Κυρίες και κύριοι,
Πριν από σαράντα χρόνια περίπου, ο πρώτος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, o Walter Hallstein, αποφάσισε να επισημοποιήσει τις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τους εκπρόσωπους των τρίτων χωρών στις Βρυξέλλες. Ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, ο στρατηγός de Gaulle δυσφόρησε και καταδίκασε την «τεχνητή χώρα που ξεπηδάει από το φρύδι ενός τεχνοκράτη», όπως είχε πει. Η αντίθεση εκείνης της εποχής, έθεσε για πρώτη φορά, εκ των πραγμάτων, την πολιτική παράμετρο της διεθνούς εκπροσώπησης και της εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Για πολλά χρόνια η εξωτερική πολιτική ήταν πάντοτε ταυτισμένη με την έννοια του έθνους. Σήμερα, οι ηγέτες και οι λαοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλούνται να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της διαμόρφωσης μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής για την εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια .
Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν το πολιτικό τοπίο της Ευρώπης, άλλαξε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εξελίχθηκε εντυπωσιακά. Κατ’ αρχήν, κατέστη και παραμένει το όνειρο πλειάδας εθνών που επιθυμούν να καταστούν μέλη της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται, επίσης, ένας από τους πιο ισχυρούς ρυθμιστές των παγκοσμίων οικονομικών σχέσεων. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη απόρριψη από την Ευρωπαϊκή Ένωση της συγχώνευσης της General Electric με την Honeywell, που ανησύχησε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Όπως και η μάχη που έχασαν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου με αντίπαλο την Ευρωπαϊκή Ένωση. Καταδικάστηκε επίσης η πρακτική της επιδότησης των εξαγωγών από τις ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πέτυχε ακόμα να «μπλοκάρει», τα αμερικανικά γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα.
Αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίες και κύριοι, έχει και καίριες αδυναμίες. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι δαιδαλώδης και αργή. Το δημοκρατικό έλλειμμα παραμένει μεγάλο. Η νέα Συνθήκη της Νίκαιας σηματοδότησε το δρόμο για μια άλλη, νέα, Ένωση, για μια Ευρώπη με 23, 25 ή και 27 κράτη-μέλη. Δεν πέτυχε όμως να αντιμετωπίσει ριζικά τη θεσμική της ανεπάρκεια. Το πολιτικό σκέλος είναι αδύναμο – και συχνά συγκρουσιακό. Η κοινή εξωτερική πολιτική και η αμυντική πολιτική της βρίσκεται στα σπάργανα και τελεί υπό καθεστώς πολλαπλών εξωτερικών πιέσεων, ή και εκβιασμών. Η δημιουργία της νέας θέσης του ύπατου εκπροσώπου της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Άμυνας το 1999, και η απόφαση του Ελσίνκι για τη συγκρότηση του σώματος ταχείας αντίδρασης, του Ευρωστρατού, μπορεί να αποτέλεσαν δύο σημαντικά βήματα. Δεν αρκούν όμως. Γιατί δεν απαντούν στην πολιτική πρόκληση για τους στόχους και το χαρακτήρα της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.
Κυρίες και κύριοι,
Την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα ο κόσμος άλλαξε. Αλλάζει ακόμη, με ταχύτατους ρυθμούς. Η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί καινούργια δεδομένα. Κυριαρχεί, αλλά κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει με ασφάλεια το μέλλον. Η διακίνηση των κεφαλαίων και των προϊόντων αλλάζουν τις ισορροπίες στις διεθνείς αγορές. Η τεχνολογική εξέλιξη και η ταχύτητα μετάδοσης της γνώσης και της πληροφορίας διαμορφώνουν νέους παράγοντες ισχύος. Πολλές φορές πλέον η τεχνολογία προπορεύεται της κοινωνίας και η κοινωνία της πολιτικής. Δυστυχώς η οικονομική γιγάντωση των επιχειρήσεων και η αύξηση του παραγόμενου πλούτου δεν οδήγησε στη μείωση των ανισοτήτων στον κόσμο. Στη σημερινή εποχή, το 86% του πλούτου ανήκει στο πιο πλούσιο 20% του πληθυσμού. Το 1/6 του πληθυσμού του πλανήτη, περίπου 1,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι, επιβιώνει χωρίς καθαρό νερό και ζούνε με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. Στοιχείο αυτής της πραγματικότητας των διευρυμένων ανισοτήτων είναι και τα δημογραφικά δεδομένα.
