Στον Σπύρο Τρίψα
Κυρία Υπουργέ, ήθελα να μου πείτε πώς έχει διαμορφωθεί σήμερα η κατάσταση στα Σκόπια και εάν βλέπετε πρόοδο μετά την αδιαλλαξία που έχει εκδηλώσει η σκοπιανή ηγεσία.
Το μήνυμα της Ελλάδος ήταν ένα μήνυμα αποφασιστικότητας στο Βουκουρέστι. Αποφασιστικότητα, η οποία κατέγραψε και τη σύμφωνη γνώμη όλων των ΝΑΤΟϊκών μας εταίρων και δημιούργησε μία καινούρια πραγματικότητα. Γύρισε σελίδα σε αυτά τα 17 χρόνια διαπραγματεύσεων. Σήμερα, πλέον, το πρόβλημα του ονόματος έχει γίνει συνείδηση σε όλους τους ηγέτες όλων των χωρών – είτε των μελών του ΝΑΤΟ είτε των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα, υπηρξε για άλλη μια φορά ουσιαστική ενημέρωση και κατά τη διάρκεια της πρόσφατης Γενικής Συνέλευσης ΟΗΕ, σε πολλές χώρες, είτε της Νότιας Αμερικής είτε της Αφρικής είτε της Ασίας.
Αυτό που σήμερα, βεβαίως, διαπιστώνουμε είναι μία ρητορική του κ. Γκρουέφσκι, η οποία μόνο πρόθεση επίλυσης του θέματος δεν υποδεικνύει. Αντίθετα, φαίνεται ότι ο κ. Γκρούεφσκι παίρνει την ευθύνη της απομόνωσης της χώρας του και της πορείας ενός λαού σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση απ’ αυτή την οποία η λογική και η κοινή ευρωπαϊκή πορεία επιβάλλει.
Θα γνωρίζετε, κυρία Υπουργέ, ότι ο υπουργός προπαγάνδας του Χίτλερ είχε πει ότι η επανάληψη ενός ψέματος καταλήγει να αποτελεί μία μεγάλη αλήθεια. Η σκοπιανή ηγεσία, εδώ και αρκετά χρόνια, έχει εξαπολύσει ένα μπαράζ ψευδολογίας και προπαγάνδας όσον αφορά την ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας». Επίσης, έχουν προβεί στην παραχάραξη της ιστορίας, λέγοντας ότι είναι οι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και δεν έχουν μείνει μόνο σε αυτό. Ακόμη και το αεροδρόμιο των Σκοπίων το ονόμασαν «Μέγας Αλέξανδρος». Όλες αυτές οι κινήσεις είναι εχθρικές πράξεις κατά της χώρας μας;
Ακούστε, θα σας πω αυτό το οποίο έχω πει σε συνομιλητές μου: Ο οποιοσδήποτε πολίτης παγκοσμίως έχει τελειώσει την Έκτη Δημοτικού ξέρει ποιος είναι ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο Μέγας Αλέξανδρος δεν είναι μία τυχαία ιστορική φυσιογνωμία· είναι μία ιστορική φυσιογνωμία, για την οποία όλα τα παιδιά, είτε στην Ευρώπη είτε στην Ασία είτε στην Αφρική, γνωρίζουν την ιστορία του και την προσφορά του.
Άρα η προσπάθεια που κάνουν οι Σκοπιανοί, εκ των πραγμάτων, πέφτει στο κενό. Για το θέμα της δήθεν «μακεδονικής μειονότητας» το οποίο θέτει ο κ. Γκρούεφσκι, η πραγματικότητα η ίδια τον διαψεύδει. Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανένας κάτι το οποίο δεν υπάρχει.
