Ομιλίες

Ομιλία στα εγκαίνια του ΚΕΝΕΠ «Παύλος Μπακογιάννης»

Τετάρτη, 31 Ιαν 2001

Κύριε Πρόεδρε,

Κυρίες και κύριοι,

Αγαπητοί φίλοι,

Θα αρχίσω εκφράζοντας τις θερμές μου ευχαριστίες προς όλους εκείνους, καθηγητές, ανθρώπους της δράσης, φοιτητές, διανοητές, ανθρώπους που συνεχίζουν να αναζητούν την ανανέωση του δημόσιου βίου μας με νέες ιδέες, για τον ενθουσιασμό με τον οποίο εργάστηκαν για να τεθούν οι βάσεις δημιουργίας του Κέντρου Νέας Πολιτικής «Παύλος Μπακογιάννης». Το Κέντρο είναι κατ’ εξοχήν δικό τους δημιούργημα και η πορεία του εφεξής θα είναι δική τους ευθύνη. Χαίρομαι που συνετέλεσα, όσο συνετέλεσα ως τώρα, και θα βρίσκομαι πάντοτε στο πλευρό σας κύριε Πρόεδρε.

Θα συνομιλώ, θα ενθαρρύνω και θα ωφελούμαι από τη δουλειά του Κέντρου, αλλά δεν θα ωφελούμαι περισσότερο από οιονδήποτε που θα θελήσει να αξιοποιήσει τις ιδέες και τις προτάσεις του Κέντρου – πού θα είναι κτήμα όλων.

Κύριε Πρόεδρε,

Πολύ σωστά αναφέρατε ότι δυστυχώς, στον τόπο μας, οι πολιτικές δυνάμεις έχουν απορροφηθεί από μια διαχειριστική λογική! Δεν μπορεί όμως να τις κατηγορήσει κανείς και πολύ γι’ αυτό, δεδομένου ότι διεθνώς επεκράτησε – εδώ και μια δεκαετία – η εντύπωση περί του τέλους των ιδεολογιών και της de facto πολιτικής σύγκλισης, πράγματα που είναι, εν μέρει τουλάχιστον, αληθή.

Αλλά οι εξελίξεις των τελευταίων δέκα ετών κατέδειξαν ότι η επικράτηση του φιλελευθερισμού δεν έλυσε όλα τα παλιά προβλήματα, ενώ καινούργια ανεφύησαν. Βασικό αίτημα παραμένει, πολύ απλά, η γεφύρωση της ανάγκης για οικονομική αποτελεσματικότητα μιας χώρας (ή ενός συνόλου χωρών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση) με διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.

Υπάρχουν «φιλελεύθερες» λύσεις σήμερα για παραδοσιακώς «αριστερά», ας το πούμε έτσι, αιτήματα. Ορισμένες παλιές «αριστερές» αξίες, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη μπορούν τώρα να υπηρετηθούν με τα όπλα του σύγχρονου φιλελευθερισμού.

Και υπάρχουν παλιές φιλελεύθερες αξίες, όπως η μεγιστοποίηση της ελευθερίας, η ελεύθερη επιλογή, η οικονομική ανταγωνιστικότητα, που μπορούν να ζωογονηθούν από την απλή παραδοχή ότι ο σεβασμός του ατόμου, η ατομικότητα και η ανάγκη για οικονομική αποδοτικότητα, δεν αλλάζει το βασικό γεγονός ότι παραμένουμε κοινωνικά όντα, άνθρωποι που χαιρόμαστε διότι τέλειωσε μια γέφυρα σε μια μακρινή γωνιά της Ελλάδος απ’ την οποία δεν περνάμε ποτέ, άνθρωποι που πονάμε για ένα σεισμό στην Τουρκία.

Αγαπητοί φίλοι,

Εμείς οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι, έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Έχουμε ένα «ένστικτο κοινότητας», είμαστε, όπως το είπα ήδη, «κοινωνικά όντα».