Η Ευρώπη είναι πλέον κυριολεκτικώς η «γηραιά ήπειρος». Εν αντιθέσει, για παράδειγμα, με τις άλλες ηπείρους γύρω από την λεκάνη της Μεσογείου, των οποίων ο πληθυσμός αυξάνει με ταχύτατους ρυθμούς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το ρεύμα μετανάστευσης προς την Ευρώπη είναι ένα νέο πρόβλημα το οποίο οφείλουμε να διαχειριστούμε. Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με την μεγάλη πρόκληση να εγγράψει με ενιαίο, ισχυρό και αποτελεσματικό τρόπο τη διεθνή της παρουσία. Ολοένα και περισσότερο τείνουν να εμφανίζονται διεθνή προβλήματα που απαιτούν διεθνείς λύσεις. Ας μην γελιόμαστε, είναι αναγκαίο η Ευρώπη να έχει παρέμβαση. Τα ευρωπαϊκά κράτη να εκφράζουν μία και κοινή θέση. Να διατυπώνουν ισχυρό και ενιαίο λόγο. Να έχουν μία φωνή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει, ούτε και είναι απαραίτητο, να μεταμορφωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα υπερ-κράτος. Είναι λογικό και θεμιτό, τα κράτη μέλη να διατηρούνε το προνόμιο άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Όμως είναι απαραίτητο, στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ήπειρος μας να λειτουργούμε συνολικά και αρμονικά.
Κυρίες και κύριοι,
Οι εξελίξεις στα Βαλκάνια αποκάλυψαν την ανυπαρξία της εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην αρχή η Ευρώπη άνοιξε «τον ασκό του Αιόλου», αποδεχόμενη τη διάλυση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Στη συνέχεια όμως, στη Βοσνία απέτυχε σε όλες σχεδόν τις παρεμβάσεις της εκχωρώντας το ρόλο της στις ΗΠΑ. Τέλος στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου ο εξ΄ αρχής περιορισμένος ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έφερε τους πάντες ενώπιον των ευθυνών τους. Αποδείχθηκε ότι η εκδήλωση τοπικών συγκρούσεων, όπως στην Πρώην Γιουγκοσλαβία, μπορούν πολύ εύκολα να αποσταθεροποιήσουν τα σύνορα μας – τα σύνορα της Ευρώπης.
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να παραμένουμε απαθείς. Οι Ευρωπαίοι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με πολλαπλές απειλές. Η διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής, το λαθρεμπόριο όπλων, το παράνομο εμπόριο πυρηνικών υλικών, ο φοντεμενταλισμός ή οι εθνικιστικές εξτρεμιστικές τάσεις, είναι κάποια από τα προβλήματα της νέας εποχής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να προασπίζει τις κοινές αξίες και αρχές των Δεκαπέντε, τα θεμελιώδη συμφέροντα της, την ανεξαρτησία και την ασφάλεια της. Με κοινό σκοπό και ξεκάθαρο στόχο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα έχει δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις. Συμφέροντα αλλά και ευθύνες. Για να ανταποκριθεί σε αυτό το ρόλο η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται να επεξεργαστεί μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για το διεθνή της ρόλο. Με σαφείς προτεραιότητες και συγκεκριμένους στόχους. Μια κοινή πολιτική για την εξωτερική πολιτική και την άμυνα που θα έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά :
Πρώτον, η πολιτική μας πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένες αρχές. Άμυνα σημαίνει αμυντική θωράκιση και προστασία των συνόρων της Ευρώπης. Αν αυτή η αρχή δεν είναι αδιαπραγμάτευτη τότε δεν έχει νόημα, δεν μπορούμε να συζητούμε για ενιαία αμυντική πολιτική. Το θέμα βρίσκεται στο επίκεντρο ενόψει της υλοποίησης των αποφάσεων για τη συγκρότηση του Ευρωστρατού.
Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού που αναπτύσσεται σε όλα τα κράτη-μέλη διατυπώνονται σχέδια, ιδέες ή προτάσεις που είναι απαράδεκτες. Για παράδειγμα η ιδέα για εξαίρεση του χώρου του Αιγαίου ή της Κύπρου. Ή η πρόταση για πιθανό – έστω και άτυπο- βέτο μιας χώρας μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε στο πεδίο της εφαρμογής, είτε στο επίπεδο του σχεδιασμού και της λήψης των αποφάσεων. Η προώθηση τέτοιων σχεδιασμών συγκροτούν ένα πλαίσιο συζήτησης που δυναμιτίζει το σύνολο του οικοδομήματος της ευρωπαϊκής άμυνας. Είναι φρόνιμο και πολιτικώς ωφέλιμο, αυτό να ξεκαθαριστεί εγκαίρως. Διότι μια Ευρώπη που δεν έχει σταθερές αρχές και αξίες, δεν μπορεί να έχει παρέμβαση. Δεν μπορεί να αναπτυχθεί θεσμικά ως πολιτικός και αμυντικός πυλώνας.