Το τρίτο το οποίο λέτε, η ένταση της ρητορικής και της αδιαλλαξίας, η οποία πράγματι παρουσιάστηκε, αξιολογήθηκε από την κυβέρνηση μας και είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί ηΕλλάδα στην πολιτική την οποία ασκήσαμε στο Βουκουρέστι. Διότι, όπως ξέρετε, πριν απ’ αυτό, τα Σκόπια προχωρούσαν απρόσκοπτα. Έπρεπε να δοθεί ένα μήνυμα αποφασιστικότητας και συνέπειας. Και αυτό έγινε μετά τις εκλογές του 2007 με την πολιτική που σχεδιάσαμε και εφαρμόζουμε από τις προγραμματικές δηλώσεις του Σεπτεμβρίου του 2007 μέχρι σήμερα.
Η Ελλάδα είναι μία χώρα σταθερή, μία σύγχρονη Ευρωπαϊκή Δημοκρατία, μία χώρα, όμως, η οποία δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί λογικές των παλαιών εθνικισμών των Βαλκανίων. Και αυτό το μήνυμα ήταν σαφές.
Και φαντάζομαι ότι ένα νέο βέτο στην Ευρωπαϊκή Ένωση…
Είναι αυτονόητο. Το έχω πει σε όλους τους τόνους, έχω ξεκαθαρίσει πλήρως ότι οι Σκοπιανοί δεν μπορούν να μπουν στις ευρωατλαντικές δομές με τη λογική της κακής γειτνίασης. Η καλή γειτνίαση αποτελεί τη βάση της συνεργασίας. Η κακή γειτνίαση δεν επιτρέπει συνεργασία.
Είδαμε μία συγκεκριμένη πολιτική στο θέμα της Γεωργίας και, μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι είναι εναρμονισμένη με τις προτάσεις του προέδρου της Γαλλίας, του κ. Σαρκοζί. Αυτή η θέση έχει να κάνει και με την καλή σχέση Ελλάδας – Ρωσίας, κάτι που έχει κατ’ επανάληψη ενοχλήσει την Αμερική;
Η Ελλάδα έχει παραδοσιακά εξαιρετικές σχέσεις με τη Ρωσία, το ξέρετε. Και σε πολλά διεθνή θέματα οι θέσεις μας ήταν παρεμφερείς. Από εκεί και πέρα, η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μέλος του ΝΑΤΟ. Είναι λογικό ότι, μέσα στις παραδοσιακές της συμμαχίες , στηρίζεται σε μία πολιτική αρχών και αξιών.
Είπαμε ότι η Ρωσία αποτελεί έναν εταίρο ο οποίος είναι πολύτιμος για την Ευρώπη και διά του διαλόγου και της προσέγγισης πρέπει να επιλυθούν τα όποια θέματα υπάρχουν και θα υπάρχουν. Από την άλλη μεριά, ήμασταν και απόλυτοι-ακριβώς διότι μιλάμε για θέματα αρχών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής-στα θέματα ειρηνικής επίλυσης των διενέξεων καιεδαφικής ακεραιότητας.
Οι χώρες δεν μπορούν να λειτουργήσουν με τη λογική του πολυκερματισμού. Πρέπει να λειτουργήσουν με τη λογική της προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας της κάθε χώρας. Αυτή είναι μία βασική αρχή, την οποία έχουμε υποχρέωση να ακολουθήσουμε. Την ακολουθήσαμε στο Κόσοβο, την ακολουθούμε στη Γεωργία.
Έχετε νιώσει την ενόχληση των ΗΠΑ στις συναντήσεις σας τόσο με την κα Ράις όσο και με άλλους Αμερικανούς αξιωματούχους σε ό,τι αφορά τις σχέσεις που έχουμε αναπτύξει τώρα τελευταία με τη Ρωσία στον ενεργειακό τομέα, με τους αγωγούς, και σε διάφορα άλλα πολιτικά θέματα;
Ακούστε, νομίζω ότι η Διεθνής Κοινότητα έχειωριμάσει. Το λέω αυτό με την έννοια ότι εμείς είμαστε σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών, ο ελληνικός λαός έχει φιλικά αισθήματα έναντι του αμερικανικού λαού. Είμαστε εταίροι στο ΝΑΤΟ. Πάρα πολλές απόψεις είναι κοινές.