Από την άλλη μεριά έχουμε την ανάγκη να αισθανόμαστε ελεύθεροι, να μπορούμε να κάνουμε τις επιλογές που θέλουμε σε όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς, να δημιουργούμε – με τις οποίες ικανότητες διαθέτουμε.

Θέλουμε επίσης να αισθανόμαστε εκτίμηση προς τον εαυτό μας, να έχουμε αναγνώριση από τους άλλους, να ζούμε με αξιοπρέπεια. Αυτές τις ανάγκες, της ελευθερίας, της δημιουργίας, της κοινότητας, της αλληλεγγύης και της αξιοπρέπειας προσπαθούμε να τις ικανοποιήσουμε ζώντας μέσα σε μία κοινωνία. Όμως, τι είδους κοινωνία μπορεί να ικανοποιήσει αυτές τις συγκεκριμένες ανάγκες; Τι είδους κοινωνία είμαστε σήμερα; Τι είδους κοινωνία θέλουμε να είμαστε σε δέκα – είκοσι χρόνια;

Όσοι πήραμε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία του ΚΕΝΕΠ πιστεύουμε ότι μια συζήτηση γύρω απ’ αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα λείπει σήμερα στην Ελλάδα. Ποιοί είμαστε; Ποια είναι τα θέματα που έχουν σημασία; Γιατί είμαστε μαζί και, κυρίως, πώς μπορούμε να ζούμε μαζί καλύτερα από ό,τι σήμερα;

Ο σοφός ηγέτης του κινήματος ανεξαρτησίας των Ινδιών, ο Μαχάτμα Γκάντι έλεγε ότι: «τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα είναι: πλουτισμός χωρίς εργασία, ψυχαγωγία χωρίς ευσυνειδησία και μέτρο, γνώση χωρίς χαρακτήρα, επιχειρηματική συνδιαλλαγή χωρίς ηθική, επιστήμη χωρίς ανθρωπιά, πίστη χωρίς θυσία και πολιτική χωρίς αρχές».

Η εποχή μας τον δικαιώνει. Ο κόσμος μας ρέπει προς τα θανάσιμα αμαρτήματα. Δεν έχει μέτρο. Έχει νοθεύσει το χαρακτήρα, απαξίωσε τις αρχές, αρέσκεται στην ήσσονα προσπάθεια, βολεύεται με την προώθηση των συμφερόντων, υπολογίζει μόνο την ισχύ.

Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Έχει όμως ιδιαίτερη έξαρση στην ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων χρόνων. Σήμερα τα σχολεία μας δεν προσφέρουν αυτό που πράγματι αναζητά η κοινωνία μας. Το ίδιο και τα νοσοκομεία, η εκκλησία, αλλά και τα πολιτικά κόμματα. Και πώς θα μπορούσαν να το κάνουν, αν προηγουμένως η κοινωνία δεν αποσαφηνίσει, ως αποτέλεσμα ευρείας, οργανωμένης συζήτησης, σε τι προσβλέπει και τι αναζητά απ’ αυτούς και από άλλους θεσμούς; Αυτή είναι η ελλείπουσα μεγάλη συζήτηση.

Χωρίς συμφωνία για τους λόγους για τους οποίους αποτελούμε μια κοινότητα και για το που θέλουμε να πάμε όλοι μαζί, δεν θα αναπτύξουμε νέους θεσμούς και δεν θα βελτιώσουμε τους παλιούς. Θα οδηγούμαστε ολοένα περισσότερο σε κοινωνική απόκλιση, όχι σε συνοχή.Εάν και όταν όμως ξεκινήσουμε μια ευρεία, οργανωμένη, αδιάκοπη συζήτηση, σύντομα θα συνειδητοποιήσουμε ότι και οι άλλοι γύρω μας, όσο διαφορετικοί και αν είναι, συμμερίζονται την ανάγκη του προσδιορισμού, της χάραξης κατεύθυνσης και της δέσμευσης. Όπως θα μπαίνουμε πιο βαθιά και πιο πετυχημένα στη συζήτηση αυτή, θα αρχίσουμε να δουλεύουμε περισσότερο μαζί παρά να διαφωνούμε και να προσπαθούμε, συχνά βίαια, να πείσουμε τους άλλους ότι κατέχουμε έχει την απόλυτη αλήθεια.

