Κυρίες και κύριοι,
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο ενιαίος ευρωπαϊκός οικονομικός χώρος της ζώνης του ευρώ, οφείλει να στηρίζεται σε μια ισχυρή και πολυεπίπεδη αναπτυξιακή πολιτική των περιφερειών της Ευρώπης. Η Νέα Δημοκρατία, εγκαίρως και υπεύθυνα, ανέδειξε την πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας σε βασική συνιστώσα της προγραμματικής της πρότασης. Με υπευθυνότητα κρούσαμε τον κώδωνα του κινδύνου. Επισημάναμε τη διεύρυνση των περιφερειακών ανισοτήτων στην ελληνική επικράτεια. Ανισότητες οικονομικές, αλλά και κοινωνικές, οι οποίες οδηγούσαν σε μια αναπτυξιακή πορεία δύο ταχυτήτων.
Η κυβέρνηση αγνόησε και αδιαφόρησε γι΄ αυτή την εξέλιξη. Επιχείρησε με επικοινωνιακούς τρόπους να διαχειριστεί τα προβλήματα και τις αγωνίες των πολιτών. Το αποτέλεσμα είναι τώρα, που ξεκινά έστω και με καθυστέρηση δώδεκα μηνών το Γ΄ κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, οι διαπεριφερειακές ανισότητες και η απόκλιση, μεταξύ της ελληνικής περιφέρειας και του εθνικού κέντρου, έχει μεγαλώσει. Όπως επίσης έχει διευρυνθεί και η απόκλιση των ελληνικών περιφερειών με τις υπόλοιπες περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τώρα πλέον αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η ελληνική περιφέρεια φθίνει. Οι περισσότερες περιφέρειες της Ελλάδας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονται σε τροχιά οικονομικής και κοινωνικής παρακμής. Ο κοινωνικός ιστός της υπαίθρου και ο παραγωγικός μηχανισμός της, απειλείται πλέον ευθέως από την εγκατάλειψη.
Ο κίνδυνος της ερήμωσης των ελληνικών περιφερειών και της περιθωριοποίησης τους δεν είναι μια θεωρητική υπόθεση. Αποτελεί καθημερινή πραγματικότητα την οποία βιώνουν οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών της Πελοποννήσου, οι νησιώτες στα νησιά της άγονης γραμμής, οι αγρότες της Θεσσαλίας, οι ακρίτες που ζουν στις παραμεθόριες περιοχές από την Ήπειρο μέχρι τη Θράκη.
Αυτή η δυσμενής εξέλιξη της αποδιοργάνωσης του ιστού της ελληνικής περιφέρειας έχει κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι έχουμε και ανυπολόγιστες εθνικές συνέπειες.
Οι πολίτες, και ιδίως οι νέοι, φεύγουν και εγκαταλείπουν την περιφέρεια και την ελληνική ύπαιθρο. Εμφανίζεται ήδη, μια υπερσυγκέντρωση δραστηριοτήτων, και κατά συνέπεια, και πληθυσμού στο λεκανοπέδιο της Αθήνας, στη Θεσσαλονίκη και σε δύο-τρία μεγάλα αστικά κέντρα της περιφέρειας. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της EUROSTAT, το 43% του συνολικού πληθυσμού της χώρας κατοικεί στα δύο μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα της χώρας. Όμως η πρόσφατη αύξηση της ανεργίας στα μεγάλα αστικά κέντρα και η αδυναμία εξεύρεσης απασχόλησης στην περιφέρεια οδηγούν πλέον σε εκρηκτικές καταστάσεις.
Επισημαίνω ότι ήδη οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις σχετικές τους εκθέσεις, με ιδιαίτερο προβληματισμό και ανησυχία τονίζουν ότι η τάση αυτή, σε συνδυασμό με την υπογεννητικότητα και τη γήρανση του πληθυσμού, θα αποδειχθεί το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελλάδας στο άμεσο μέλλον. Πρόβλημα που επικεντρώνεται ιδιαιτέρως στους ορεινούς όγκους που εγκαταλείπονται, στους παραμεθόριους νομούς που ερημώνουν και στις αγροτικές περιοχές που μαραζώνουν.
