Ομιλίες

Εισήγηση στην 5η Σύνοδο NEW ECONOMY

Τρίτη, 29 Μάι 2001

Κυρίες και κύριοι,

Με ιδιαίτερη χαρά ανταποκρίθηκα στην πρόσκληση των διοργανωτών να ανοίξω τις εργασίες του 5ου Forum για τη νέα οικονομία. Αποτελεί τιμή και πρόκληση για μένα να απευθυνθώ προς εσάς, προς τους πραγματικούς πρωταγωνιστές της νέας οικονομίας, εκφράζοντας κάποιες βασικές σκέψεις για την πρόκληση της νέας οικονομίας.

Η μετάβαση στην εποχή της υψηλής τεχνολογίας και η ανάπτυξη της δικτυακής οικονομίας σημαίνει μια ευρεία αναδιάταξη και αλλαγή των ισορροπιών σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο. Ήδη μιλάμε για τη νέα οικονομία, για τη νέα κοινωνία, για το νέο κόσμο. Έννοιες που αν δεν κατανοηθούν, κυρίως από τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες της χώρας μας, θα καταστήσουν την Ελλάδα ουραγό και την τύχη της έρμαιο στα χέρια αυτών που προηγούνται.

Όλες οι προηγμένες οικονομίες απορροφούν με ραγδαίο ρυθμό τις νέες τεχνολογίες, δηλαδή πληροφορική, τηλεπικοινωνίες και Internet-διαδίκτυο και υπολογίζεται ότι το παγκόσμιο σκηνικό σε λίγα χρόνια θα έχει αλλάξει και στους τρείς τομείς της οικονομίας (πρωτογενή παραγωγή, μεταποίηση, υπηρεσίες).

Η βασική επίδραση της νέας οικονομίας είναι η ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας που επιφέρει την ταχύτερη άνοδο του βιοτικού επιπέδου, την ταχύτερη αύξηση των κερδών και τη συμπίεση του πληθωρισμού.

Την τελευταία τριετία στις ΗΠΑ η παραγωγικότητα στον μη αγροτικό τομέα της οικονομίας αυξήθηκε 2,5% ετησίως έναντι 1,1% που είναι η μακροχρόνια τάση. Πολλοί ορθόδοξοι Αμερικανοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι αυτή η τάση μπορεί να συνεχισθεί, όμως υπάρχουν και οι σκεπτικιστές που ισχυρίζονται ότι είναι πολύ νωρίς να συμπεράνουμε για τη βιωσιμότητα αυτής της επιτάχυνσης. Γιατί μπορεί να αποτελεί απλώς την αντανάκλαση της ταχύτερης αύξησης της ζήτησης.

Και μια ακαδημαϊκή έρευνα υπό τον R. Gordon ανακάλυψε πως το μεγαλύτερο μέρος της βελτίωσης της παραγωγικότητας που έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα οφείλεται στα μαζικά κέρδη παραγωγικότητας που αφορούν την παραγωγή – και όχι τη χρήση – ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Βέβαια, είναι δύσκολο να μην εντυπωσιαστεί κανείς με τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών και την ταχύτητα με την οποία εφαρμόζονται. Εν τούτοις, η επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας δεν πρόκειται να εξαλείψει τις υφέσεις ή τη χρηματοπιστωτική αστάθεια. Απλώς να θυμίσουμε στο σημείο αυτό την πολύ πρόσφατη κατάρρευση, στην κυριολεξία, των λεγόμενων «Νέων Χρηματιστηριακών Αγορών» με προεξάρχοντα τον αμερικάνικο NASDAQ.

Η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά είχε, ως γνωστόν, υπερτιμήσει τις μετοχές των τεχνολογικών εταιρειών που ηγούνται της νέας οικονομίας και υπήρξαν ενδείξεις «μανιακής συμπεριφοράς», ιδίως για εκείνες τις μετοχές εταιρειών που δεν ήταν ακόμη κερδοφόρες. ΄Ετσι, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό, θα πρέπει να παραδεχθούμε, ότι στην αρχή της νέας χιλιετίας η νέα οικονομία δοκιμάζεται και, μάλιστα, ορισμένες φορές έντονα.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι προβληματισμοί αυτοί δεν αναιρούν την πραγματικότητα της νέας εποχής που ζούμε. Αυτό φαίνεται και από το ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να ασχοληθεί με ό,τι τη χωρίζει από τις ΗΠΑ. Αποφάσισε να ασχοληθεί με το πως – διατηρώντας το κοινωνικό της κεκτημένο έναντι του οποίου υστερούν οι ΗΠΑ – θα επιτύχει τη μετάβαση από τη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία στην κοινωνία της γνώσης. Δηλαδή στην εποχή εκείνη που η τεχνολογία της πληροφορικής θα καθορίσει τον τρόπο διεξαγωγής της οικονομικής δραστηριότητας, διενέργειας των συναλλαγών και τέλος τον τρόπο διανομής του εισοδήματος.

