Κυρίες και κύριοι
Θα ήθελα να ευχαριστώ τoυς διοργανωτές και το Economist για την υψηλής ποιότητας συζήτηση, με ομιλητές κατεξοχήν έμπειρους και με κύρος.
Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι στην ελληνική κοινή γνώμη από το συνέδριο αυτό προκαλείται μια ευρύτερη συζήτηση , η οποία είναι πολύ χρήσιμη και επωφελής για όλους μας.
Μου ζητήθηκε να αναπτύξω το θέμα για τη στρατηγική και την ηγεσία στην περιοχή των Βαλκανίων. Όλη συζήτηση στο συνέδριο περιστρέφεται γύρω από δύο έννοιες: leadership και strategy.
Αν κάτι έλειψε από τα Βαλκάνια τα τελευταία δέκα χρόνια ήταν αυτές οι δύο έννοιες. Δεν υπήρξε ούτε leadership, ούτε strategy. Από κανέναν.
Δεν επεδείχθη από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντιθέτως στο επίπεδο της Ευρώπης, ιδίως ως προς την αντιμετώπιση των Βαλκανικών κρίσεων, υπήρξε ένα μεγάλο έλλειμμα πολιτικής. Ένα έλλειμμα οφειλόμενο κατ’ αρχήν στη θεσμική αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Ένα έλλειμμα οφειλόμενο, επίσης, τόσο στην άγνοια των ιδιομορφιών και της πολυπλοκότητας του σκηνικού των Βαλκανίων, όσο και στην ιδιοτέλεια και στον απαρχαιωμένο τρόπο σκέψης ορισμένων ευρωπαϊκών δυνάμεων, που έδιναν ενίοτε την εντύπωση ότι το ρολόι σταμάτησε στο 1914!
Αντίστοιχο όμως έλλειμμα πολιτικής, ηγεσίας και στρατηγικής υπήρξε και στην πολιτική των ΗΠΑ.
Το συμπέρασμα είναι ότι το τέλος του διπολισμού βρήκε ανέτοιμες την Ευρώπη και τις ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν τη νέα πραγματικότητα.
Γι΄ αυτό αφυπνίστηκαν πάθη και φανατισμοί που είχαν τις ρίζες τους στο 19ο αιώνα. Επικράτησαν οι λογικές της εθνικής κάθαρσης, των θρησκευτικών φανατισμών, των εθνικών κρατών -με την απόλυτη έννοια του όρου- ακόμη και αυτή της ανταλλαγής πληθυσμών. Μόνο που οι πρακτικές αυτές οδήγησαν τα Βαλκάνια σε αδιέξοδο. Ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση με τις παγκόσμιες τάσεις που είχαν επικρατήσει για την οικονομική και την κοινωνική εξέλιξη.
Τα Βαλκάνια στράφηκαν προς τον εθνικισμό, όταν το σύνολο της υπόλοιπης Ευρώπης ακολουθούσε τη δυναμική που υπερέβαινε τη λογική των συνόρων. Στην Ευρώπη τα σύνορα πέφτουν. Δεν αμφισβητούνται, αλλά ανοίγουν. Γιατί επικρατεί πλέον η λογική των υπερεθνικών συνεργασιών που προωθεί η διεθνής οικονομική ανάπτυξη, η αλματώδης τεχνολογική πρόοδος, ο σεβασμός της πολιτισμικής ταυτότητας των λαών.
Η προοπτική της ειρήνης, της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής προόδου για τη Βαλκανική χερσόνησο υπηρετείται από αυτή τη στρατηγική, υπηρετείται από μια ηγεσία που θα υλοποιήσει αυτή την πολιτική.
Κυρίες και κύριοι,
Στα πλαίσια αυτά θα ήθελα να προτείνω οκτώ κατευθυντήριους άξονες ως προς την ευρύτερη δυτική στρατηγική για την περιοχή των Βαλκανίων:
Πρώτον: Η διαφύλαξη των συνόρων και η αποφυγή, ως αρχή, περαιτέρω διαμελισμών. Στην Ευρώπη του σήμερα η συνεργασία, τα ανοικτά σύνορα και η αρμονική συμβίωση αποτελούν τον κανόνα. Τα κρατικά σύνορα στην Ευρωπαϊκή Ένωση πέφτουν, δεν αμφισβητούνται.