Η επίσημη επιβεβαίωση και η αποτύπωση του προβλήματος θα καταγραφεί αύριο, με την επίσημη απογραφή της Στατιστικής υπηρεσίας. Όσο και αν οι φορείς της αυτοδιοίκησης και οι τοπικές δυνάμεις, επιχειρούν με εκκλήσεις και εκστρατείες της τελευταίας ώρας να συγκαλύψουν το πρόβλημα, το ουσιαστικό πρόβλημα παραμένει. Μπορεί να κρατήσουμε τα προσχήματα, ίσως να σπρώξουμε συγκυριακά κάποια προβλήματα κάτω από το χαλί, αλλά η πραγματικότητα των δύο ταχυτήτων δεν μπορεί να ανατραπεί.
Το μεγάλο εθνικό πρόβλημα στο εσωτερικό της χώρας, για την επόμενη δεκαετία θα είναι η αποσάθρωση του ιστού και ο κύκλος υπανάπτυξης για την ελληνική περιφέρεια.
Κυρίες και κύριοι,
Ο πολιτικός εμπαιγμός είναι ότι η κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ και τα στελέχη του, με περισσό θράσος, αναφέρονται στο πρόβλημα της ελληνικής περιφέρειας, ως να μην είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για τη διακυβέρνηση του τόπου τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια μέσα σε μια εικοσαετία. Με φαρισαϊκό τρόπο και απόλυτη υποκρισία συχνά ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του, όταν δεν διαγκωνίζονται για την εσωκομματική νομή της εξουσίας, αναπτύσσουν μια ρητορική που προκαλεί τον ελληνικό λαό.
Ξεχνούν ότι η Ελλάδα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια διαχειρίστηκε περισσότερα από 10 τρισεκατομμύρια δραχμές μέσω του πρώτου και δεύτερου κοινοτικού πλαισίου στήριξης. Και τα δύο κοινοτικά πλαίσια στήριξης ήταν ζωτικής σημασίας για τη χώρα μας. Πρώτον, γιατί αντιστοιχούσαν σε σημαντικό ποσοστό του ελληνικού ακαθάριστου εθνικού προϊόντος. Δεύτερον, γιατί ήταν τα κύρια οχήματα για την ολοένα και πληρέστερη ενσωμάτωση της Ελλάδας στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ο τρόπος με τον οποίο οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ διαχειρίστηκαν και αξιοποίησαν αυτούς τους οικονομικούς πόρους δεν ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες της χώρας και στις προσδοκίες των πολιτών.
Στο πρώτο κοινοτικό πλαίσιο το ΠΑΣΟΚ έκανε έναν πολύ κακό προγραμματισμό, υποτάσσοντας όλο το σχεδιασμό στη λογική των μικρών έργων βιτρίνας. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κατόρθωσε να ανατρέψει τις εσφαλμένες προδιαγραφές. Πέτυχε δε να απορροφήσει το σύνολο των διαθέσιμων πόρων και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να προχωρήσουν τα μεγάλα έργα υποδομής.
Δυστυχώς δεν είχαμε το χρόνο να υλοποιήσουμε το δικό μας σχέδιο. Έτσι στο δεύτερο το ΠΑΣΟΚ αν και αναγνώρισε την ορθότητα της επιλογής μας για τα μεγάλα αναπτυξιακά έργα υποδομής, επέλεξε για μικροπολιτικούς λόγους, μετά το 1993 να ανατρέψει το σχεδιασμό και τις αποφάσεις της τότε κυβέρνησης.
