Νεα

Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής

Τετάρτη, 6 Ιούν 2001

Η βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Ντόρα Μπακογιάννη μιλώντας κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής για τη ψήφιση του σχεδίου νόμου για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος τόνισε ότι: «είναι εξαιρετικά σημαντικό, διότι καταλήγουν τα δύο μεγάλα κόμματα να στείλουν ένα ισχυρό μήνυμα: Μήνυμα πολιτικής βούλησης για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και των φαινομένων τρομοκρατίας».

Η Ντόρα Μπακογιάννη επεσήμανε ότι «η τρομοκρατία έχει πλήξει την ελληνική κοινωνία ως σύνολο. Η τρομοκρατία δεν είναι υπόθεση των θυμάτων και των οικογενειών τους μόνο. Η τρομοκρατία βάλλει και κτυπά το ύψιστο αγαθό το οποίο είναι το αγαθό της ζωής. Θα έπρεπε σ΄ αυτή την αίθουσα να συμφωνήσουμε ότι η τρομοκρατία έχει στοιχίσει στην Ελλάδα πάρα πολύ σε επίπεδο πολιτικό, σε επίπεδο κοινωνικό και αντιστοίχως στο οικονομικό. Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, που τόσο μας έχει στοιχίσει, ήταν ανεπιτυχής. Είμαστε η μόνη χώρα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, που επί εικοσιπέντε χρόνια βρισκόμαστε αντιμέτωποι με φαινόμενα τρομοκρατίας και, επί εικοσιπέντε χρόνια, δεν είμαστε σε θέση να τα αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά. Το ερώτημα στο οποίο οφείλουμε να απαντήσουμε είναι “γιατί”. Τι έφταιξε;»

Η βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας είπε ότι η διεθνής εμπειρία έδειξε ότι απαιτείτο προσαρμογή του νομοθετικού πλαισίου και τόνισε ότι ήταν λάθος η καθυστέρηση της ψήφισης του. Είπε χαρακτηριστικά: «Η πραγματικότητα είναι ότι η άρνηση μας να ψηφίσουμε τέτοιο νομοθετικό πλαίσιο οφείλετο στα βιώματα μας, που ανήκουν σε μια άλλη εποχή. Και ντρεπόμαστε να βγούμε να το πούμε. Επειδή στην Ελλάδα είχαμε χούντα, επειδή κάποτε υπήρξε αστυνομικό κράτος στην Ελλάδα, σήμερα αντιδρούμε με τα βιώματα του παρελθόντος. Είναι λάθος αυτή η πολιτική αντιμετώπιση κύριοι συνάδελφοι. Και όσοι συνάδελφοι του ΠΑΣΟΚ, τόσο πολύ αμφισβητούν, το ελληνικό κράτος και την ελληνική δημοκρατία, ας μην ξεχνούν ότι η δική τους κυβέρνηση κυβερνά, σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα. Είναι δυνατόν, εμείς της Νέας Δημοκρατίας να εμπιστευόμαστε, σ΄ αυτό τον τομέα. πιο πολύ το ελληνικό κράτος, την κυβέρνηση και τους διωκτικούς μηχανισμούς, πιο πολύ από εσάς, κύριοι συνάδελφοι του ΠΑΣΟΚ; Γιατί εμείς τους εμπιστευόμαστε πιο πολύ από εσάς; Γιατί εμείς πιστεύουμε ότι δεν θα υπάρξει κρατικός λειτουργός ο οποίος θα χρησιμοποιήσει με κακό τρόπο τις διατάξεις που προβλέπονται σ΄ αυτό το σχέδιο νόμου; Αντίθετα πιστεύουμε ότι θα επιτρέψει τη συλλογή αποδεικτικού υλικού και είναι κρίσιμο μέγεθος το αποδεικτικό υλικό. Και ας μην βαυκαλιζόμαστε εδώ μέσα και πολύ περισσότερο ας μην κοροϊδεύουμε εαυτούς και αλλήλους. Χωρίς αποδεικτικό υλικό δεν μπορεί να οδηγηθεί κανείς ενώπιον της δικαιοσύνης και να δικαστεί για τέτοιας μορφής εγκλήματα».

Αναφερόμενη στις διατάξεις για τους ενόρκους είπε ότι: «Κανένας ένορκος δεν υπάρχει περίπτωση να καταδικάσει εγκληματία οργανωμένου εγκλήματος. Και το γνωρίζουμε όλοι πάρα πολύ καλά. Και επειδή εγώ έχω μια μικρή εμπειρία στο θέμα, σας διαβεβαιώ ότι δεν υπάρχει περίπτωση, να δεχθεί ένας ένορκος τηλέφωνο και να του λεχθεί ότι το τηλεφώνημα γίνεται από τη “17 Νοέμβρη” για παράδειγμα και μετά να προχωρήσει σε καταδίκη του οποιουδήποτε υπόπτου. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι αυτά που σας λέω συμβαίνουν. Όπως γνωρίζετε και κάτι άλλο: Γνωρίζετε ότι η πολιτική ζωή του τόπου επιβαρύνθηκε ιδιαίτερα με τις απειλές της “17 Νοέμβρη”, άσχετα αν είχαν μερικοί το θάρρος να το ομολογήσουν ή όχι. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα ήταν ότι επιβαρύνθηκε η πολιτική ζωή και επιβαρύνθηκε υπέρμετρα. Άρα είναι σωστό να δικάζονται μόνο από δικαστές».

Και κατέληξε στην ομιλία της με μια προσωπική αναφορά : «επιτρέψτε μου να κλείσω με μια προσωπική αναφορά, παραφράζοντας τον Μπρεχτ. Ο Παύλος Μπακογιάννης ανήκε σ΄ αυτούς που όταν κτυπούσαν τους εργάτες μιλούσε και ας μην ήταν ο ίδιος εργάτης. Όταν κτυπούσαν τους κομμουνιστές μιλούσε και ας μην ήταν κομμουνιστής. Όταν βασάνιζε η χούντα τους κρατούμενους στις φυλακές μιλούσε και ας μην ήταν κρατούμενος. Όταν εκείνος δολοφονήθηκε ένα πρωϊ του Σεπτεμβρίου στην Αθήνα, πάρα πολλοί δεν μίλησαν. Και δεν μίλησαν γιατί φοβόντουσαν και δεν μίλησαν γιατί δεν είχαν το κουράγιο να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο μιας τυχόν επερχόμενης άλλης δολοφονίας.

Η Βουλή των Ελλήνων οφείλει σήμερα το 2001, εικοσιπέντε χρόνια μετά να στείλει ένα μήνυμα, μήνυμα το οποίο πρέπει να είναι ομόφωνο για να εκφράζει το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας αυτού του τόπου και να λέει ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχθούμε άλλου είδους τρομοκρατικές πράξεις. Μας χώρισαν πολλές φορές στην αίθουσα αυτή οι αντιλήψεις για την τρομοκρατία, τώρα είναι η ώρα που τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν κοινή αντίληψη. Είναι θετικό για τον τόπο, είναι θετικό για το στόχο. Καλόν είναι να καταλάβουν άπαντες ότι οι Έλληνες πολιτικοί δεν πρόκειται να βάλουν την ουρά κάτω από τα σκέλια, αλλά θα αντιδράσουν έστω και καθυστερημένα».

Προηγούμενο άρθρο
Επόμενο άρθρο