Δεύτερον: Η προστασία των μειονοτήτων και η ισότιμη συμμετοχή τους στην εθνική ζωή εκάστης χώρας σε όλα τα επίπεδα, θεσμικό, θρησκευτικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό κλπ.
Τρίτον: Η προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα πρέπει να παρασχεθεί για το σύνολο των χωρών της περιοχής. Η ύπαρξη ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας προϋποθέτει την ευταξία των ίδιων των Βαλκανίων. Το ένα χωρίς το άλλο είναι αδιανόητο, όπως το έχει διδάξει η ιστορία του 20ου αιώνα.
Τέταρτον: Δεδομένου ότι η προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί βραχυπρόθεσμα, είναι απαραίτητη, αφενός η σύναψη συμφωνιών σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφετέρου δε η εκπόνηση προγραμμάτων ανασυγκρότησης (πολύ πιο ουσιωδών από τα σημερινά) κατά τα πρότυπα του σχεδίου Marshall της δεκαετίας του 1950.
Τα προγράμματα αυτά δεν πρέπει να είναι μόνον ευρωπαϊκά (αν και κατά κύριο λόγο πρέπει να είναι), αλλά με συμμετοχή του συνόλου του δυτικού κόσμου – ιδίως των ΗΠΑ, ίσως δε και της Ιαπωνίας.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα θέτει στη διάθεση των Βαλκανικών λαών ένα δικό της πρόγραμμα ανασυγκρότησης, της τάξης των 200 εκατομμυρίων δολαρίων. Σημειώνω ότι η προβλεπόμενη από τις ΗΠΑ βοήθεια προς την Σερβία (που ήταν εν αναστολή μέχρι την προσαγωγή του Μιλόσεβιτς στη δικαιοσύνη) είναι της τάξης των 50 εκατομμυρίων δολαρίων.
Πέμπτον: Η δυνατότητα ένταξης στο ΝΑΤΟ πρέπει να παρασχεθεί το συντομότερο σε όσες χώρες δεν παρουσιάζουν εσωτερικά προβλήματα ή προβλήματα συγκρούσεων με γειτονικές. Ως τέτοιες αναφέρω τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Σλοβενία, ίσως δε και την Κροατία αν αποδεσμευτεί από τυχόν εμπλοκή στη Βοσνία.
Η ένταξη στο ΝΑΤΟ ορισμένων χωρών (και η προοπτική ένταξης για τις υπόλοιπες)θα αποτελέσει, μαζί με την προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τον έτερο μοχλό της σταδιακής σταθεροποίησής τους.
Έκτον: Μεγάλης σημασίας για την αποτελεσματικότητα της δυτικής στρατηγικής θα είναι η, υπό συζήτηση σήμερα, ενίσχυση της ευρωπαϊκής κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής άμυνας. Η Ευρώπη, μετά από δέκα χρόνια είτε απουσίας πολιτικής, είτε πολιτικής ουραγού, είτε πολιτικής σκοπιμοτήτων μεμονωμένων κρατών – μελών της στα Βαλκάνια οφείλει να κατανοήσει τις τραγικές συνέπειες του κενού αυτού.
Έβδομον: Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στο να αποφευχθούν ιδιοτελείς ή και καλοπροαίρετες, στρατιωτικές ιδίως, επεμβάσεις γειτονικών χωρών στα μέτωπα της κρίσεως. Και είναι σημαντικό π.χ. ότι, Ελλάδα και Βουλγαρία, συμφώνησαν προσφάτως να απόσχουν από οιανδήποτε τέτοια ανάμιξη στο θέμα της FYROM.
Αντίθετα: κάθε παρασχεθησόμενη βοήθεια ή πρωτοβουλία θα πρέπει να εντάσσεται στα πλαίσια των εκ των προτέρων συμφωνημένων ενεργειών της διεθνούς Κοινότητας. Η αρχή αυτή θα πρέπει να ισχύσει και για μερικές μεγάλες δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ, που θα πρέπει να αποφύγουν τον πειρασμό της αναγόρευσης συγκεκριμένων κρατών σε προνομιακούς συνεργάτες.