Το κόστος αυτής της πολιτικής ήταν μεγάλο και το πλήρωσε η ελληνική περιφέρεια. Αδιάψευστη απόδειξη είναι η Ιόνιος Οδός, που συνδέει την Πάτρα με τα Γιάννενα και τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Το 1993 είχε ενταχθεί από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στο σχέδιο του Β΄ ΚΠΣ. Επτά χρόνια μετά, παραμένει στις εξαγγελίες και στις υποσχέσεις της κυβέρνησης Σημίτη για το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.
Αν κάνουμε έναν απολογισμό για τον τρόπο με τον οποίο διαχειριστήκαμε τους πόρους που μας διέθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση το συμπέρασμα είναι απογοητευτικό. Πολύτιμοι πόροι χαθήκανε. Η απόδοση των προγραμμάτων ήταν και είναι προβληματική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και ειδίκευσης των ανέργων. Η ποιότητα των έργων είναι απαράδεκτη με αποτέλεσμα να καθυστερεί σημαντικά η βελτίωση της υποδομής που θα της επιτρέψουν να ελπίζει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την αντιμετώπιση των περιφερειακών και κοινοτικών ανισοτήτων.
Το τελευταίο δείγμα κακοδιαχείρισης και αναποτελεσματικής αξιοποίησης είναι το πρόγραμμα του Εθνικού Κτηματολογίου για το οποίο υπεύθυνο είναι το ΥΠΕΧΩΔΕ. Όπως αποδείχθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει από το Γ΄ ΚΠΣ το πρόγραμμα του Κτηματολογίου. Και αυτό γιατί ενώ έχει ήδη απορροφηθεί το 81% του προϋπολογισμού του έργου έχει ολοκληρωθεί μόλις το 20% του έργου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο αρμόδιος επίτροπος κ. Μπαρνιέ απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή της ΝΔ του Κωστή Χατζηδάκη, ενώ διατέθηκαν συνολικά 36 δισεκατομμύρια δραχμές, έξι χρόνια μετά την έγκριση του επιχειρησιακού προγράμματος του Κτηματολογίου κανένα μέρος του έργου δεν έχει ακόμα τεθεί σε λειτουργία.
Το γεγονός είναι ενδεικτικό της αντίληψης που έχει η κυβέρνηση Σημίτη. Αποτελεί όμως ντροπή για την Ελλάδα. Κυρίως γιατί το Εθνικό Κτηματολόγιο δεν είναι ένα τυχαίο πρόγραμμα. Είναι το βασικό αναπτυξιακό εργαλείο για την ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας. Από αυτό εξαρτώνται σημαντικές αναπτυξιακές επιλογές και επηρρεάζονται σημαντικές αποφάσεις.
Το αποτέλεσμα της πολιτικής της κυβέρνησης Σημίτη είναι ορατό: η Ελλάδα μετά από δύο κοινοτικά πλαίσια και δεκάδες τρισεκατομμύρια δραχμές εξακολουθεί να επιδεικνύει ανεπαρκείς υποδομές και η ελληνική περιφέρεια να συνεχίζει να απειλείται από τον μεγάλο της εχθρό: την απομόνωση, την ερήμωση, τις ανισότητες.
Κυρίες και κύριοι,
Είναι λυπηρό ότι η Ελλάδα μετά από τόσα χρόνια ταλανίζεται ακόμη με το πώς θα κατασκευάσει και πώς θα ολοκληρώσει τις στοιχειώδεις υποδομές της. Στη σημερινή εποχή οι οδικοί άξονες, το σιδηροδρομικό δίκτυο, τα αεροδρόμια, οι λιμένες δεν είναι τα «συν» που οδηγούν στην πρόοδο. Είναι τα αυτονόητα που έπρεπε ήδη να είχαμε ετοιμάσει. Στην Ελλάδα δεν τα έχουμε εξασφαλίσει ακόμη.