Δεύτερον, οφείλουμε να διαχειριστούμε με πιο αποτελεσματικό τρόπο τις σχέσεις μας με τους γείτονές μας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω της απεριόριστης εμπιστοσύνης τους στην τεχνολογία, της πρωτοκαθεδρίας τους ως παγκόσμια υπερδύναμη και της γεωγραφικής τους θέσης, αναζητούν τεχνικές απαντήσεις – όπως η αντιπυραυλική ασπίδα- στις απειλές που αντιμετωπίζουν. Είτε κανείς συμφωνεί είτε διαφωνεί με αυτήν την πολιτική -και προσωπικά δεν μπορώ να πω ότι ανήκω στην κατηγορία αυτών που έχουν πειστεί- είναι σαφές ότι η επιλογή αυτή προέρχεται από την αντίληψη ότι το διεθνές μας σύστημα μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η αντίληψη των Αμερικανών έχει αυξήσει την εξάρτηση τους από πολιτικές (στρατιωτικές απειλές και στρατιωτική δράση), οι οποίες στην Ευρώπη βρίσκονται στην δικαιοδοσία των κρατών μελών.
Αντιθέτως, στην περίπτωση της Ευρώπης οι οικονομικές σχέσεις και οι γεωπολιτικές ισορροπίες δεν μας επιτρέπουν μια τέτοια επιλογή ακόμη και αν την επιδιώκαμε. Μπορούμε μόνο να θεμελιώσουμε την κοινή μας ασφάλεια με το να προσελκύσουμε τους γείτονες μας εποικοδομητικά. Αυτό απαιτεί την εφαρμογή πολιτικών, όπως το ανοιχτό εμπόριο, την εξωτερική οικονομική βοήθεια, την συνεργασία σε θέματα περιβάλλοντος, την πολιτική ανταγωνισμού και άλλα που βρίσκονται ήδη στην δικαιοδοσία της Κοινότητας. Δεν είναι πλέον δυνατό για τα κράτη μέλη, το καθένα ξεχωριστά, να ακολουθούνε μια αποτελεσματική εξωτερική πολιτική. Όχι μόνο γιατί είναι μικρά αλλά επειδή έχουν επιλέξει να διεκπεραιώνουν μια σειρά από πολιτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τρίτον, πρέπει να ενισχύσουμε το ρόλο της Ευρώπης ως δύναμης σταθερότητας. Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, παρέχουν άνω του μισού των κεφαλαίων για την διεθνή βοήθεια στην ανάπτυξη, άνω του 50% της παγκόσμιας ανθρωπιστικής βοήθειας. Η Ευρώπη δίνει το ένα τρίτο της παγκόσμιας βοήθειας προς τη Μέση Ανατολή. Καταβάλλει το 60% των κεφαλαίων που κατευθύνονται προς τη Ρωσία και τις δημοκρατίες που ακολούθησαν την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Συμβάλει σε ποσοστό το 40% για τη βοήθεια ανασυγκρότησης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Όμως, αυτό δεν επαρκεί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα, μοναδικό ιστορικά, πείραμα στην περιφερειακή ενσωμάτωση. Μέχρι στιγμής, ένα επιτυχημένο πείραμα. Επιδιώκουμε να διατηρούμε τα καλύτερα: τις ξεχωριστές κουλτούρες των κρατών μελών, τις γλώσσες, τις παραδόσεις και τις εθνικές ταυτότητες. Υπερβαίνοντας ταυτόχρονα τα χειρότερα: τον εθνικισμό, την ξενοφοβία, τις αμοιβαία επιβλαβείς εμπορικές και νομισματικές πολιτικές. Γι αυτό πρέπει να μεταφέρουμε στο διεθνές επίπεδο την εμπειρία μας από την πολυμερή συνεργασία.
Όχι μόνο μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να προσφέρει στις προσπάθειες ενός κόσμου να επιτύχει η πολυμερής συνεργασία, στα Ηνωμένα Έθνη, στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και αλλού, αλλά το μοντέλο της ενσωμάτωσης που επιλέξαμε εμπνέει περιφερειακά πειράματα υπερεθνικών συνεργασιών από την Ασία μέχρι την Λατινική Αμερική. Με την δέσμευση μας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μπορούμε να καταρρίψουμε αυτό το πρωτόγονο αξίωμα σύμφωναμε το οποίο η δημοκρατία και η οικονομική ανάπτυξη δεν συμβαδίζουν. Η φιλοδοξία μας πρέπει να είναι να μεταδώσουμε προς τα έξω τα καλύτερα στοιχεία του μοντέλου μας. Αυτήν την ισορροπία που θέλουμε να επιτύχουμε μεταξύ εθνικών ελευθεριών και κοινών αρχών και αξιών.