Όγδοο – και τελευταίο: Θα ήταν σοβαρό σφάλμα αν η όλη επιχείρηση της Δύσης στην περιοχή οδηγήσει – ή εμφανισθεί ότι οδηγεί – στην απομόνωση ή, ακόμα χειρότερα, στη στρατηγική δυτικής περικύκλωσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η ιστορία διδάσκει ότι μόνον η ένταξη της Ρωσίας στους μηχανισμούς συνεννόησης (και όχι αντιπαλότητας) μπορεί να οδηγήσει σε μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση την περιοχή.
Κυρίες και κύριοι,
Εξέθεσα οκτώ κατευθυντήριους άξονες οι οποίοι, τόσο κατά τη γνώμη του κόμματός μου, της Νέας Δημοκρατίας, όσον και εμού, θα πρέπει να διέπουν τη συνολική στρατηγική της Δύσης για την προοπτική ομαλοποίησης των Βαλκανίων και για τη μελλοντική ανέφελη αφομοίωσή τους στα ευρωπαϊκά πλαίσια.
Θα προχωρήσω τώρα στη συνοπτική παρουσίαση των προτάσεών μου για τα επιμέρους βαλκανικά θέματα εντάσσοντας στην παρουσίασή μου τις συγκεκριμένες μας απόψεις για τυχόν διμερή ζητήματα με την Ελλάδα, όπου υπάρχουν:
Πρώτον, η Αλβανία.
Η γειτονική μας χώρα, λόγω της κομμουνιστικής περιόδου απομόνωσης και της στρεβλής μετάβασης στις δομές της ανοικτής οικονομίας, εμφανίζει τον χαμηλότερο βαθμό οικονομικής ανάπτυξης.
Τις συνέπειες αυτού του γεγονότος αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια υποδέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδων οικονομικών μεταναστών, με ποικίλες γι’ αυτήν συνέπειες, αρνητικές αλλά και θετικές, ιδίως για την ελληνική οικονομία.
Η σχέση της Ελλάδας με την Αλβανία είναι ακόμα κάπως ανισομερής. Παρά την σε σημαντικό βαθμό βελτίωση των διμερών σχέσεων, ούτε οι συνθήκες της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία έχουν όσο θα έπρεπε βελτιωθεί, ούτε τα ελληνικά επιχειρηματικά συμφέροντα έχουν πλήρως εξασφαλισθεί, ούτε η αλβανική πολιτική έχει γίνει όσο νομίζουμε ότι χρειάζεται ισόρροπη.
Θα πρέπει πάντως να υπογραμμισθεί ο αυξανόμενος εξορθολογισμός και η συνεχής βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων, ως αποτέλεσμα αμοιβαίων προσπαθειών, που περιλαμβάνουν σαφώς τις ελληνικές θέσεις για τα δικαιώματα και την ισονομία των Αλβανικής καταγωγής πολιτών άλλων χωρών βορείως των ελληνικών συνόρων, την ελληνική οικονομική και επενδυτική στήριξη, καθώς και τη στρατιωτική συνεργασία.
Επιβάλλεται όμως να γίνει σαφές ένα ζήτημα: αλβανικός εθνικισμός και αλβανικές αλυτρωτικές τάσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές στην Ευρώπη. Κείμενα και χάρτες, που κυκλοφορούν σε διεθνή μέσα ενημέρωσης και σε πανεπιστήμια δείχνουν ότι κάποιοι φανατικοί κύκλοι επιθυμούν να συντηρούν αυτές τις λογικές.
Η διεθνής κοινότητα εγκαίρως και με απόλυτο τρόπο πρέπει να απομονώσει και να απορρίψει αυτή την πολιτική, η οποία υπονομεύει την προοπτική ειρήνης και ανάπτυξης στη Βαλκανική χερσόνησο.
Δεύτερον η FYROM.
Η διεθνής Κοινότητα, καθώς και η Ελλάδα και οι λοιπές γειτονικές χώρες, βρίσκονται σε αγαστή σύμπνοια για το θέμα αυτό. Οι βασικές αρχές όλων είναι δύο: η εγγύηση της ακεραιότητας της FYROM αφενός, η πολιτική ισονομία του αλβανικού στοιχείου μέσα σ’ αυτήν αφετέρου.