Ήδη με την συνάντηση κορυφής της Λισαβόνας τον Μάρτιο του 2000, η Ευρώπη των 15 αποφάσισε να επιταχύνει τον βηματισμό της προς τη νέα οικονομία της γνώσης και της πληροφόρησης. Οι ευρωπαίοι ηγέτες, κατανοώντας ότι στη μετα-ΟΝΕ εποχή η τεχνολογική υστέρηση έναντι των ΗΠΑ μεταφράζεται σε οικονομική, στρέφουν την προσοχή τους στην ανάγκη εφαρμογής σημαντικών μεταρρυθμίσεων των οικονομικών δομών και στην περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών.

Η απελευθέρωση των μεταφορών, των ταχυδρομικών υπηρεσιών, των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και ύδρευσης, η ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, η ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα και στο σύστημα εκπαίδευσης, προσδοκάται ότι θα αποτελέσουν τα εργαλεία για τη μετάβαση σε εποχή συνεχούς ανάπτυξης.

Οι αποφάσεις έκαναν σαφές, ότι η γνώση και η έρευνα αποτελούν το κλειδί για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ενιαίας ευρωπαϊκής οικονομίας.

Κυρίες και κύριοι,

Το μέλλον, όσο και αν προβληματίζει πολλούς, φαίνεται να βρίσκεται στη νέα οικονομία. Διαφορετικά, ο επόμενος αιώνας, στον οποίον μόλις μπήκαμε, θα βρει τις ΗΠΑ πολύ πιο μπροστά από την Ευρώπη από την άποψη ανταγωνιστικότητας και ευημερίας.

Για την Ελλάδα, ειδικότερα, η νέα οικονομία και η νέα εποχή αποτελούν μια μεγάλη ευκαιρία. Όμως τα πάντα θα κριθούν από την ευελιξία που θα επιδείξουμε και από την ταχύτητα με την οποία θα κινηθούμε, ως χώρα, στο άμεσο μέλλον. Πρακτικά, τώρα, τι σημαίνει η προσαρμογή ή η ένταξη στη νέα οικονομία; Κατ΄ αρχήν η πραγματικότητα της νέας οικονομίας δεν επιτρέπει υπεραπλουστεύσεις και δογματισμούς, κάτι που πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί, διότι εκ των πραγμάτων η νέα οικονομία ανατρέπει δογματικές οικονομικές θεωρήσεις του παρελθόντος. Ακόμη χρειάζεται να γίνουν πολλοί ρεαλιστικοί και ολοκληρωμένοι σχεδιασμοί για να οδηγηθεί η Ελλάδα στη νέα οικονομία.

Μια πορεία, στη διάρκεια της οποίας πρέπει να αποφευχθούν οι επικίνδυνες ή ουτοπικές θεωρήσεις. Για παράδειγμα δεν μπορεί να μιλάμε για την αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας ή για μεγαλεπήβολα σχέδια όπως το πρόγραμμα για την κοινωνία της πληροφορίας και να παραγνωρίζουμε βασικές διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομικής και κοινωνικής μας οργάνωσης.

Με άλλα λόγια πρόσβαση στη δικτυακή οικονομία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αναβάθμιση των σχετικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, χωρίς τη θαρραλέα ενίσχυση των προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης νέων προϊόντων (ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε ουραγοί στην Ε.Ε. σε ό,τι αφορά δαπάνες για έρευνα και τεχνολογία), χωρίς τη διαμόρφωση της κατάλληλης νοοτροπίας για την ανάπτυξη της δημιουργικότητας, των καινοτομικών ιδεών, της επιχειρηματικότητας των νέων.