Υπάρχουν και θέματα στα οποία υπάρχουν διαφωνίες. Αλλά μεταξύ ώριμων πολιτικών δημοκρατιών αυτά είναι μέσα στην καθημερινότητά μας. Δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε πάντα. Δεν σημαίνει ότι διαφωνούμε πάντα. Σε τελική ανάλυση, η κάθε χώρα και η κάθε κυβέρνηση έχει ορκιστεί να υπερασπίζεται τα συμφέροντα του λαού της και μόνο.
Να πάμε τώρα λίγο στα ελληνοτουρκικά. Έχετε δηλώσει κατ’ επανάληψη πως η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας έχει να κάνει με την καλή γειτνίαση, με την καλή σχέση των δύο χωρών. Θέλω να μου πείτε σε ποιο επίπεδο είναι αυτή τη στιγμή η σχέση των δύο χωρών και σε ποια κατεύθυνση εργάζεστε για τη βελτίωσή τους.
Θα έλεγα ότι αυτή τη στιγμή είναι στάσιμη, χωρίς εξάρσεις. Η προσπάθεια από την ελληνική Κυβέρνηση είναι να υπάρξει βελτίωση των σχέσεων αυτών και να σημειωθούν βήματα προόδου. Δεν τα έχουμε δει μέχρι τώρα. Περιμένουμε την ανταπόκριση της Τουρκίας.
Όσον αφορά το Κυπριακό;
Στο Κυπριακό ξεκίνησε ένας διάλογος με πρωτοβουλία του προέδρου Χριστόφια, τον οποίο η ελληνική Κυβέρνηση χαιρέτισε με ιδιαίτερη ικανοποίηση. Στηρίζουμε με όλες μας τις δυνάμεις τη διαπραγματευτική προσπάθεια των Κυπρίων, της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας και του προέδρου Χριστόφια. Βλέπουμε και αναγνωρίζουμε τις δυσκολίες οι οποίες υπάρχουν από την άλλη μεριά.
Ελπίζω, όμως, ότι αυτός ο διάλογος θα προχωρήσει απρόσκοπτα, για να καταλήξουμε κάποια στιγμή σε μία συμπεφωνημένη λύση μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, όπου και οι δύο κοινότητες θα μπορέσουν να ζήσουν με ειρήνη, ασφάλεια και ευημερία σε αυτό το νησί που είναι μέλος της Ε.Ε..
Κυρία Υπουργέ, γνωρίζετε καλύτερα από οποιονδήποτε πώς έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία. Θέλω να μου πείτε εάν βλέπετε περαιτέρω ύφεση της διεθνούς οικονομίας και, δεύτερον, εάν ανησυχείτε ότι αυτή η κρίση θα πλήξει και την ελληνική οικονομία.
Είναι δεδομένο ότι υπάρχει μια μεγάλη παγκόσμια ανησυχία. Η φράση που έχει λεχθεί, ότι «η Αμερική παθαίνει συνάχι και οι άλλες χώρες πνευμονία» δεν είναι τυχαία. Είναι μία δύσκολη στιγμή. Η κρίση έχει περάσει τον Ατλαντικό, έχει αγγίξει και την Ευρώπη.
Σήμερα, θα οδηγήσει αναμφισβήτητα σε επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της Ευρώπης. Για την Ελλάδα πρέπει να πω ότι είμαστε σε καλή κατάσταση, με την έννοια ότι το δικό μας τραπεζικό σύστημα, επειδή ακριβώς είναι και συντηρητικό τραπεζικό σύστημα, είναι ασφαλές. Και, για να το εξηγήσω αυτό στον κόσμο, έχει μεγάλη σημασία για τους Έλληνες πολίτες να ξέρουν ότι οι καταθέσεις τους, οι σχέσεις που έχουν με τις τράπεζες –γιατί όλοι έχουμε μιας μορφής σχέση με τις τράπεζες– είναι ασφαλείς και είναι σταθερές.