Τα κόμματα, θα έλεγε κανείς, έχουν την υποχρέωση να πρωτοστατήσουν στη συζήτηση αυτή. Επειδή όμως( κατά γενική παραδοχή) σήμερα κυριαρχεί η διαχειριστική λογική, ίσως δεν είναι οι καταλληλότεροι θεσμοί, σ’ αυτή τη φάση, για να ξεκινήσουν και να αναπτύξουν αυτή τη συζήτηση. Αυτό το κενό φιλοδοξούμε να καλύψουμε, σε κάποιο βέβαια βαθμό, με το Κέντρο που δημιουργήσαμε και σας παρουσιάζουμε σήμερα. Με το Κέντρο που δεν φέρει τον τίτλο “Νέας Πολιτικής”, ούτε το όνομα του Παύλου Μπακογιάννη, κατά τύχη.

Αργήσαμε κάπως – και νομίζω ότι καλά κάναμε. Είχαμε πολλές συζητήσεις, πολύ καιρό πριν ξεκινήσει το ΚΕΝΕΠ, για να αρχίσουμε να καταλήγουμε στο τι κοινωνία θέλουμε να είμαστε.Θέλουμε μια κοινωνία με ελευθερία, με δημιουργικότητα, με αξιοπρέπεια και με συνοχή. Το να επιτευχθεί αυτό ασφαλώς δεν είναι εύκολο, ίσως μάλιστα και ο τρόπος δεν είναι ακόμα πλήρως γνωστός. Αυτό όμως δεν είναι λόγος για να μην προσεγγίσουμε το θέμα, τουλάχιστον όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε. Προς την κατεύθυνση αυτή, λοιπόν, θα διατυπώσουμε μερικές πρώτες σκέψεις που ελπίζουμε ότι θα λειτουργήσουν ως ερεθίσματα για να μπει σε κίνηση η διαδικασία μιας ευρείας, οργανωμένης και γόνιμης συζήτησης.

Κυρίες και κύριοι,

Αγαπητοί φίλοι,

Εφόσον το μέγα ζητούμενο σήμερα είναι να εμπλουτισθεί με την κοινωνική διάσταση ο φιλελευθερισμός η αναμόρφωση του κοινωνικού κράτους όχι μόνο καθίσταται κύρια προτεραιότητα, αλλά πρέπει και να επιδιωχθεί πάνω σε νέες βάσεις.Υπάρχουν ορισμένες κατευθυντήριες αρχές που αναδύθηκαν από τις συζητήσεις μας και που δεν είναι βέβαια δογματικές, ούτε καν δεσμευτικές.

Είναι όμως ερεθίσματα για να αρχίσουμε να συζητάμε πάνω σε νέες βάσεις – και με φρέσκα μυαλά.

 Είναι καλύτερο οι πόροι να κατευθύνονται κυρίως προς τα πρόσωπα εκείνα – ή τις κοινωνικές ομάδες – που πραγματικά έχουν ανάγκη των κοινωνικών υπηρεσιών και όχι να διασπαθίζονται προς κάθε κατεύθυνση. Όσο μεγαλύτερη η διασπορά των ευεργετημάτων, τόσο μικρότερη η αποτελεσματικότητά τους.

 Χρειάζεται, ακόμα, μια σταδιακή αντικατάσταση του σημερινού συστήματος, στο οποίο κυριαρχεί ή καθολικότητα, με ένα σύστημα πιο εξατομικευμένων και συγκεκριμενοποιημένων παροχών

 Απαιτείται, παράλληλα, για τους μη έχοντες πράγματι ανάγκη, μια μείωση των προσδοκιών ότι το κράτος πρέπει να αναλαμβάνει πλήρη ευθύνη για τα πάντα. Χρειάζεται μεγαλύτερη έμφαση στην ανάγκη ανάληψης περισσότερης ευθύνης από τα εύπορα στρώματα, σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο, για την αντιμετώπιση θεμάτων όπως η πρόνοια ή η ασφάλιση.

