτικό επίπεδο θα μπορούσε να πει η Ελλάδα ότι αποτελεί ένα θετικό βήμα στη διαπραγμάτευση την οποία κάναμε. Εγώ κύριε Υπουργέ δεν το είδα και το παρακολούθησα με πάρα πολύ μεγάλη προσοχή. Και το παρακολούθησα, όπως ξέρετε, εξαιρετικά καλόπιστα, διότι τη μάχη αυτή την έχω δώσει κι εγώ τρεισήμισι χρόνια και ξέρω πάρα πολύ καλά πώς διαπραγματεύονται οι γείτονές μας και τι ζητούν κάθε φορά στις διάφορες επαφές τους. Δεν το είδα και επειδή δεν το είδα θα ήθελα να ξέρω αν υπάρχει κάτι το οποίο πήρατε στην πολιτική διαπραγμάτευση, το οποίο ενδεχομένως μπορείτε να πείτε στην επιτροπή εξωτερικών και άμυνας.

Το τρίο θέμα, στο οποίο αναφέρθηκε ο Πρόεδρος, ο κύριος Κακλαμάνης, για την Λουκέρνη. Δεν θέλω να μπω στην ιστορία του Κυπριακού, αυτή τη στιγμή – και τι έγινε στη Λουκέρνη και ποιος είχε προετοιμάσει το έδαφος και τι είχε γίνει. Θυμάστε πολύ καλά ότι η Κυβέρνηση – δεν ήμουν εγώ υπουργός εξωτερικών τότε – ήταν μία πολύ νέα Κυβέρνηση άρα η προετοιμασία δεν είχε γίνει. Αλλά αυτό είναι παρελθόν.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ: Ναι αλλά ο Υπουργός Εξωτερικών, ο κύριος Μολυβιάτης ήταν εμπειρότατος.

ΝΤΟΡΑ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ: Δεν αμφιβάλλω.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ: Και μπορούσε να συμβουλεύσει τον κύριο Κακλαμάνη ακόμη και τον κύριο Παπαδόπουλο.

ΝΤΟΡΑ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ: Μα δεν αμφιβάλλω και γι΄αυτό δεν είναι η δουλειά μου να απολογηθώ για τον κύριο Μολυβιάτη ή τον κύριο Καραμανλή.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ: Όχι, αλλά εδώ μιλάμε για τη χώρα.

ΝΤΟΡΑ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ: Αυτό το οποίο θέλω να πω είναι ότι η προετοιμασία, η οποία είχε γίνει, είχε γίνει διαχρονικά από την ελληνική εξωτερική πολιτική και από την προηγούμενη Κυβέρνηση. Δεν με ενδιαφέρει αυτό, αυτή τη στιγμή. Αυτό το οποίο με ενδιαφέρει και με ανησυχεί πάρα πολύ κύριε Υπουργέ – και θέλω να με ακούσετε – είναι ότι τα νέα για το Κυπριακό είναι πάρα πολύ άσχημα. Εγώ δεν έχω κανένα καλό νέο. Μακάρι εσείς να έχετε καλύτερα. Εγώ αυτό το οποίο βλέπω είναι ότι η τουρκική στάση σκληραίνει σε απόλυτο βαθμό, ότι αυτή τη στιγμή ο συνομιλητής του κυρίου Χριστόφια είναι ένας συνομιλητής ο οποίος «κρατάει τους τύπους» πλην όμως, στην ουσία, επανέρχεται σε παλαιές θέσεις, οι οποίες είχαν απορριφθεί. Και θα ήθελα να ξέρω εάν η ελληνική εξωτερική πολιτική, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, έχει μπει στη λογική της αποδοχής της τούρκικης πρότασης περί τετραμερούς. Εάν, δηλαδή – αυτό που εμείς δεν το κουβεντιάσαμε, σας το λέω ευθέως – είναι κάτι το οποίο είναι πάνω στο τραπέζι σήμερα.

Τρίτο και τελευταίο. Έχω κάνει μια πρόταση κύριε Υπουργέ, την οποία την έκανα δημόσια γιατί σήμερα είμαι απελευθερωμένη και μπορώ να τα λέω όπως τα πιστεύω. Στο μόνιμο επιχείρημα περί εκλογής των μουφτήδων από την μειονότητα θεωρώ ότι η απάντησή μας πρέπει να είναι μία: Η κατάργηση της σαρία. Είναι αδιανόητο η Ελλάδα του 2010 να είναι η μοναδική ευρωπαϊκή αλλά και σε σχέση με την Τουρκία χώρα του κόσμου στην οποία μερίδα του πληθυσμού μας έχει ένα οικογενειακό δίκαιο, το οποίο δημιουργεί μείζονα πρόβληματα και στην ίδια την ομογένεια. Και έχουμε φαινόμενα, όπου κατηγορούμαστε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, διότι παντρεύεται ένα κοριτσάκι 12 ετών, όπου διαζευγμένες γυναίκες δεν έχουν καμία ευρωπαϊκή προστασία του ευρωπαϊκού δικαίου. Και θεωρώ ότι η καλύτερη απάντηση, σε όλα αυτά τα οποία ακούμε – για την ελευθερία, την άρση θρησκευτικών ελευθεριών κ.λ.π. – είναι ότι, βεβαίως ο μουσουλμάνος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει όπως κι εγώ που είμαι χριστιανή μπορώ να κάνω ό,τι θέλω και να πιστεύω σε ό,τι θέλω, πλην όμως το Δίκαιο, το οποίο θα υπάρχει στη Θράκη, θα είναι ένα και θα είναι το Ελληνικό Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

Προηγούμενο άρθρο
Επόμενο άρθρο