Νομίζω ότι μπορούμε να είμαστε ήρεμοι και αναμφισβήτητα με συνεχή επαγρύπνηση. Η Κυβέρνηση οφείλει να επαγρυπνά νυχθημερόν, έτσι ώστε να διασφαλίζει πράγματι απ’ αυτή την κρίση που μας έρχεται τα συμφέροντα της χώρας. Νομίζω ότι μπορούμε να αναμένουμε μια επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης.
Δύσκολα είναι τα πράγματα, αλλά πιστεύω ότι με μία σταθερή πολιτική θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε αυτή την κρίση.
Να περάσουμε τώρα λίγο στα εσωτερικά θέματα και στα θέματα που έχουν απασχολήσει την επικαιρότητα. Ξεκινήσαμε πριν ένα μήνα με την υπόθεση Βατοπαιδίου και είδαμε τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ηγουμένου και των συνεργατών του. Από εκεί και πέρα, βλέπουμε μία κυβερνητική κρίση, με την παραίτηση του κ. Βουλγαράκη αλλά και με όλα αυτά που έχουν διαδραματιστεί. Πιστεύετε πως στην υπόθεση Βατοπαιδίου υπάρχουν και πολιτικές ευθύνες;
Θέλω να είμαι τελείως ξεκάθαρη· η υπόθεση του Βατοπαιδίου έχει ενοχλήσει και έχει θα έλεγα και εξοργίσει τους πολίτες. Είναι πρωτόγνωρο το φαινόμενο για το δικό μας κώδικα αξιών να βλέπει κανείς επιχειρηματικές δραστηριότητες καλογέρων.
Από εκεί και πέρα, όμως, υπάρχει και μια παράδοση στην Ελλάδα τα μοναστήρια να έχουν περιουσία. Θεωρώ λοιπόν ότι μιλάμε σε τρία επίπεδα.
Το πρώτο επίπεδο είναι τι πραγματικά έγινε και πως χρειάζεται αναμφισβήτητα να υπάρξει πλήρης διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης. Θεμελιώδες ερώτημα: Ποιος μπορεί να το κάνει αυτό; Μπορεί να το κάνει ο δημοσιογράφος; Μπορεί να το κάνει ο πολιτικός; Ή πρέπει να το κάνει η εντεταλμένη Δικαιοσύνη; Η δική μου απάντηση είναι ότι πρέπει να το κάνει η εντεταλμένη Δικαιοσύνη.
Ποιος είναι ο ρόλος του πολιτικού από εκεί και πέρα; Ο ρόλος του πολιτικού είναι, από την ώρα που βλέπει ότι κάτι δεν πάει καλά, να πάρει εκείνες τις αποφάσεις οι οποίες θα σταματήσουν τις όποιες διοικητικές πράξεις και, ταυτόχρονα, να πάρει την απόφαση επιστροφής στο status quo ante, όπως λέγεται στην εξωτερική πολιτική, δηλαδή στο προηγούμενο καθεστώς. Αυτός είναι ο ρόλος του πολιτικού.
Αυτές οι αποφάσεις ελήφθησαν από την Κυβέρνηση στο σύνολο και εφαρμόζονται σήμερα και υλοποιούνται. Έχουμε λοιπόν το θέμα της διαλεύκανσης από τη Δικαιοσύνη, η οποία πάντοτε, να ξέρετε, κάνει τη δουλειά της. Δεν την κάνει βέβαια στους χρόνους που θα θέλαμε εμείς ή τα δελτία των 8. Θέλει το δικό της χρόνο, ακριβώς διότι πρέπει να είναι σοβαρή και τεκμηριωμένη η όποια απόφαση.
Ας περιμένουμε λοιπόν τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης και ό,τι προκύψει από εκεί μην αμφιβάλλετε ότι θα γίνει όχι μόνο σεβαστό, αλλά θα γίνει αποδεκτό από το σύνολο της κοινωνίας και, βεβαίως, από την ελληνική Κυβέρνηση.
