«Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητοί φίλοι,
Ευχαριστώ τον Ροταριανό Όμιλο Αθηνών και τον πρόεδρό του για την ευγενική τους πρόσκληση να βρεθώ απόψε κοντά σας.
Τους ευχαριστώ και για κάτι άλλο ακόμα: Για την ευκαιρία που μου προσφέρουν να βρεθώ κοντά σε ανθρώπους με ενδιαφέρον για τα κοινά, για τον τόπο μας και για την πρωτεύουσά μας την Αθήνα.
Την Αθήνα, κυρίες και κύριοι, την περιγράφουμε συχνά ως «την αρχαιότερη πρωτεύουσα της Ευρώπης». Στην πραγματικότητα – ενώ είναι μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Ευρώπης – είναι μία από τις νεώτερες πρωτεύουσες.
Την περιγράφουμε επίσης ως την «πόλη-καταλύτη» για τον δυτικό πολιτισμό – και πράγματι ο δυτικός, τουλάχιστον, κόσμος δεν θα ήταν αυτός που ξέρουμε χωρίς την Αθήνα.
Όμως ελάχιστες ευρωπαϊκές πόλεις εμφανίζουν διαχρονικώς τέτοιες διακυμάνσεις στο μέγεθος, αλλά κυρίως στη σημασία τους, όσο η Αθήνα.
Άλλες πόλεις είχαν συνέχεια, ως μεγάλα αστικά κέντρα: Η Αλεξάνδρεια, η Κωνσταντινούπολη και φυσικά η δική μας Θεσσαλονίκη.
Αντίθετα η Αθήνα σήμερα, εξ’ αιτίας των ιστορικών της περιπετειών, αλλά και λόγω της δικής μας στάσης ως νεωτέρων Ελλήνων, παρουσιάζει μεγάλη ασυνέχεια.
Η γενική εικόνα από τον βράχο της Ακρόπολης είναι μια θάλασσα πολυκατοικιών. Μέσα σ’ αυτή τη θάλασσα του τσιμέντου επιζούν, ως νησίδες πλέον, τα υπολείμματα του λαμπρού της παρελθόντος. Τα αρχαία μνημεία, τα διάσπαρτα, μικρού μεγέθους, βυζαντινά μνημεία της και μερικά, επίσης μικρά Οθωμανικά μνημεία. Η σύγχρονη Ελλάδα μπορεί πια να τα προστατεύσει και να τα αναδείξει κι’ αυτά με την αυτοπεποίθηση του σήμερα και χωρίς τα συμπλέγματα του χθες.
Κυρίες και κύριοι,
Το πρώτο, μικρό, ελληνικό κράτος ευτύχησε να δημιουργηθεί ακριβώς πάνω στην πανευρωπαϊκή άνθιση του νεοκλασικισμού.
Στη μικρή Αθήνα του Όθωνα ήρθαν τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά ονόματα της Ευρώπης: ο Κρίστιαν Χάνσεν, που έχτισε το Πανεπιστήμιο και το Οφθαλμιατρείο, ο Θεόφιλος Χάνσεν, που έχτισε την Ακαδημία, την Εθνική Βιβλιοθήκη και το Αστεροσκοπείο. Ο Γκαίρτνερ, που έχτισε τα παλαιά ανάκτορα. . Κοντά σ’ αυτούς ο δικός μας Κλεάνθης και αρκετοί άλλοι Έλληνες.
Αγαπητοί φίλοι,
Αργότερα ήρθε ο Τσίλλερ – που έχτισε το θαυμάσιο Ιλίου Μέλαθρον, τα λιτά νέα ανάκτορα, το Μέγαρο Μελά και τόσα άλλα κτίρια, τόσο στην Αθήνα όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Όταν ο Καβάφης έφτασε στην Αθήνα για πρώτη φορά, γύρω στο 1906 αν θυμάμαι καλά, την περιέγραψε, επί λέξει, ως «ωραιότατη πόλη, γαλλικού ή ιταλικού τύπου, εντελώς ευρωπαϊκή». Ήταν η περίοδος που η πρωτεύουσα έχαιρε αισθητικής ενότητας σ’ όλα τα επίπεδα και, επιπλέον, είχε αρχίσει να εκσυγχρονίζεται: Ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, εκτεταμένο δίκτυο τραμ, κλπ.