Δεν μπορεί όμως η κυβερνητική πολιτική για την ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας τον 21ο αιώνα, να εξαντλείται στην ολοκλήρωση κάποιων έργων υποδομής. Η οπτική με την οποία αντιμετώπισε η ελληνική πολιτεία την πολιτική της περιφερειακής ανάπτυξης ήταν η δημιουργία υποδομών. Υποδομών που θα χρησιμοποιηθούν ως ατμομηχανή στην αναπτυξιακή προσπάθεια. Η προσέγγιση αυτή ήταν επαρκής μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Δεν είναι όμως τώρα στη νέα εποχή της μεγάλης ανταγωνιστικότητας και της κυριαρχίας της πληροφορίας και της γνώσηςΕίναι πολύ λίγα, πολύ μικρά όλα αυτά. Η Ελλάδα, η ελληνική περιφέρεια για να αντιμετωπίσει τις διευρυνόμενες ανισότητες και την περιθωριοποίηση για χρειάζεται να μια νέα πολιτική για την ανάπτυξη και την πρόοδο. Η ελληνική περιφέρεια για να κερδίσει μια θέση στο σύγχρονο ανταγωνιστικό κόσμο του μέλλοντος, χρειάζεται ένα ποιοτικό και παραγωγικό άλμα. Χρειάζεται καινούργιες λύσεις.
Μια τέτοια λύση είναι η αναζήτηση της καινοτομίας. Νέες οικονομικές πρωτοβουλίες που εκμεταλλεύονται τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά και εξασφαλίζουν τον αειφόρο χαρακτήρα της αναπτυξιακής περιφερειακή πολιτικής. Στη νέα εποχή η περιφέρεια δεν έχει ανάγκη μόνο από πολιτικές που οδηγούν σε ένταση της εργασίας ή σε ένταση των επενδύσεων σε μεγάλα έργα. Έχει ανάγκη ένταση γνώσης. Έχει ανάγκη εξειδικευμένου προσωπικού που έχει αυξημένες δεξιοτεχνίες και υψηλή κατάρτιση.
Κεντρικός στόχος της αναπτυξιακής μας πολιτικής είναι κίνητρα και δυνατότητες που θα προσελκύσουν νέες παραγωγικές δραστηριότητες, που μπορούν να οδηγήσουν σε καλύτερη χρήση των παραγωγικών πόρων της περιφέρειας και θα προσφέρουν θέσεις απασχόλησης. Επενδύσεις που αποδεδειγμένα θα δώσουν δουλειά σε νέους, δουλειά σε όσους ζουν σε αυτά τα ακριτικά χωριά.
Στόχος μας δεν είναι να ευημερήσουν για μια ακόμη φορά οι αριθμοί. Επιδίωξη μας είναι η στήριξη της σύγχρονης μικρομεσαίας επιχείρησης, η δημιουργία βιοτεχνικών πάρκων, η δημιουργία αποτελεσματικών μηχανισμών μεταφοράς τεχνολογίας στις επιχειρήσεις. Ένα τέτοιο βήμα είναι η δημιουργία στην ελληνική περιφέρεια θεσμών και μηχανισμών που διεθνώς ονομάζονται «θερμοκοιτίδες επιχειρήσεων». Μέσα από αυτή την επιλογή μπορούμε σε πολλές περιοχές της ελληνικής υπαίθρου να προσελκύσουμε νέες επενδύσεις που θα αξιοποιούν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα.
Για παράδειγμα, εδώ στην Πάτρα με την υποστήριξη της σχολής των μηχανικών για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μπορεί να αναπτυχθούν σύγχρονες, ευέλικτες και καινοτόμες, μικρές επιχειρήσεις που να στρέφονται προς τις νέες τεχνολογίες και την πληροφορική. Η Νέα Δημοκρατία πριν από τις εκλογές του 2000 έχει δεσμευθεί για τη δημιουργία μιας τέτοιας ζώνης στην Πάτρα.