Η Κυβέρνηση μετά τη διαγραφή του κ. Δαϊλάκη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα, στηρίζεται σε 151 βουλευτές, και ένας από αυτούς είναι και ο κ. Τατούλης, τις απόψεις του οποίου γνωρίζουμε. Πολλές φορές, μάλιστα, έχει καταφερθεί και ενάντια σε εσάς προσωπικά. Στην περίπτωση που ο κ. Τατούλης επανέλθει με παρόμοιες δηλώσεις, πιστεύετε ότι θα πρέπει να έχει την ίδια τύχη με τον κ. Δαϊλάκη;
Ακούστε να σας πω τελείως ειλικρινώς: ανήκω στους ανθρώπους που η πολιτική μου διαδρομή είναι γνωστή. Έχω δώσει μάχες για την εσωκομματική δημοκρατία και για το δικαίωμα του λόγου των στελεχών και των βουλευτών διαχρονικά στην πολιτική μου διαδρομή.
Θέλω όμως να ξεχωρίσω δυο πράγματα. Υπάρχει η ελευθερία του λόγου, η οποία είναι απολύτως σεβαστή μέσα στα θεσμοθετημένα όργανα ενός κόμματος. Η πολιτική ζωή του τόπου όμως δεν είναι ζούγκλα. Δουλεύει το κοινοβουλευτικό μας σύστημα με κόμματα τα οποία έχουν δικά τους αντανακλαστικά και λειτουργούν δημοκρατικά και οι αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται γίνονται σεβαστές από όλους.
Εμένα προσωπικώς πολλές αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν στο παρελθόν δεν με έβρισκαν σύμφωνη. Είχα καταθέσει διαφορετικές πρότασεις σε διάφορα συνέδρια της Νέας Δημοκρατίας, θεωρούσα όμως πάντα ότι η απόφαση της πλειοψηφίας είναι αυτή η οποία ορίζει την πολιτική των κομμάτων.
Άρα, διαφορετικό πράγμα η θεσμοθετημένη ελευθερία του πολιτικού λόγου και η υποχρέωση του βουλευτή να επισημαίνει τα κακώς κείμενα, να διαφωνεί μαζί μου ή με όποιον άλλον και εγώ με τη σειρά μου, να προσπαθήσω να τον πείσω για τη ορθότητα των δικών μου θέσεων. Είμαστε συνάδελφοι στο ίδιο κόμμα, βρισκόμαστε στην ίδια βάρκα, θέλουμε το καλό της παράταξης και οι δύο. Όμως, άλλο αυτό που σας περιγράφω και άλλομια πολιτική στάση η οποία μπορεί να οδηγήσει σε τέτοιου είδους πρόβλημα για την Κυβέρνηση, που να υπονομεύσει ουσιαστικάτην άσκηση της πολιτικής. Είναι δυο διαφορετικά θέματα.
Εμείς σήμερα έχουμε δεδομένες ευθύνες και υποχρεώσεις. Κι είμαι σίγουρη ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας στο σύνολό της, η οποία έχει την ευθύνη απέναντι στους πολίτες που την εμπιστεύτηκαν θα ανταποκριθείστο αιτήμα της κοινωνίας. Η κοινωνία επιθυμεί η Κυβέρνηση να δουλέψει σκληρότερα. Επαναλαμβάνω ότι βαθιά μου πεποίθηση είναι ότι θα ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση με αίσθημα ευθύνης.
Άρα είστε σύμφωνη με την τακτική που εφαρμόζει ο κ. Πρωθυπουργός και επιβάλλει την πειθαρχία στα μέλη και στην Κοινοβουλευτική Ομάδα αλλά και σε στελέχη του Κόμματος.
Σας είπα, δεν μπορεί να οδηγηθούμε, ο καθένας από την όποια προσωπική αν θέλετε και σεβαστή άποψη, να δημιουργήσουμε θέμα στη λειτουργία μιας Κυβέρνησης, η οποία στόχο έχει να λύσει τα προβλήματα του τόπου.