Εκατό χρόνια μετά η «ωραιότατη αυτή» και «εντελώς Ευρωπαϊκή» πόλη συνήθως περιγράφεται – από τους ίδιους της τους κατοίκους – ως «τσιμεντένιο τέρας» και ως «πόλη τριτοκοσμική»!
Όλοι γνωρίζουμε τι μεσολάβησε για την τραγική αυτή αντιστροφή. Θα τα αναφέρω λοιπόν τηλεγραφικά:
Πρώτον: Δύο πελώριες πληθυσμιακές μετακινήσεις: Το κύμα των προσφύγων, το 1923, και η εσωτερική μετανάστευση, κυρίως μετά το ’50.
Δεύτερον: Η απουσία σεβασμού για το πρόσφατο παρελθόν, όχι μόνο από τους αρμόδιους, στους οποίους συνηθίζουμε να τα ρίχνουμε όλα, αλλά και από τους ίδιους τους πολίτες.
Τρίτον, η απουσία πολεοδομικού σχεδιασμού και διορατικότητας. Πρώτα χτίζαμε, μετά πολεοδομούσαμε, ή ψάχναμε να βρούμε που θα βάλουμε τα αυτοκίνητα! Πρώτα χτίσαμε και μετά ανακαλύψαμε πόσο σπουδαία ήταν αυτά που γκρεμίσαμε!
Με αυτό που συνέβη μετά τον πόλεμο όχι μόνο χάθηκε η αισθητική ενότητα της πόλης αλλά και η ποιότητα της ζωής. Χάθηκε η αγάπη για την πόλη – το πιο τραγικό απ’ όλα. Μόνο ο ένας στους τρεις Αθηναίους, σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, αγαπά την Αθήνα. Σχεδόν όλοι οι Θεσσαλονικείς, αντίθετα, αγαπούν την δική τους πόλη.
Κυρίες και κύριοι,
Έχω βαθιά επίγνωση της βαρύτατης ευθύνης που αναλαμβάνω θέτοντας υποψηφιότητα για Δήμαρχος της Αθήνας την παραμονή των Ολυμπιακών αγώνων του 2004. Με τους αγώνες αυτούς η Αθήνα έχει μια νέα ιστορική ευκαιρία αναβάθμισης. Έχασε την πρώτη, που μας άφησε μερικά ωραία νεοκλασικά τουλάχιστον. Έχασε τη δεύτερη, απ’ τον παγκόσμιο πόλεμο μέχρι σήμερα. Δεν δικαιούται να χάσει και την τρίτη.
Σπεύδω να διευκρινίσω ότι η τρίτη αυτή ευκαιρία δεν είναι πια, δυστυχώς, μια δομική ευκαιρία. Δεν είμαι αιθεροβάμων. Η Αθήνα έχει ήδη κτιστεί. Έχει ήδη πάρει μια γνωστή σε όλους μας μορφή. Η δημοτική αρχή δεν έχει καίριες αρμοδιότητες και η πόλη έχει γενικά υποβαθμισθεί.
Πιστεύω όμως ακράδαντα ότι μπορεί να αναβαθμισθεί σημαντικά. Για την αναβάθμιση αυτή της Αθήνας, για να μην χαθεί η τελευταία αυτή ευκαιρία, έχω δεσμευθεί απέναντι στις Αθηναίες και στους Αθηναίους ότι θα αγωνισθώ – σε κάθε δυνατό επίπεδο – για ν’ αλλάξει, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν, αυτή η πόλη.
Αξίζει να δούμε λίγο τους άξονες αυτής της αναβάθμισης, όπως την σχεδιάζουμε – και όπως θα ήταν εφικτή.