Το μέλλον της FYROM, ως σταθερού όμως κράτους, θα εξαρτηθεί από τον βαθμό στον οποίο – και με τον τρόπο κατά τον οποίο – θα απαντηθούν οι εύλογες αιτιάσεις του μετριοπαθούς (στη συντριπτική του πλειοψηφία) αλβανικού στοιχείου για συμμετοχή στην πολιτική και οικονομική ζωή του γειτονικού κράτους, όπως και εκείνες του σλαβικού στοιχείου για τη σταθερότητα και την εθνική ακεραιότητα του κράτους αυτού.
Δυστυχώς, η δυτική παρέμβαση του πρόσφατου παρελθόντος έχει δώσει ένα λάθος μήνυμα σε ορισμένα εξτρεμιστικά αλβανικά στοιχεία, τόσο μέσα στη FYROM (τα ολιγότερα) όσο και σε τμήμα των Αλβανών του Κοσόβου, ότι οι αποσχιστικές ενέργειες μπορεί να τυγχάνουν είτε ενθαρρύνσεως είτε ανοχής.
Αποτελεί, λοιπόν, ευτύχημα ότι η κυβέρνηση της Αλβανίας επιδεικνύει αξιοσημείωτη μετριοπάθεια και σωφροσύνη, συντασσόμενη με τη διεθνή Κοινότητα και καταδικάζοντας τόσο τις αποσχιστικές σε βάρος τής FYROM ενέργειες, όσο και τη δράση εξτρεμιστικών στοιχείων μέσα σ’ αυτή. Με τα δεδομένα αυτά – και αν οι οκτώ άξονες γενικότερης στρατηγικής που προανέφερα εφαρμοσθούν τόσο στην FYROM, όσο και στην Αλβανία – οι προοπτικές θα είναι, πιστεύω, ικανοποιητικές.
Έρχομαι τώρα στο Κόσοβο.
Περισσότερο σύνθετο είναι το ζήτημα του Κοσόβου. Είναι γνωστές οι επιφυλάξεις της Ελλάδας για την ένοπλη κατά της Σερβίας επέμβαση του ΝΑΤΟ η οποία, ειδωμένη από συγκεκριμένη οπτική γωνία, επέτεινε αντί να επιλύσει το πρόβλημα.
Οι βομβαρδισμοί επιδείνωσαν τη θέση του αλβανικού στοιχείου, αφού οδήγησαν σε μαζικές εκτοπίσεις από πλευράς Μιλόσεβιτς, ενώ επέφεραν και την καταστροφή του παραγωγικού ιστού της Σερβίας, που πλήρωσε με πλήγματα στην καρδιά της χώρας τα ανομήματα του Μιλόσεβιτς έναντι των Αλβανών του Κοσόβου.
Παράλληλα, η ριζοσπαστικοποίηση των τελευταίων δημιουργεί νέες δυσκολίες για την επίλυση του προβλήματος, ενώ τείνει να εξάγει το πρόβλημα τόσο στη νότια Σερβία, όσο και στη FYROM.
Εκεί που οδηγήθηκαν τα πράγματα, κυρίες και κύριοι, είναι αναγκαίο να επιστρέψει η ειρήνη, η ανοχή και η αλληλοκατανόηση στην δεινοπαθήσασα αυτή περιοχή, για την οποία θα πρέπει να προβλεφθεί μια περίοδος 5-10 ετών ακόμη υπό την επίβλεψη του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, με τέσσερις κύριους στόχους:
Πρώτον: την εγκαθίδρυση ομαλά λειτουργούντων δημοκρατικών θεσμών στην περιοχή του Κοσόβου.
Δεύτερον: τον πλήρη σεβασμό των πολιτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων, ιδίως των Σέρβων, καθώς και των θρησκευτικών δικαιωμάτων των Σέρβων γενικώς – διότι στην επαρχία αυτή βρίσκονται σημαντικά μνημεία του έθνους τους.
Τρίτον: Την αποφυγή εξαγωγής του προβλήματος σε γειτονικές Δημοκρατίες.
Τέταρτον: Την οικονομική ανόρθωση, με βάση τις αρχές που προανέφερα. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η ανάπτυξη και η οικονομική ευημερία των λαών είναι ο μόνος δρόμος για να υπερβούμε τους φανατισμούς και τους εθνικισμούς.
Στο τέλος της μεταβατικής αυτής περιόδου – όταν επιτευχθεί η ενδοκοινοτική συνεννόηση, η λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και η οικονομική ανόρθωση – θα πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρηθεί ως αυτονόητη η παραμονή της επαρχίας εντός της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, με εκτεταμένη βέβαια αυτονομία.