Ξέρετε πόσο άσχημα νιώθει ένας πολιτικός όταν βγαίνει –κι ανήκω σε αυτούς οι οποίοι κυκλοφορούν έξω, είμαι σε άμεση επαφή με τον κόσμο– να του λένε: «Μα εδώ εμείς έχουμε προβλήματα και εσείς παίζετε μεταξύ σας;». Έχουν δίκιο οι άνθρωποι.
Άρα, ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνηση έχουν υποχρέωση να κυβερνήσουν, να οδηγήσουν τον τόπο σε δύσκολη ώρα, αναμφισβήτητα δύσκολη ώρα. Η Ελλάδα χρειάζεται σταθερότητα αυτή τη στιγμή. Χρειάζεται σταθερή πορεία, χρειάζεται στόχους.
Απ’ ό,τι μας λέτε, κυκλοφορείτε κι εσείς και βρίσκεστε σε επαφή με τον κόσμο, αλλά υπάρχουν και οι δημοσκοπήσεις, που δείχνουν τη Νέα Δημοκρατία, αυτή τη στιγμή, να υπολείπεται του ΠΑΣΟΚ από μια 1 έως και 2,5 δημοσκοπικές μονάδες. Στην ανάλυση όμως, στα ποιοτικά χαρακτηριστικά, βλέπουμε πως στη Νέα Δημοκρατία δεν υπάρχει η συσπείρωση στη βάση της και ένα δεύτερο στοιχείο είναι πως ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς που υποστηρίζουν πως ψηφίζουν Νέα Δημοκρατία, 1 στους 4 περίπου, αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα του Πρωθυπουργού. Θέλω να μου σχολιάσετε αν έχετε κι εσείς αυτή την εκτίμηση κι αν φοβάστε ότι μπορεί να παγιωθεί αυτή η κατάσταση μέσα στον επόμενο χρόνο.
Η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη δυσκολία από όλες που έχει αντιμετωπίσει την τελευταία πενταετία. Εμένα όμως δεν με τρομάζουν αυτές οι δημοσκοπήσεις. Έχω δει δημοσκοπήσεις και παλαιότερα που έφερναν το ΠΑΣΟΚ δεύτερο επί 3 χρόνια, παγιωμένα δεύτερο, και τελικάπήρε τις εκλογές. Επιπλέον οι τελευταίες μετρήσεις δείχνουν ότι τα πράγματα βελτιώνονται για τη Νεα Δημοκρατία.
Σε κάθε περίπτωση οι δημοσκοπήσεις είναι ένα μήνυμα εγρήγορσης, σκληρότερης δουλειάς, μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας. Αναμφισβήτητα, είναι αυτό τομήνυμα και αναμφισβήτητα αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το σύνθημα εδόθηαπό τον ίδιο Πρωθυπουργό: Πρέπει να αποδώσουμε. Αυτό ζητάει ο κόσμος από εμάς.
Αντιλαμβάνεται ο κόσμος τις δυσκολίες. Ξέρει για τη διεθνή κρίση, ξέρει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, ο κόσμος έχει συνείδηση. Θέλει όμως από εμάς να δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό και αυτό πρέπει να το κάνουμε.
Είναι όμως και πολλοί βουλευτές αλλά και κομματικά στελέχη που δημόσια λένε ότι δεν μπορούν να απολογούνται στους ψηφοφόρους στις εκλογικές Περιφέρειες αλλά και στον κόσμο γενικότερα, για κάποιες συμπεριφορές ορισμένων Υπουργών, είτε για τον τρόπο ζωής τους είτε για την αλαζονική συμπεριφορά που αρκετοί επιδεικνύουν. Εσείς θα συμβουλεύατε τον Πρωθυπουργό να προχωρήσει σε ανανέωση κάποιων προσώπων;
Αυτό είναι αποκλειστική ευθύνη του Πρωθυπουργού, είναι ένα δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο και το ξέρετε καλά. Και θα μου επιτρέψετε να μην δημοσιοποιήσω τι συζητάμε κατ’ ιδίαν με τον Πρωθυπουργό. Θα έλεγα όμως ένα πράγμα: Η αλαζονεία δεν συγχωρείται και δεν έχει δικαίωμα κανείς να στέλνει μηνύματα αλαζονείας.