 Στην κοινωνία – και ειδικότερα στην πρακτική της κοινωνικής αλληλεγγύης – χρειάζεται, πέρα απ’ τους υπάρχοντες τομείς (τον δημόσιο και τον ιδιωτικό) να αναπτυχθεί και ένας τρίτος, μη κρατικός αλλά και μη κερδοσκοπικός, που θα μπορούσε να αποκληθεί «κοινωνικός τομέας».

Ο τομέας αυτός μπορεί να συνεισφέρει, με τους κατάλληλους φορείς, τις ομάδες ή τις επιμέρους κοινότητες, στην αντιμετώπιση πολυάριθμων και πολυποίκιλων αναγκών, κατά προτίμηση σε όσο το δυνατόν πιο κοντινό προς τον πολίτη επίπεδο (νομός, δήμος, ενορία). Είναι περιττό να τονίσουμε ότι, για να μετατρέψουμε τις καλές προθέσεις σε αποτελέσματα, πρέπει οι φορείς αυτού του κοινωνικού, μη κρατικού, μη κερδοσκοπικού τομέα, να διαθέτουν τον επαγγελματισμό που οι Αγγλοσάξωνες αποκαλούν professional management. Το θέμα με την ανάπτυξη του τρίτου αυτού τομέα, του κοινωνικού, δεν είναι εάν μπορούμε να το κάνουμε, αλλά εάν έχουμε την πολυτέλεια να μην το κάνουμε, έτσι όπως εξελίσσονται οι ανάγκες της κοινωνίας μας.

Κυρίες και κύριοι,

Θα πρέπει ακόμα να ξανακοιτάξουμε, με εξίσου φρέσκια ματιά, τις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας μας και να σταματήσουμε να χαρακτηρίζουμε “συντηρητισμό” το ενδιαφέρον γι’ αυτές – ή κάθε μέτρο που μοιάζει κατ’ αρχήν “προοδευτικό” να το θεωρούμε και κοινωνικά ορθό. Ας κοιτάξουμε την οικογένεια, πάνω από όλα. Τη γυναίκα και τη ζωή της, όπως την ζεί στην πράξη.

Πάρτε για παράδειγμα το συναινετικό διαζύγιο. Χαιρετίστηκε στη δεκαετία του ’80, όταν εισήχθη από το ΠΑΣΟΚ, ως ο κατ’ εξοχήν προοδευτικός θεσμός. Όπως όμως έχει δείξει μια σειρά κοινωνικών και οικονομικών ερευνών, τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε άλλες χώρες, η φιλελευθεροποίηση του δικαίου του διαζυγίου – και ιδίως το αυτόματο διαζύγιο – οδηγεί σχεδόν πάντα σε δυσβάσταχτες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες πολλές γυναίκες, ιδίως εκείνες που δεν απασχολούνται εξωοικιακά κατά τη διάρκεια του γάμου τους, δηλαδή τις νοικοκυρές.

Με δεδομένες τις αρνητικές αυτές οικονομικές επιπτώσεις που έχει το διαζύγιο στις νοικοκυρές το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι αν τα δικαστήρια προστατεύουν τα δικαιώματα των νοικοκυρών μετά το διαζύγιο, κυρίως όσον αφορά στο θέμα τη διατροφής και στην αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Η απάντηση την οποία δίνει μια άξια νέα επιστήμων, η Δρ. Τσαούση-Χατζή, μετά από μελέτη 600 αποφάσεων ελληνικών δικαστηρίων, είναι αρνητική.