Αν όμως θεωρηθεί ότι μόνον η ανεξαρτησία μπορεί να λύσει τελικώς το πρόβλημα, μπορεί, μετά την πάροδο δεκαετίας – και με την ομαλοποίηση ως γεγονός – να συζητηθεί και αυτό το ενδεχόμενο, υπό δύο προϋποθέσεις: Τη συγκατάθεση της Γιουγκοσλαβίας αφενός και τον αποκλεισμό συνένωσης του Κοσόβου με άλλο κράτος αφετέρου.
Λογικότερη πάντως είναι η λύση της ευρύτατης αυτονομίας εντός της Γιουγκοσλαβίας για την αποφυγή της συνεχούς αλλαγής κρατικών συνόρων που, όπως το τόνισα ήδη, προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και γενικώς παρατείνει παρά επιλύει τα προβλήματα.
Μαυροβούνιο
Διαφορετική είναι η περίπτωση του Μαυροβουνίου. Ούτε η εθνολογική του σύσταση, ούτε το μέγεθός του, ούτε οι λοιπές κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες που επικρατούν εκεί δικαιολογούν την ανεξαρτητοποίησή του.
Η Σερβία όχι μόνον έχει ομαλοποιηθεί και σταδιακώς εντάσσεται στην ευρωπαϊκή προοπτική, αλλά και δέχεται όλα τα ουσιώδη αιτήματα αυτονομίας και αναγνωρίσεως της ταυτότητας του ομόσπονδου αυτού κράτους που έχουν τεθεί από το ίδιο.
Επιπλέον ο εκ νέου ακρωτηριασμός της Γιουγκοσλαβίας και η οριστική αποκοπή της από την θάλασσα δυνατόν να επιφέρουν μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες. Η επιδίωξη της ανεξαρτησίας, καίτοι δημοφιλής και ενθαρρυνόμενη από την επίγνωση της μη δυνατότητας (ή επιθυμίας) της Σερβίας να αντιδράσει, μοιάζει να εξυπηρετεί περισσότερο κάποιες προσωπικές στρατηγικές, παρά τα καλώς νοούμενα συμφέροντα, τη βιωσιμότητα και τις μελλοντικές ανάγκες της ομόσπονδης αυτής Δημοκρατίας.
Η εκτεταμένη, λοιπόν, αυτονομία εντός της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας είναι η προτιμότερη κατ’ αρχήν επιλογή τόσο για τη διεθνή Κοινότητα όσο και για τους ίδιους τους κατοίκους του Μαυροβουνίου.
Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Η τραγωδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, είναι αποτέλεσμα τόσο του Σερβικού μεγαλοϊδεατισμού όσο και της δυτικής απερισκεψίας. Οι συμφωνίες του Ντέιτον τείνουν να καταστούν γράμμα κενό. Το ίδιο και το σύμφωνο σταθερότητας.
Το πρόβλημα της Βοσνίας λοιπόν παραμένει. Και όχι μόνο: Είναι και το δυσκολότερο να βρει την τελική του λύση. Διότι, αν τα δύο από τα τρία συστατικά του κράτους μέρη, οι Κροάτες και οι Σέρβοι, επιδιώξουν αργότερα την ένωση με τα αντίστοιχα γειτονικά κράτη, τότε το μουσουλμανικό κατάλοιπο είναι αμφίβολο αν θα είναι βιώσιμο, τόσο ως έκταση όσο και ως γεωγραφική συνοχή.
Η πρόταση για περαιτέρω μακρύ μεταβατικό καθεστώς στη Βοσνία (κατά τα προταθέντα για το Κόσοβο) δεν γνωρίζω αν μπορεί να λειτουργήσει.
Τρείς μεγάλες εθνικές και θρησκευτικές ομάδες, και όχι μία κυριαρχούσα όπως στο Κόσοβο, κάνουν τη διαφορά. Επιπλέον παρήλθε ήδη αρκετός χρόνος, τόσο από την έναρξη της κρίσεως όσο και από τις συμφωνίες του Ντέιτον. Είναι αδύνατον λοιπόν, κατά την άποψή μου, να υπάρξει σήμερα σαφής πρόταση ως προς το μακροπρόθεσμο μέλλον της Βοσνίας.