Σημειώνω ότι τελικός στόχος κάθε προσπάθειας είναι η επανασυμφιλίωση των Αθηναίων με την πόλη τους. Μόνο τότε εκφράσεις όπως «ανάκτηση της ιστορικής φυσιογνωμίας της Αθήνας», «πολεοδομική ανάπλαση» κλπ, κλπ, θα έχουν νόημα και για τους κατοίκους της πόλης – και όχι μόνο για τους σχεδιαστές επί χάρτου.
Θα αναφέρω τις βασικές κατευθύνσεις σε τρεις γενικές ενότητες: -Τη διοικητική-οικονομική -Τη λειτουργική -Την αισθητική της πόλης
Η Αθήνα, φίλες και φίλοι, χρειάζεται διοικητική ανασύνταξη. Αποκομμένη διοικητικά από την άμεση συνέχειά της προς πολλές κατευθύνσεις δεν μπορεί να γίνει – σε μεγάλο ποσοστό – αντικείμενο ορθής διοίκησης και αποτελεσματικού σχεδιασμού έργων.
Αν θελήσεις π.χ. να φυτέψεις τη τρανή λεωφόρο της Συγγρού πρέπει να συμπράξεις με τους Δήμους Καλλιθέας, Νέας Σμύρνης, Πειραιώς και Παλαιού Φαλήρου! Έτσι, η λεωφόρος – είσοδος της πόλης, πλην της νησίδας που συντηρεί το ΥΠΕΧΩΔΕ είναι ολόγυμνη εκατέρωθεν από πράσινο.
Δεν θα σας κουράσω αναφέροντας δεκάδες άλλα παραδείγματα που μου έρχονται στο νου. Αρκεί ένα: Η Αθήνα, τυπικά, φιλοξενεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αλλά, σχεδόν, κανένα έργο σημασίας γι’ αυτούς δεν γίνεται στο Δήμο της Αθήνας!
Χρειαζόμαστε λοιπόν μια νέου εύρους διοίκηση.
Η Αθήνα αύριο πρέπει επιτέλους να διεκδικήσει τις αρμοδιότητές της. Δεν μπορεί 15 οργανισμοί να σκάβουν έτσι, χωρίς πρόγραμμα, 39 υπηρεσίες να μοιράζονται για τα πάρκα της, και 25 υπουργεία να αποφασίζουν ερήμην της.
Η Αθήνα, επίσης, φίλες και φίλοι, χρειάζεται οικονομικό-επενδυτικό επανασχεδιασμό. Σας δίνω ένα παράδειγμα: την παρακμή της ως τουριστικού προορισμού. Θυμηθείτε ότι η Αθήνα, μια από τις ιστορικές πρωτεύουσες της Ευρώπης, δεν αποτελεί σημείο προορισμού των επισκεπτών, αλλά είναι απλά σταθμός μετεπιβίβασης για άλλους προορισμούς.
Στόχος της παράταξης μας «Αθήνα αύριο» είναι η να καταστεί η πόλη μας σύγχρονο επιχειρηματικό κέντρο, αξιοποιώντας και τις δυνατότητες που παρέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Αθήνα θα δώσει έμφαση στις νέες επιχειρήσεις για νέους ανθρώπους σε σύγχρονα αντικείμενα υψηλής τεχνολογίας και έντασης γνώσης. Με εργαλείο τη νέα επιχειρηματικότητα φιλοδοξία μας είναι να προχωρήσουμε σε ανάπλαση υποβαθμισμένων περιοχών και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στα όρια του δήμου.
Η διοικητικά και οικονομικά αναβαθμισμένη Αθήνα θα καταστεί πραγματικότητα τόσο με τις δικές μας όσο και με τις νέες κυβερνητικές δράσεις από μια άλλη κυβέρνηση που σύντομα θα βρεθεί – με μια πιο φιλελεύθερη αντίληψη – στην εξουσία.
Κυρίες και κύριοι,
Μια δεύτερη ενότητα είναι η συνεχής λειτουργική αναβάθμιση της Αθήνας, η εν ευρεία εννοία ποιότητα της ζωής.
Ο μέσος Αθηναίος χάνει κάθε μέρα δύο με τρεις τουλάχιστον ώρες προσπαθώντας να μετακινηθεί. Στην προσπάθειά του αυτή επιβαρύνεται οικονομικά, ενώ ρυπαίνει και το περιβάλλον.