Η εφαρμογή του νέου δικαίου του διαζυγίου από τους Έλληνες δικαστές απέτυχε να προστατέψει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των νοικοκυρών μετά το διαζύγιο. Συμπέρασμα: καλό το συναινετικό διαζύγιο, αλλά και οι παρενέργειες πρέπει να αντιμετωπιστούν.

Να ένα παράδειγμα, κυρίες και κύριοι, πως το προοδευτικό μετατρέπεται στην πράξη ενίοτε σε αναχρονιστικό. Γι’ αυτό και επιμένουμε πως το ΚΕΝΕΠ πρέπει να εξετάσει με μια φρέσκια ματιά όλα τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα.

Μιλάμε όλοι – πολύ σωστά – για την ανεργία – και για τις χαμηλές αποδοχές των εργαζομένων. Αλλά, πέραν αυτών, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μισθωτοί και γενικώς οι βιοπαλαιστές είναι η συνεχής επιδείνωση της ποιότητας ζωής στον χώρο στον οποίο ζούν. Το περιβάλλον της γειτονιάς, η ασφάλεια, τα σχολεία είναι τρεις ουσιαστικοί συντελεστές της ποιότητας ζωής μιας οικογένειας, η κατάσταση των οποίων χειροτερεύει κάθε χρόνο στις υποβαθμισμένες περιοχές των μεγάλων αστικών μας κέντρων και ιδίως της Αθήνας.

Ό,τι κερδίζει ο εργαζόμενος από τη μείωση του πληθωρισμού το χάνει από την προσπάθειά του να διατηρεί σε σταθερά επίπεδα την ποιότητα της ζωής του. Προκειμένου π.χ. να αποφύγει την εγκληματικότητα θα πρέπει να μετακομίσει σε ακριβότερη συνοικία. Προκειμένου να μάθει πέντε γράμματα το παιδί του θα πρέπει να το στείλει σε ιδιωτικό σχολείο, κ.ο.κ.

Εν τούτοις ο εργαζόμενος δεν λαμβάνει καμιά οικονομική ενίσχυση από το κράτος, ούτε καμιά φοροαπαλλαγή, για το κόστος το οποίο αντιμετωπίζει ώστε να διατηρήσει την ποιότητα της ζωής του σε ανεκτό επίπεδο.

Αγαπητοί φίλοι,

Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι απλώς η αύξηση των δαπανών ενός απρόσωπου κοινωνικού συστήματος. Είναι η προσωποποίηση και η εξειδίκευση του κοινωνικού συστήματος. Είναι η διαμόρφωση ενός κοινωνικού συστήματος το οποίο να λαμβάνει υπ’ όψιν τις ιδιαιτερότητες του κάθε ανθρώπου ή κοινωνικής ομάδας, δίνοντάς τους τις περισσότερες δυνατές εναλλακτικές επιλογές.

Δείτε το θέμα της ασφάλειας, εντονότατο σήμερα:

Στη Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του 1789, το δικαίωμα στην ασφάλεια τίθεται στο ίδιο επίπεδο με το δικαίωμα στην ελευθερία. Όταν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ασφαλής, δεν μπορεί να ασκήσει κανένα άλλο από τα δικαιώματά του, δεν είναι πραγματικά ελεύθερος.

Επίσης, η παρακμή του περιβάλλοντος στις λεγόμενες υποβαθμισμένες συνοικίες – η ρύπανση, τα γκράφιτι στους τοίχους, τα βανδαλισμένα δημόσια τηλέφωνα, ο θόρυβος από τα μπαρ, οι χώροι συγκέντρωσης τοξικομανών όλα αυτά είναι άμεσα συνδεδεμένα με το θέμα της ασφάλειας, διότι υποβοηθούν, είναι το κατάλληλο περιβάλλον, για την αύξηση της εγκληματικότητας.

Γι ‘αυτό και η αστυνομία δεν αρκεί, όπως σήμερα, να παρεμβαίνει αφού έχει διαπραχθεί το έγκλημα. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Ο ρόλος της αστυνομίας θα πρέπει να γίνει προληπτικός. Να υπάρχει καταπολέμηση όλων αυτών των παραγόντων που προκαλούν την αταξία και οδηγούν στην υποβάθμιση – στην παρακμή του περιβάλλοντος.