Από την άλλη μεριά, ο τρόπος με τον οποίο ζει και συμπεριφέρεται ο πολιτικός κρίνεται από τους ίδιους τους πολίτες. Η διαφορά μεταξύ οποιασδήποτε άλλης δουλειάς και του βουλευτή, είναι ότι ο βουλευτής κρίνεται και ψηφίζεται ή καταψηφίζεται από τον κόσμο. Γι’ αυτό και πρέπει όλοι να θυμόμαστε ότι κανείς δεν είναι δεμένος με την καρέκλα του, δεν υπάρχει κόλλα για τις υπουργικές καρέκλες, δεν υπάρχει κόλλα και για τις βουλευτικές καρέκλες.
Θα μου επιτρέψετε να κάνω κι άλλη μια ερώτηση πάνω σε αυτό το θέμα. Σε έναν ανασχηματισμό πιστεύετε ότι εσείς έχετε ολοκληρώσει το έργο σας στο Υπουργείο Εξωτερικών; Θα θέλατε, δηλαδή, να μετακινηθείτε σε άλλο Υπουργείο;
Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μου ζητηθεί να κάνω κάτι και να αρνηθώ. Είμαι ένα μαχόμενο στέλεχος αυτής της Παράταξης, συνειδητά, δε, στέλεχος αυτής της παράταξης, την οποία δεν πρόδωσα ποτέ. Δεν την έβαλα, δε, και σε κανενός είδους κίνδυνο, όταν – επειδή έχει πολυτάραχη πορεία η Παράταξη αυτή – υπήρχαν προβλήματα. Πάντοτε και διαχρονικά η επιλογή μου ήταν η στήριξη, και η συσπείρωση, η διεύρυνση και η ενδυνάμωση της παράταξης. Άρα, πιστέψτε με, ότι ό,τι μου ζητηθεί να κάνω, θα το κάνω.
Μπορεί να είναι πολύ νωρίς ακόμη για οποιαδήποτε συζήτηση για διαδοχή του Προέδρου, του κ. Καραμανλή…
Δεν υπάρχει τέτοιο θέμα.
Άλλωστε ο ίδιος δήλωσε ότι δεν προτίθεται να συνταξιοδοτηθεί. Όμως ήδη έχει αρχίσει να συζητείται η επόμενη ημέρα στη Νέα Δημοκρατία, αν αυτή χάσει – και όποτε χάσει – τις εκλογές.
Δεν θα μπω εγώ σε αυτή τη συζήτηση. Διότι δεν θα χάσει.
Αν τις χάσει, όμως, δεν είναι στις φιλοδοξίες σας να διεκδικήσετε την αρχηγία, όταν το κόμμα το χρειαστεί, όταν φτάσει δηλαδή σε τέτοιο σημείο η Νέα Δημοκρατία;
Η φιλοδοξία μου αυτή τη στιγμή είναι να ανταποκριθεί αυτή η Κυβέρνηση στις απαιτήσεις του λαού. Ο πολίτης έχει προβλήματα, βλέπει το πετρέλαιο να έχει εκτοξευτεί, τις τιμές της βενζίνης να έχουν ανέβει, τις τιμές των τροφίμων επίσης, μια διεθνή κατάσταση που προκαλεί ανασφάλεια σε όλες τις κοινωνίες. Ξέρετε, λόγω των συνεχών επαφών μου στο εξωτερικό, έχω τη δυνατότητα ναγνωρίζω τι γίνεται σε ολόκληρο τον κόσμο.Οι λαοί και οι κοινωνίες αγωνίζονται άλλες για να έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν στην κυριολεξία το ψωμί που τρώνε και άλλες παλεύουν με τον πληθωρισμό και τις αδυναμίες που υπονομεύουν την ανάπτυξη και το εισόδημα του. Οι πολίτες σήμερα σε όλο τον κόσμο δεν μας δίνουν το δικαίωμα προσωπικών παιχνιδιών. Απαιτούν από εμάς ενδιαφέρον, τόλμη, πρωτοβουλίες, λύσεις. Θέλουν χειροπιαστό αποτέλεσμα.