Τα μεγάλα έργα που προχώρησαν την τελευταία δεκαετία – μετρό, αεροδρόμιο και Αττική Οδός – έδωσαν στους Αθηναίους την ελπίδα ότι κάτι μπορεί ν’ αλλάξει σ’ αυτή την πόλη. Όμως η πραγματικότητα μας έχει ήδη προσγειώσει.
Το κυκλοφοριακό δεν λύθηκε. Χρειάζονται πολύ μεγαλύτερες επενδύσεις για να μπορέσει το υπόγειο δίκτυο μετακινήσεων ν’ αλλάξει την πορεία της πόλης. Τα υπέργεια μέσα σταθερής τροχιάς – προαστιακός και τραμ – είναι μια εναλλακτική επένδυση. Δεν θα πρέπει όμως να στηρίζουμε υπερβολικές ελπίδες σ’ αυτά, ιδίως με τον τρόπο που υλοποιούνται. Υπάρχουν περιοχές της Αθήνας, τις οποίες το έργο του προαστιακού απειλεί με οριστική γκετοποίηση και υποβάθμιση.
Στην Αθήνα λοιπόν, την πυκνοκατοικημένη πόλη με τους στενούς δρόμους, το βάρος πρέπει να πέσει σε νέες, μεγάλες υπόγειες διαδρομές.
Μετρό, που είναι η μόνη κυκλοφοριακή επένδυση υψηλής απόδοσης.
Ανισόπεδοι κόμβοι και σήραγγες για διάνοιξη νέων οδικών αξόνων.
Υπογειοποιήσεις, με έμφαση σε αυτές του ηλεκτρικού και του προαστιακού σιδηροδρόμου.
Φίλες και φίλοι,
Αλληλένδετα συνδεδεμένο με το κυκλοφοριακό είναι το πρόβλημα των πάρκινγκ. Η κυβέρνηση δεν φρόντισε να κάνει γκαράζ ούτε εκεί που η ανάγκη είναι προφανής, όπως για παράδειγμα στους σταθμούς του μετρό που χρησιμοποιούνται για μετεπιβίβαση. Για ν’ αντιμετωπισθεί όμως το πρόβλημα της στάθμευσης δεν αρκούν μόνο τα χρήματα του κράτους.
Η πόλη έχει ανάγκη από μια συνολική πολιτική στάθμευσης η οποία πρέπει να στηρίζεται σε τρεις βασικές αρχές:
Την αρχή της απελευθέρωσης της πόλης. Περισσότερες θέσεις στάθμευσης για τα καινούργια αυτοκίνητα που έρχονται να σταθμεύσουν στην πόλη.
Την αρχή της προτεραιότητας στους μόνιμους κατοίκους. Στη γειτονιά τους οι πολίτες που έχουν μόνιμη κατοικία πρέπει να έχουν ευνοϊκή μεταχείριση, τόσο στις θέσεις που βρίσκονται στο δρόμο, όσο και στις θέσεις που δημιουργούνται στα αυτοχρηματοδοτούμενα γκαράζ που δημιουργούνται.
Την αρχή του σεβασμού του κοινωνικού συνόλου. Δεν μπορούμε να σταθμεύουμε με τρόπο προκλητικά αντικοινωνικό. Να κλείνουμε για παράδειγμα τον άλλο, ή το δρόμο, σταθμεύοντας σε διπλή σειρά, ή να προκαλούμε ατυχήματα παρκάροντας στις γωνίες των δρόμων και εμποδίζοντας την ορατότητα.
Κυρίες και κύριοι,
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα της Αθήνας είναι η έλλειψη χώρων πρασίνου και γενικά ελεύθερων χώρων. Η Αθήνα έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά πρασίνου. Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα αν λάβουμε υπόψη το ποσοστό πρασίνου στο οποίο οι Αθηναίοι έχουν πρόσβαση σε απόσταση περιπάτου από το σπίτι τους.