Κυρίες και κύριοι,

Το επίπεδο των οικονομικών ανισοτήτων σήμερα είναι άμεσα συνδεδεμένο με το επίπεδο των γνώσεων του ατόμου. Η διεύρυνση των ανισοτήτων εξαρτάται από το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των εξειδικευμένων και των ανειδίκευτων.

Η τελευταία έκθεση του Παγκόσμιου Ταμείου Εργασίας αποτυπώνει μια «γκρίζα» εικόνα. Νέες ανισότητες που διχάζουν τους πολίτες προκύπτουν από την εφαρμογή και την πρόοδο της τεχνολογίας.Οι σύγχρονες κοινωνίες βρίσκονται αντιμέτωπες με αυτό που έχει ονομασθεί ως «ψηφιακό χάσμα». Αυτό δεν χωρίζει μόνο τις ανεπτυγμένες από τις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά και τους φτωχούς από τους πλούσιους των ανεπτυγμένων χωρών και τις γυναίκες από τους άνδρες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η επανάσταση στην πληροφορική και η ραγδαία πρόοδος στις τηλεπικοινωνίες, σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, δεν αφορούν παρά μόνο το 20% των ανθρώπων του πλανήτη μας, αφού οι υπόλοιποι –για διαφόρους λόγους- δεν έχουν πρόσβαση στα νέα επιτεύγματα και στις νέες δυνατότητες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την έκθεση που σας ανέφερα, το 90% των χρηστών του Internet βρίσκεται στις ανεπτυγμένες χώρες – και κυρίως στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Αντιστοίχως, στην Αφρική και στην Ασία, οι χρήστες του διαδικτύου δεν ξεπερνούν το 1% του συνόλου των χρηστών παγκοσμίως!

Το «ψηφιακό χάσμα» όμως δεν εμφανίζεται μόνο γύρω από τις παλιές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ ανεπτυγμένου Βορρά και τριτοκοσμικού Νότου ή Δύσης και Ανατολής. Το «ψηφιακό χάσμα» πλήττει τη συνοχή και το εσωτερικό των ανεπτυγμένων κοινωνιών.

Σ΄ αυτές τις χώρες για παράδειγμα έχει αποδειχθεί ότι η πρόσβαση στο διαδίκτυο είναι, στο μεγαλύτερο ποσοστό, προνόμιο των ευπορότερων, των αποφοίτων ανωτέρων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των … ανδρών.

Με βάση τα στοιχεία του Παγκόσμιου Ταμείου Εργασίας το ποσοστό των γυναικών χρηστών του Internet στην Αμερική είναι το 38%, στην Ευρώπη το 25%, στη Ρωσία το 19%, στην Ιαπωνία το 18% και στη Μέση Ανατολή το 4%.

Στην εποχή όμως της κοινωνίας της πληροφορίας και της νέας οικονομίας ο αποκλεισμός από τις νέες τεχνολογίες συνεπάγεται αποκλεισμό από την εργασία. Αυτή τη νέα κοινωνική και πολιτική ανισότητα μόνο με έναν τρόπο μπορούν οι σύγχρονες κοινωνίες να την αντιμετωπίσουν : με μια σύγχρονη μαθητεία.