Αντιστοίχως, στην Ήπειρο με το άρτιο πανεπιστημιακό νοσοκομείο, με μία από τις καλύτερες πανεπιστημιακές σχολές ιατρικής πληρεί όλες τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε κέντρο ανάπτυξης της ιατρικής-παραϊατρικής βιομηχανικής και οικονομικής δραστηριότητας. Μικρές ευέλικτες μονάδες υψηλής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας γύρω από την επιστήμη της ιατρικής μπορεί να προσφέρει στην Ήπειρο νέες θέσεις εργασίας που όχι μόνο θα κρατήσουν τους νέους στα μέρη τους αλλά θα αποτελέσουν μαγνήτη και για νέους απ΄ άλλες περιοχές.
Με το ίδιο μοντέλο μπορούν στις ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου να αναπτυχθούν επιχειρήσεις που να στηρίζουν την παραγωγή τους στη βιολογική γεωργία και στους σύγχρονους τρόπους υγιεινής παραγωγής αγροτικών προϊόντων. Δραστηριότητα που εξασφαλίζει υψηλό εισόδημα και δημιουργεί ελπιδοφόρες προοπτικές για το μέλλον. Με αντίστοιχο πνεύμα μπορεί να σχεδιασθεί η εκμετάλλευση του δασικού και ορεινού πλούτου της περιοχής που αποτελεί μια σπάνια και άγνωστη δύναμη. Το βέβαιον είναι ότι υπάρχουν δυνατότητες και ευκαιρίες, τις οποίες δεν αναδεικνύουν η πεπατημένη και ο εύκολος δρόμος της μικροπολιτικής και κομματικής εκμετάλλευσης.
Κυρίες και κύριοι,
Η ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας χρειάζεται μια άλλη πολιτική πρόταση διακυβέρνησης. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απέτυχε να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που είχε μπροστά της. Χάσαμε πολύτιμους πόρους. Χάσαμε χρόνο. Οι συνέπειες είναι μεγάλες και αποκτούν διαστάσεις εθνικού χαρακτήρα.
Η Νέα Δημοκρατία έχει ήδη αναδείξει την πρόταση της για την περιφερειακή ανάπτυξη σε πρωτεύοντα άξονα της πολιτικής. Μπορούμε και πρέπει να την εμπλουτίσουμε με νέες ιδέες και καινοτόμες προτάσεις. Με λύσεις που να κοιτούν μπροστά και να οδηγούν στο μέλλον.
Η πολιτική μας για την ανάπτυξη της περιφέρειας επικεντρώνεται στον άνθρωπο και δίνει έμφαση στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Βλέπει την πρόοδο περισσότερο ως αποτέλεσμα της καινοτομίας και της ατομικής πρωτοβουλίας παρά ως δημιούργημα της κρατικής παρέμβασης. Δεν περιορίζει αλλά ενθαρρύνει την ιδιωτική πρωτοβουλία και ιδιαίτερα την μικρομεσαία επιχείρηση που είναι η κύρια πηγή της ανάπτυξης.
Με τη στρατηγική αυτή που έχει χαρακτήρα τόσο οικονομικό όσο και κοινωνικό μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις περιφερειακές ανισότητες της χώρας. Μπορεί να ενδυναμώσει την αναπτυξιακή διαδικασία. Να αντιστρέψει την τάση υπανάπτυξης, παρακμής και περιθωριοποίησης της ελληνικής περιφέρειας. Να οδηγήσει στην ανασύνταξη του οικονομικού και κοινωνικού ιστού των περιοχών αυτών.
Να προσφέρει σημαντικά εθνικά οφέλη γιατί θα δώσει προοπτική, ελπίδα, όραμα στην ελληνική περιφέρεια, στην παραμεθόριο Ελλάδα, στους ορεινούς όγκους, στα ακριτικά νησιά. Μπορεί να αντιστρέψει την Ελλάδα των δύο ταχυτήτων και να την οδηγήσει σε μια πορεία σύγκλισης με την Ευρώπη.