Σε περίπτωση που γίνουν εκλογές, είτε η Κυβέρνηση μείνει με 150 βουλευτές είτε επειδή θα αποφασίσει ο Πρωθυπουργός ότι χρειάζεται νέα εντολή από τον ελληνικό λαό για να συνεχίσει το μεταρρυθμιστικό του έργο, και το αποτέλεσμα των εκλογών αυτών είναι τέτοιο (όπως, άλλωστε, φαίνεται και από τις δημοσκοπήσεις) που να μην μπορεί να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση, βλέπετε εσείς, από τα ήδη υπάρχοντα Κόμματα στη Βουλή, να υπάρχει συνεργασία με κάποιο από αυτά για συγκυβέρνηση; Θεωρείτε εφικτό να συγκυβερνήσετε με ένα από τα κόμματα που είναι σήμερα στη Βουλή;
Δεν το βλέπω αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Πρέπει να σας πω ότι – και το λέω αυτό με αίσθημα μεγάλης ευθύνης – το χειρότερο σενάριο για τη χώρα, από όλα τα σενάρια, είναι το σενάριο της ακυβερνησίας. Η Ελλάδα δεν μπορεί να μείνει ακυβέρνητη ούτε μία μέρα. Χρειάζεται σταθερή Κυβέρνηση, πυξίδα, στόχους και πολύ μεγάλο αγώνα από την Κυβέρνηση. Άρα το χειρότερο σενάριο που θα μπορούσε ποτέ να επιλέξει ο ελληνικός λαός είναι το σενάριο της ακυβερνησίας.
Κυρία Υπουργέ, το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ το αποκλείετε; Το γερμανικό μοντέλο δεν θα μπορούσε να ισχύσει και στην Ελλάδα;
Στην πολιτική δεν μπορείς ποτέ να αποκλείσεις τίποτε. Επειδή όμως έχω ζήσει Κυβερνήσεις συνασπισμού, ποτέ στην Ελλάδα οι Κυβερνήσεις συνασπισμού δεν κάνουν ένα βήμα μπροστά. Δυστυχώς, οποτεδήποτε υπήρξαν, τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά, έως αρνητικά.
Μια τελευταία ερώτηση, κα Υπουργέ. Το Νοέμβριο έχουμε τις εκλογές στην Αμερική. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, αν θα εκλεγεί ο Ομπάμα ή ο ΜακΚέιν, βλέπετε να υπάρχει αλλαγή πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών τόσο απέναντι στη χώρα μας όσο και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων;
Η άποψη ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική αλλάζει τόσο πολύ ανάλογα με τους Προέδρους που κυριάρχησε στην Ελλάδα κάποια στιγμή στο παρελθόν, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Υπάρχει μια συλλογική μνήμη στα Υπουργεία Εξωτερικών όλων των χωρών. Γι’ αυτό και βλέπετε ότι το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών έχει συνέχεια.
Αλλάζουν οι Υπουργοί, αλλάζουν τα Κόμματα, είναι ελάχιστες όμως οι διαφοροποιήσεις. Γι’ αυτό κι έχω πει πολλές φορές ότι εμείς οι Έλληνες έχουμε κοινούς εθνικούς στόχους, δεν διαφέρουν σε κόκκινους, μπλε ή πράσινους. Αυτό δεν ισχύει μόνο για μας, ισχύει και για άλλες χώρες. Άρα δεν νομίζω ότι μπορεί κανένας να αναμένει θεαματικές αλλαγές στις προτεραιότητες των χωρών στην εξωτερική τους πολιτική.