Το συμπέρασμα είναι ότι η Παιδεία είναι το μεγαλύτερο εφόδιο το οποίο μπορεί να έχει ο άνθρωπος στη ζωή του. Όπως δε δείχνουν όλες οι έρευνες, το πιο σημαντικό τμήμα της Παιδείας του παιδιού, αυτό που διαμορφώνει το χαρακτήρα του, είναι το δημοτικό σχολείο…

Όπως διαπιστώνει ο βραβευθείς φέτος με το Νόμπελ Οικονομικών Τζέιμς Χέκμαν, ο κυριότερος παράγοντας της βελτίωσης ενός σχολείου δεν είναι ούτε οι μικρότερες τάξεις, ούτε οι αυξημένες δαπάνες ανά μαθητή. Ο κυριότερος παράγοντας είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των σχολείων. Ο ανταγωνισμός παρέχει το κίνητρο στο σχολείο να μεταφέρει γνώσεις στους μαθητές. Όσο το δημόσιο λειτουργεί ως μονοπώλιο και δεν υφίστανται κυρώσεις απουσιάζουν τα κίνητρα βελτίωσης. Γι’ αυτό βλέπω με μεγάλο ενδιαφέρον την εξαγγελθείσα προς αυτή την κατεύθυνση πολιτική του νεοεκλεγέντος προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής κυρίου George W. Bush.

Δεν έχουμε το δικαίωμα, κυρίες και κύριοι, να θυσιάζουμε γενιές ολόκληρες νέων υποχρεώνοντας τις να παραμένουν σε αμφίβολης ποιότητας σχολεία μέχρι να «βελτιωθεί η δημόσια παιδεία». Εγώ δεν θα το έκανα ποτέ για τα δικά μου παιδιά, άρα δεν μπορώ να το επιβάλλω και στους άλλους.

Δεν μπορούμε να περιμένουμε, όπως λένε οι υποκριτές, «να γίνουν τα δημόσια σαν τα ιδιωτικά». Μέχρι τότε θα έχουν καταστραφεί ζωές. Το σύνθημα είναι εδώ και τώρα να έχει το κάθε παιδί τη δυνατότητα να πάει στο σχολείο που επιλέγουν οι γονείς του.

Για κάθε παιδί που πηγαίνει στο ελληνικό δημόσιο σχολείο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης του ΟΟΣΑ, το υπουργείο Παιδείας δαπανά τουλάχιστον 800.000 δραχμές το χρόνο για όσα παιδιά πηγαίνουν στο δημοτικό και, αντιστοίχως, 900.000 δραχμές για κάθε μαθητή του λυκείου. Τα χρήματα αυτά, είτε στο σύνολο τους η ένα μέρος τους (ανάλογα με την φορολογική κατάσταση του γονέα), θα μπορούσαν να δίνονται στον γονέα του παιδιού ο οποίος – στη συνέχεια – να επιλέγει αυτός το σχολείο, δημόσιο ή ιδιωτικό, για τα παιδιά του.

Το σύστημα αυτό, με διάφορες παραλλαγές, λειτουργεί ήδη στη Σουηδία, στη Δανία, στην Ολλανδία, στη νέα Ζηλανδία και επεκτείνεται τώρα στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες του κόσμου.

Κύριε Πρόεδρε,

Κυρίες και κύριοι,

Στη σύγχρονη εποχή όμως ανακύπτουν νέα θέματα από την πρόοδο της επιστήμης.

Μεγάλα ηθικά διλήμματα εγείρονται από την αποκρυπτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιόματος. Η πρόοδος της γενετικής και της βιοτεχνολογίας δημιουργούν περίπλοκα και δυσεπίλυτα ζητήματα βιοηθικής.

Ζητήματα που δεν ανήκουν στη σφαίρα της θεωρίας ή της επιστημονικής συζήτησης. Είναι μεγάλα και κρίσιμα θέματα πολιτικής. Είναι μέρος της νέας πολιτικής που πρέπει, τώρα, εμείς να διαμορφώσουμε.

Το εύρος του προβλήματος αποκαλύπτει ένας διακεκριμένος Αμερικανός καθηγητής γενετικής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Ο καθηγητής Τζόρτζ Τσερτς πρόσφατα υποστήριξε ότι το πρόβλημα που θα αντιμετωπίσουν στο άμεσο μέλλον οι ειδικοί, μετά την ολοκλήρωση της αποκρυπτογράφησης του γονιδιακού κύκλου, δεν είναι το αίτημα για παρέμβαση ώστε να μειωθούν οι θανατηφόρες ασθένειες, ούτε καν αυτό για την παρέμβαση στα έμβρυα έτσι ώστε να έχουμε ανθρώπους με υψηλό δείκτη ευφυΐας και άψογη εμφάνιση.