Τέταρτον, η Ευρώπη οφείλει να εξελιχθεί σε έναν ομόλογο, ουσιαστικό, εταίρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Το δίλημμα μεταξύ «ευρωπαϊσμού» και «ατλαντισμού» είναι τεχνητό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, είτε μας αρέσει είτε όχι, ήταν, είναι και θα είναι σύμμαχος της Ευρώπης. Και υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι για αυτό. Υπάρχουν βέβαια πολλά σημεία στα οποία διαφωνούμε. Τα Ηνωμένα Έθνη, για παράδειγμα, η περιβαλλοντική πολιτική ή και η τάση της Αμερικής να αναζητά εξωτερικά δικαιώματα σε άλλα κράτη συνδυασμένη με την νευραλγική της άρνηση να δέχεται τρίτες απόψεις σε θέματα που θεωρεί ότι την αφορούν. Αλλά δεν πρόκειται να επικρατήσουμε με την επιχειρηματολογία μας αν δεν μας πάρουν στα σοβαρά. Σήμερα, σε πολλές περιπτώσεις αυτό δεν γίνεται.
Αλλά για να λέμε και τα πράματα με το όνομα τους, ούτε και αξίζουμε να μας παίρνουν στα σοβαρά. Με μια πιο αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ μας, αναπτύσσοντας μια κοινή εξωτερική πολιτική, θα μπορέσουμε να αναδείξουμε την πραγματική προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να συνεισφέρουμε στην καλλιέργεια μιας πιο υγιούς παγκοσμίου ισορροπίας.
Κυρίες και κύριοι,
Επιτρέψτε μου όμως ένα τελευταία σχόλιο. Ο μεγαλύτερος εχθρός για την θεμελίωση μια κοινής εξωτερικής πολιτικής και την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Πριν από μερικές εβδομάδες ήχησε στην Ιρλανδία ένα καμπανάκι. Η Ιρλανδία, είναι μια χώρα που έχει λάβει δισεκατομμύρια ευρώ από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πραγματοποίησε τα τελευταία χρόνια το οικονομικό θαύμα της Ευρώπης. Οι ίδιοι οι Ιρλανδοί σε ποσοστό 86%, σύμφωνα με τις έρευνες της κοινής γνώμης, θεωρούν ότι έχουν ωφεληθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ιρλανδία όμως απέρριψε την συνθήκη της Νίκαιας. Αποδεικνύοντας ότι τα οικονομικά οφέλη από μόνα τους δεν πείθουν. Οι Ιρλανδοί μας έστειλαν ένα μήνυμα.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις κοινωνίες. Χωρίς να επιδεικνύει ευαισθησία στις επιθυμίες και τις ανάγκες των πολιτών. Χωρίς να αναγνωρίζει και να εκφράζει τους φόβους και τις ελπίδες των ευρωπαϊκών λαών. Πρέπει να θέσουμε το πολίτη συμμέτοχο στην διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Κοινωνό τον προσδοκιών μας για μια καλύτερη Ευρώπη.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με την δημοκρατική μας ολοκλήρωση. Και η διαφάνεια δεν μπορεί παρά να είναι συνώνυμη της λειτουργίας των ευρωπαϊκών οργάνων. Η κοινή εξωτερική πολιτική της Ένωσης είναι μία καλή ευκαιρία – μια καλή αρχή στον δρόμο της δημοκρατικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης.
Κυρίες και κύριοι,
Η ιδέα μια ευρωπαϊκής κοινής αγοράς είχε βγάλει φτερά στο συμβούλιο της Μεσσίνα του 1955. Ο τότε εκπρόσωπος του Ηνωμένου Βασιλείου απεχώρησε οργισμένος με την έλλειψη ρεαλισμού των άλλων συμμετεχόντων δηλώνοντας ότι μια τέτοια Κοινότητα δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει πραγματικότητα. Ότι ακόμη και αν κατασκευαζόταν, δεν θα διαρκούσε.
Η ιστορία τον διέψευσε.
Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η μετεξέλιξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ετοιμάζεται να υποδεχθεί το ενιαίο νόμισμα και σε λίγα χρόνια άλλα 150 εκατομμύρια πολίτες. Δεν υπάρχει λόγος γιατί η ιστορία να μην είναι στο πλευρό μια κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Η Ευρώπη μπορεί και πρέπει να συμβάλλει στην διατήρηση της διεθνούς ειρήνης, την προώθηση της συνεργασίας, της δημοκρατίας και τωνανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αρκεί να καταλάβουμε ότι μπορούμε. Αρκεί να το θελήσουμε.