Είναι, αντίθετα, ανάγκη τόσο οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (τα τρία συστατικά μέρη) και οι γειτονικές Κροατία και Σερβία, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση (συνεπικουρούμενη από το ΝΑΤΟ και τη Ρωσία και υπό την αιγίδα του ΟΗΕ), να προκαλέσουν το γρηγορότερο μια νέα διεθνή διάσκεψη υπό συνθήκες ηρεμίας και αλληλοκατανόησης – και με πνεύμα ρεαλισμού – για την οριστική επίλυση του ζητήματος, σε συνάρτηση με τα δύο συναφή ζητήματα του Μαυροβουνίου και του Κοσόβου.
Κυρίες και κύριοι,
Είναι προφανές ότι όλα τα ανωτέρω, που αφορούν στις εστίες κρίσης των Βαλκανίων, είναι αδύνατον να καρποφορήσουν χωρίς μια δημοκρατική και ανασυγκροτημένη Σερβία.
Η σημερινή κυβέρνηση της χώρας αυτής έχει κάνει άκρως σημαντικά βήματα για την ένταξη της χώρας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, βήματα που θα πρέπει να εκτιμηθούν ακόμα περισσότερο ως γενόμενα την «επομένη» της τραυματικής εμπειρίας των Σέρβων από τους βομβαρδισμούς στην καρδιά των πόλεων και της παραγωγικής τους βάσης.
Στα πλαίσια αυτά είναι, πιστεύω, μεγάλη ανάγκη να ξεκαθαρισθεί από τη Δύση η νέα αντίληψή μας για τον ρόλο της Σερβίας και να θεσμοθετηθούν τα πολιτικά εκείνα εργαλεία, όπως μια Διαρκής Επιτροπή Ευρωπαϊκής Ένωσης- Σερβίας, που να καθιστούν τη διαδικασία των διαβουλεύσεων και των συναποφάσεων ουσιαστική.
Είναι, επίσης, ανάγκη να υπάρξουν τα χρηματοδοτικά εκείνα μέσα που θα επισπεύσουν την ανασυγκρότησή της και την ένταξή της στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο. Η Ελλάδα έχει ήδη προβλέψει υψηλότατες – για τα δικά της δεδομένα – χρηματοδοτήσεις.
Τέλος, κυρίες και κύριοι, τα διαβαλκανικά έργα υποδομής (διάδρομοι οδικοί και σιδηροδρομικοί, δίκτυα τηλεπικοινωνιών, δίκτυα μεταφοράς ενέργειας κλπ), στα οποία δεν έχω το χρόνο να αναφερθώ, θα πρέπει να υποστηριχθούν οικονομικά τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και άλλες χώρες. Η διασύνδεση των Βαλκανικών χωρών σε πλέγματα αμοιβαίου συμφέροντος αποτελεί κύρια προϋπόθεση της διασφάλισης της ειρήνης δια της προόδου και της συνεργασίας.
Κυρίες και κύριοι,
Θα σταθώ για λίγο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις οι οποίες επηρεάζουν την προοπτική ειρήνης και ανάπτυξης στα Βαλκάνια. Η πολιτική της ελληνοτουρκικής φιλίας είναι πλέον το σημείο αναφοράς, για το σύνολο του πολιτικού κόσμου της Ελλάδας.
Η Ελλάδα πιστεύει στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Θέλουμε μια Τουρκία με σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό και με σταθερή πρόσδεση προς τις αρχές και τις αξίες της ευρωπαϊκής κοινότητας.
Πρέπει όμως να το επιθυμεί και η ίδια. Και να αποδείξει με την πολιτική της στο θέμα της επίλυσης του Κυπριακού και στα θέματα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των κανόνων του διεθνούς δικαίου, ότι είναι διατεθειμένη να προσαρμοστεί στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Θα ήθελα όμως να αναφερθώ ειδικότερα σε μια συζήτηση που έχει ανοίξει, και στις δύο χώρες, για την ταυτόχρονη μείωση των δαπανών για τους εξοπλισμούς.
Θεωρώ ότι η συζήτηση αυτή ,έτσι όπως γίνεται σήμερα και με τον τρόπο που γίνεται, είναι μια συζήτηση αδιέξοδη, πρόχειρη, η οποία υπηρετεί σκοπιμότητες εσωτερικής κατανάλωσης και όχι συγκεκριμένους διπλωματικούς, αμυντικούς ή κοινωνικούς στόχους.