Το μέγα πρόβλημα, που κατά τον αμερικανό καθηγητή θα πάρει διαστάσεις επιδημίας, θα είναι η προοπτική παρέμβασης στο γονιδίομα των ενήλικων ατόμων. Προοπτική που θα σημάνει την περαιτέρω διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών.

Κύριε Πρόεδρε,

Κυρίες και κύριοι

Όλα αυτά δείχνουν ότι αυτά που διακυβεύονται στο μέλλον είναι πολύ μεγαλύτερα, πολύ πιο σημαντικά, από αυτά με τα οποία ασχολείται η τρέχουσα πολιτική. Γι΄ αυτό υποστηρίζουμε την αναγκαιότητα μιας νέας πολιτικής.

Η νέα εποχή φέρνει μαζί της νέα προβλήματα. Κάποια τα προσεγγίσαμε. Υπάρχουν και άλλα, όπως οι περιβαλλοντικές παρενέργειες της ανάπτυξης, η διαχείριση του αστικού χώρου και η ανάπτυξη των μεγάλων πόλεων, η προοπτική της γεωργίας μέσα από τις βιολογικές καλλιέργειες, το θέμα της μετανάστευσης και των επιδράσεων της, το δημογραφικό και οι παρενέργειες του στα κοινωνικοασφαλιστικά συστήματα.

Μια σειρά από καυτά προβλήματα τα οποία μέχρι τώρα είχαν μια τεχνοκρατική διάσταση, αλλά στη νέα εποχή γίνονται πρωτεύοντα, κυρίαρχα πολιτικά ζητήματα.

Αυτό είναι το εύρος των θεμάτων που πρέπει να απασχολήσει, σταδιακά βέβαια, μια σύγχρονη δεξαμενή σκέψεως, όπως το ΚΕΝΕΠ. Το εύρος αυτό των θεμάτων προκαλεί δέος. Είναι τεράστια η “γκάμα” των ζητημάτων νέας πολιτικής που εμείς οι πολιτικοί – είτε από ανάγκη, είτε από αμέλεια – παραλείπουμε να αντιμετωπίσουμε.

Όπως είπατε κι εσείς, κύριε Πρόεδρε, αυτή είναι η μοίρα των λεγόμενων think tanks. Να καλύπτουν, ως δεξαμενές σκέψης, τα μεγάλα κενά που αφήνει η πολιτική, βυθισμένη καθώς είναι συχνά, στην καθημερινή διαχειριστική λογική.

Η γραμμή πλεύσης του ΚΕΝΕΠ, όπως το οραματιστήκαμε, είναι πιστή στις αναζητήσεις, τόσο διορατικές για την εποχή τους, του Παύλου Μπακογιάννη, του οποίου φέρει και το όνομα.

Είμαι βεβαία ότι με το έργο σας, με την αναζήτηση νέων, τολμηρών, ιδεών πολιτικής, νέας πολιτικής, θα προσφέρετε την καλύτερη δυνατή σπονδή στη μνήμη του, αλλά και μια σημαντική υπηρεσία στον τόπο. Στην Ελλάδα, που είναι ανάγκη να κινηθεί πια με νέες ιδέες σε νέες πολιτικές κατευθύνσεις, ώστε να πετύχουμε τη γενίκευση της ελευθερίας, την ανάπτυξη της δημιουργικότητας και τη μεγιστοποίηση της αξιοπρέπειας των Ελλήνων πολιτών.

Ευχαριστώ εκ των προτέρων όλους όσους συνέβαλαν ή θα συμβάλλουν στη λειτουργία του ΚΕΝΕΠ και εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία.

Προηγούμενο άρθρο
Επόμενο άρθρο