Αλήθεια, μπορεί να αναπτυχθεί η επιχειρηματικότητα των νέων, όταν συρρικνώνονται οι υποδομές για την υποστήριξή της; Μπορούν να αξιοποιηθούν επενδυτικές ιδέες, όταν το τραπεζικό σύστημα παραμένει δύσκαμπτο και γραφειοκρατικό και στις χρηματοδοτήσεις προτάσσει το κριτήριο των παγίων εξασφαλίσεων έναντι της δυναμικής των επιχειρήσεων ή των καινοτομικών ιδεών;

Για να γίνει πράξη η ιδέα της ευελιξίας των αγορών, πρέπει να αρθούν πολλές από τις υπάρχουσες «ανασφάλειες» του οικονομικού περιβάλλοντος της επιχείρησης, του εργαζόμενου, του άνεργου και του υποψήφιου επενδυτή. Δύο κρίσιμες παράμετροι ανασφάλειας είναι το περιορισμένο κοινωνικό κράτος και η ελάχιστα αξιόπιστη δημόσια διοίκηση.

Οι φιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζουν οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες στηρίζονται σε διαφορετικά δεδομένα, ως προς τις δημόσιες υποδομές και τους θεσμούς που υπηρετούν τον πολίτη και την επιχείρηση και ως προς την κοινωνική πραγματικότητα.

Για να συμμετάσχουμε κι εμείς στην τεχνολογική επανάσταση που συντελείται στις ανεπτυγμένες οικονομίες χρειάζεται να συγκλίνουμε σε πολλά από τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, διαφορετικά κτίζουμε σε σαθρές βάσεις και οδηγούμε την οικονομία σε εικονικά ή προσωρινά επιτεύγματα.

Είναι γεγονός, ότι η Ελλάδα επέτυχε, μετά από πολυετείς προσπάθειες και θυσίες, την ονομαστική σύγκλιση για την ένταξή της στην ΟΝΕ. Βέβαια, από την κυβέρνηση προβάλλεται σήμερα επίμονα η εικόνα της ελληνικής οικονομίας ως τέτοιας που να της επιτρέπει και μέσα στην ΟΝΕ να λειτουργήσει υπό το καθεστώς που ισχύει σε αυτήν, εκείνο των έντονα ανταγωνιστικών αγορών.

Όμως, αυτό προϋποθέτει, ότι κάτω από την επιφάνεια που εκφράζουν τα τυπικά κριτήρια, υφίσταται υγιές υπόβαθρο. Αλλά η οικονομική πολιτική που ασκήθηκε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών, της μεταβατικής περιόδου για ένταξη στην ΟΝΕ, ελάχιστα εκδηλώθηκε με προσπάθειες αντιμετώπισης των προβλημάτων του υπόβαθρου.

Η επίτευξη των ονομαστικών κριτηρίων σύγκλισης για την ένταξη στην ΟΝΕ, όσο απαραίτητα και να ήταν, δεν συνιστούν δυστυχώς κάποια ουσιαστική εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας. Ο ελληνικός δημόσιος τομέας – που επίσημα προβάλλεται με σημαντικά επιτεύγματα μέσα στην τελευταία τετραετία – στην πραγματικότητα παραμένει ο μεγάλος ασθενής. Αντί της αναγκαίας μεταβίβασης των δημόσιων επιχειρήσεων σε ιδιωτικούς φορείς, χρησιμοποιήθηκε η τακτική της μετοχοποίησης, δηλαδή της μερικής αποξένωσης από την ιδιοκτησία και της ολοκληρωτικής διατήρησης της διαχείρισης τους.

Με τον τρόπο αυτό προσχωρούμε επιφανειακά στην απαίτηση των καιρών για αποκρατικοποιήσεις, αλλά το κράτος, δηλαδή η κυβέρνηση, συνεχίζει να είναι αυτό που διώχνει, διορίζει, αποπέμπει, προσλαμβάνει διοικήσεις, άσχετα αν στο ΔΣ αυτών των επιχειρήσεων συμμετέχει και εκπρόσωπος των ιδιωτών μετόχων. Και σε αυτή τη θολή κατάσταση βρίσκεται η ευκαιρία εισροής στα κρατικά ταμεία κεφαλαίων που θα έπρεπε να προορίζονται για επενδύσεις και εκσυγχρονισμό και όχι για κάλυψη ελλειμμάτων.

Σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα πρόβλημα αποτελεί, εδώ και πολλά χρόνια, η μεγάλη αναλογία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη παραγωγική δραστηριότητα. Αν και δεν υπάρχουν σχετικά στοιχεία, γενική εκτίμηση είναι, ότι η πρόοδος του εκσυγχρονισμού στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να είναι ελάχιστη. Πολλοί εκφράζουν φόβους, ότι η μεγάλη κρίση θα ξεσπάσει μετά την ουσιαστική λειτουργία της ΟΝΕ, όταν οι πολυεθνικές θα αισθανθούν πως οι κανόνες του παιγνιδιού έχουν σταθεροποιηθεί και θα μπορούν τότε να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους – στο βαθμό που θα υπάρξει – για την αγορά των 10 εκατομμυρίων κατοίκων, η οποία μέχρι σήμερα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τις έχει αφήσει αδιάφορες.

Βέβαια, μπορεί θεωρητικώς, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας να αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια ως αποτέλεσμα της υποχώρησης των επιτοκίων, της εισαγωγής σημαντικών δομικών αλλαγών -στο βαθμό που αυτές πράγματι θα υπάρξουν- της ολοκλήρωσης των μεγάλων έργων που συνδέονται με την Ολυμπιάδα του 2004, καθώς και της εισροής των κοινοτικών κονδυλίων του Γ΄ ΚΠΣ.

Αλλά ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλο μας: Για να αξιοποιήσουμε αυτές τις δυνατότητες χρειάζεται ένα ευρύτερο εθνικό σχέδιο προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στη νέα πραγματικότητα της δικτυακής οικονομίας.

Κυρίες και κύριοι,

Όλες αυτές οι επισημάνσεις είναι ασφαλώς χρήσιμες, όμως αυτό που προέχει είναι η συνειδητοποίηση της νέας εποχής στην οποίαν έχουμε εισέλθει και η αλλαγή νοοτροπίας που απαιτείται. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό από τους υπεύθυνους της οικονομικής πολιτικής της χώρας μας, αλλά και από όλους, ότι η νέα οικονομία θέτει τις βάσεις για μια διαρθρωτική μεταμόρφωση της οικονομικής δραστηριότητας, τόσο σε εθνικό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Πέρα από τις τεχνολογικές αλλαγές, η κυρίαρχη τάση που αναπτύσσεται στο πλαίσιο της νέας οικονομίας είναι η μακροχρόνια διαρθρωτική αλλαγή, με κυρίαρχη την παγκοσμιοποίηση που οδηγεί στη προσαρμογή των προϋποθέσεων ανάπτυξης στα παγκόσμια δεδομένα.

Η ανάπτυξη της νέας οικονομίας μεταβάλλει σχεδόν το σύνολο των έως σήμερα ευρέως αποδεκτών προτύπων οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας, ενώ ανάγει σε κυρίαρχα, ορισμένα χαρακτηριστικά που στο παρελθόν δεν εθεωρούντο σημαντικά. Στον 21ο αιώνα η οικονομία θα είναι δυναμική, η ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων θα αξιολογείται σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ η ευρεία δικτύωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας θα αποτελεί την επικρατούσα τάση.

Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της παραγωγής δεν θα είναι πλέον η μαζικότητα, αλλά η ευελιξία, ενώ η καινοτομία και η γνώση θα τείνουν να αντικαταστήσουν σε σπουδαιότητα τις παραδοσιακές παραγωγικές εισροές κεφαλαίου και εργασίας. Η ψηφιοποίηση αντικαθιστά σταδιακά την εκμηχάνιση, που αποτέλεσε την κύρια εξέλιξη στη βιομηχανική επανάσταση του περασμένου αιώνα, ενώ στους στόχους των επιχειρήσεων κυρίαρχη θέση αποκτούν οι συμμαχίες και οι συνεργασίες, αντικαθιστώντας πλέον τον στόχο για αυτοδυναμία και αυτάρκεια στον οποίον ανέκαθεν απέβλεπαν οι παραδοσιακοί επιχειρηματίες.

Ακόμη, το ανθρώπινο δυναμικό αναδεικνύεται σε κυρίαρχη δύναμη στο νέο ψηφιακό επιχειρηματικό περιβάλλον, αφού από αυτό πηγάζουν οι μοχλοί ανάπτυξης της νέας οικονομίας που δεν είναι άλλοι από την καινοτομία, τις ιδέες, την ευελιξία στη λήψη αποφάσεων και το ευρύ φάσμα ικανοτήτων και δεξιοτήτων.