Προσωπικώς, αλλά και το κόμμα μου η Νέα Δημοκρατία, έχουμε ταχθεί, εδώ και πολύ καιρό, υπέρ μιας πολιτικής συμφωνίας για την αμοιβαία μείωση των εξοπλισμών και των αμυντικών δαπανών. Είναι μια πολιτική που υπηρετεί την ειρήνη, τη φιλία των λαών, της κοινωνικής προόδου.
Είναι όμως μια κεντρική στρατηγική επιλογή. Η οποία δεν μπορεί να προωθηθεί τυχαία και περιστασιακά. Δεν μπορεί να γίνει χωρίς να υπάρχει μια σαφής στρατηγική και ένα ευρύτερος προγραμματισμός.
Για να υλοποιηθεί μια τέτοια επιλογή επιβάλλεται να υπάρξουν καθαρές διπλωματικές συμφωνίες και συγκεκριμένη πρόοδος σε μια σειρά από θέματα με πρώτο, τα βήματα προς την κατεύθυνση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης για το Κυπριακό.
Κυρίες και κύριοι,
Στην αυγή ενός νέου αιώνα είναι αδιανόητο – και όμως στα Βαλκάνια ακόμα συμβαίνει – να επικρατούν υπέρ-εθνικισμοί. Να λείπει παντελώς η ανοχή. Οι διαφορές να καταλήγουν στην αλληλοσφαγή.
Να αμφισβητούνται πολλαπλώς τα καθιερωμένα σύνορα, την ίδια στιγμή που στην υπόλοιπη Ευρώπη τα σύνορα πέφτουν. Τη στιγμή που εμείς, οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, ολοένα και περισσότερο βαδίζουμε προς την ιδέα της ομοσπονδίας, την τελική μας ευρωπαϊκή προοπτική.
Ένα από τα προβλήματα ήταν ότι η Ευρώπη, αντί έγκαιρα να εξευρωπαίσει την πολιτική των νέο-αναδυομένων Βαλκανίων, «βαλκανοποίησε» τη δική της. Αντί να προλάβει – με δομικές στρατηγικές ανόρθωσης, ευημερίας και δημοκρατίας το πρόβλημα, το επέτεινε, είτε δια της απουσίας είτε δια της ιδιοτελείας.
Και είναι οξύμωρο το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, ίσως λιγότερο ιδιοτελείς από άλλες δυνάμεις, ήραν τελικώς εκείνες το βάρος των λύσεων, διαπράττοντας όμως και εκείνες νέα λάθη και – σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στο Κόσοβο ή τη Βοσνία – «ανανεώνοντας» ουσιαστικά το πρόβλημα, που επιζητεί και πάλι τώρα τη λύση του.
Κυρίες και κύριοι,
Τόσο η διεθνής Κοινότητα όσο και οι εμπλεκόμενοι βαλκανικοί λαοί, πρέπει να καταλάβουν ότι η επιστροφή στο παρελθόν δεν έχει πλέον λογική.
Έφτασε η στιγμή οι λαοί αυτοί να ενταχθούν, με τη δική μας βοήθεια και με μια νέα αντίληψη του ενός για τον άλλο, στην ευρωπαϊκή προοπτική.
Αυτή την προοπτική που μετατρέπει συχνά σε ζητήματα άνευ αντικειμένου πολλά από εκείνα για τα οποία τόσο τραγικά χύθηκε πολύ αίμα.
Για να το πράξουν αποτελεσματικά αυτό οι λαοί των Βαλκανίων πρέπει, όλοι εμείς της Δύσης, να εφαρμόσουμε μια καλά επεξεργασμένη στρατηγική, εκείνοι δε να δουν με ανοχή, με αλληλοκατανόηση – και με το βλέμμα στο κοινό τους μέλλον – κάθε κρίση ή ζήτημα που ακόμα ταλανίζει την περιοχή.
Με την ομιλία μου αυτή θέλω να ελπίζω ότι συνέβαλα, στο μέτρο του δυνατού, τόσο στην παράθεση ιδεών για την ευρύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική, όσο και για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων κρίσεων, ώστε να καταστούν και πάλι τα Βαλκάνια περιοχή ευημερούσα και ειρηνική.
Σας ευχαριστώ.