Όλα αυτά, κυρίες και κύριοι, θα πρέπει σταδιακά να αρχίσουν να αποτελούν μια αυτονόητη προϋπόθεση για όσους δραστηριοποιούνται ή επιδιώκουν να δραστηριοποιηθούν στο χώρο των επιχειρήσεων.

Η Πολιτεία, θα πρέπει να συνδράμει ποικιλοτρόπως στη κατανόηση της νέας πραγματικότητας και των νέων απαιτήσεων. Έτσι, θα πρέπει, μεταξύ των άλλων, να υπάρξει ορθολογικός σχεδιασμός και αντίστοιχη χρησιμοποίηση των πόρων από το Γ΄ ΚΠΣ, που σε ό,τι αφορά την νέα οικονομία, δηλαδή τις νέες τεχνολογίες και την Κοινωνία της Πληροφορίας, ανέρχονται σε 2,84 δισεκατομμύρια Ευρώ, δηλαδή 967 δισεκατομμύρια δραχμές.

Η επιδίωξη, οι πόροι αυτοί να δώσουν μια σημαντική ώθηση, όχι μόνο στις επιχειρήσεις του κλάδου, αλλά και σε ολόκληρη την οικονομία, με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, αποτελεί πλέον αδήριτη ανάγκη για τον εκσυγχρονισμό, αλλά και την επιβίωση της ελληνικής οικονομίας.

Το πρόγραμμα αυτό δεν μπορεί να αξιοποιηθεί με τη συνήθη ελληνική πρακτική. Είναι μια ευκαιρία η οποία δεν πρέπει να χαθεί. Για να συμβεί αυτό πρέπει να υπάρξουν τρεις βασικές αρχές:

Διαφάνεια έτσι ώστε να διασφαλιστεί η ισότιμη μεταχείριση όλων όσων συμμετέχουν στη διαδικασία ανάπτυξης της ΚτΠ και τη μεγαλύτερη δυνατή αποσύνδεση της διαδικασίας αυτής από αλλότριες επιρροές, κυρίως δε τη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών.

Ευελιξία, γιατί οι εξελίξεις στην τεχνολογία είναι ταχύτατες και ο μηχανισμός ένταξης και αξιοποίησης των δυνατοτήτων του αναπτυξιακού πλαισίου πρέπει να είναι εξίσου ταχύς. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, η ελληνική πραγματικότητα απέχει πολύ από το να επιτυγχάνει αυτούς του στόχους.

Αποτελεσματικότητα, γιατί υπάρχει ανάγκη συντονισμού όλων των πολιτικών που σχετίζονται με την ΚτΠ και χάραξης ενιαίας στρατηγικής, για να καλυφθεί το χάσμα που χωρίζει την Ελλάδα από τις άλλες χώρες μέλη της ΕΕ.

Κυρίες και κύριοι

Οι σύγχρονες κοινωνίες βρίσκονται αντιμέτωπες με αυτό που έχει ονομασθεί ως «ψηφιακό χάσμα». Αυτό δεν χωρίζει μόνο τις ανεπτυγμένες από τις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά και τους φτωχούς από τους πλούσιους των ανεπτυγμένων χωρών και τις γυναίκες από τους άνδρες.

Οι νέες ανισότητες που διχάζουν τους πολίτες προκύπτουν από την εφαρμογή και την πρόοδο της τεχνολογίας. Στην εποχή όμως της κοινωνίας της πληροφορίας και της νέας οικονομίας ο αποκλεισμός από τις νέες τεχνολογίες συνεπάγεται αποκλεισμό από την εργασία.

Αυτή τη σκληρή αλήθεια την οποία εσείς την γνωρίζετε καλύτερα από τον καθένα οφείλουμε να την συνειδητοποιήσουμε όλοι. Πολιτική ηγεσία, οικονομικές δυνάμεις, κοινωνικοί εταίροι πρέπει να αντιληφθούμε ότι την ευκαιρία για να συμμετάσχουμε στην κατανομή της νέας ισχύος την έχουμε μπροστά μας τα επόμενα λίγα χρόνια. Δεν έχουμε το δικαίωμα να την χάσουμε.

Προηγούμενο άρθρο
Επόμενο άρθρο