Η Αθήνα πρέπει να δώσει στα επόμενα χρόνια δύο μάχες για να γίνει μια πόλη με περισσότερο πράσινο.
Η πρώτη είναι η μάχη των ελεύθερων χώρων. Πρέπει να βρεθούν πόροι για να μετατρέψουμε τα τελευταία αδόμητα οικόπεδα που έχουν μείνει σε πράσινο, περιλαμβανομένων και των χώρων που μπορούν ν’ απελευθερωθούν στην καρδιά της πόλης από την υπογειοποίηση των γραμμών του ηλεκτρικού και του προαστιακού σιδηροδρόμου.
Ταυτόχρονα πρέπει να αυξήσουμε τον όγκο και την ποιότητα του πρασίνου. Χρειαζόμαστε περισσότερα και μεγαλύτερα δέντρα, ακόμα και δέντρα που έχουν ήδη μεγαλώσει, καθώς και αξιοποίηση των μικρών χώρων, στα προαύλια των σχολείων, στην περίφραξη που περιβάλλει τις μπασκέτες τις γειτονιάς, στους δρόμους που μετατρέπονται σε πεζόδρομους, ακόμα και στα μπαλκόνια και τις ταράτσες, παντού.
Η ποιότητα της ζωής στην πόλη συνδέεται επίσης άμεσα με τις κοινωνικές υπηρεσίες που προσφέρει. Η Αθήνα για να αποκτήσει ταυτότητα χρειάζεται πολιτικές ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής. Παρεμβάσεις και μέτρα που φράζουν το δρόμο στα φαινόμενα του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης αυτών που βρίσκονται στο σημερινό ανταγωνιστικό κόσμο σε δυσχερή θέση.
Γι’ αυτό και η δημοτική μας παράταξη η «Αθήνα αύριο» για το πρόγραμμά μας, σχεδιάζουμε μια ριζική αναδιάταξη και εκσυγχρονισμό των παρεχόμενων κοινωνικών υπηρεσιών, είτε αυτές αφορούν στο παιδί, τη μητέρα, τους απόρους, την προληπτική ιατρική, είτε τον αθλητισμό.
Η κοινωνική συνοχή όμως στηρίζεται στην πολιτισμό. Η δημιουργία, η πρωτοπορία, η καινοτομία στην τέχνη, στα γράμματα, στη μουσική, μπορούν να προσδώσουν στην πόλη μια νέα υπόσταση. Μια καινούργια δυναμική. Έχουμε Μέγαρο Μουσικής, χρειαζόμαστε μια νέα Λυρική Σκηνή στο Γκάζι. Ο Δήμος όμως πρέπει να χρησιμοποιήσει κυρίως τα δικά του μέσα για την προώθηση στη πόλη των έργων πολιτισμού. Πιστεύω ότι τα επόμενα χρόνια, μπορεί να αναπτυχθεί μια νέα σχέση του Δήμου με τους ανθρώπους της δημιουργίας και της τέχνης, που θα επιτρέψει στην Αθήνα του αύριο, να καταστεί η πρωτεύουσα του πολιτισμού.
Έρχομαι, τέλος, στην τρίτη ενότητα που προανέφερα, την αισθητική της πόλης. Βεβαίως η αισθητική αναβάθμιση της Αθήνας συνδέεται με τη λειτουργικότητά της, με το πράσινο, με την πολιτιστική υποδομή.
Κλασικό παράδειγμα η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, που είχα την τιμή – σε πολύ πιο λειτουργική και εκτεταμένη μορφή απ’ ό,τι γίνεται σήμερα – να εντάξω στα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 1993 εξασφαλίσαμε τη χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος που θα άλλαζε την εικόνα του ιστορικού κέντρου. Η ευκαιρία εκείνη χάθηκε και σήμερα το έργο που ονομάζεται ενοποίηση δεν σχετίζεται τις υπογειοποιήσεις των μεγάλων λεωφόρων, τη δημιουργία του πράσινου, την ανάδειξη των μνημείων, όλων των έργων πνοής που είχαν σχεδιαστεί την εποχή εκείνη.
Παραταύτα, πεζοδρομήσεις, φυτεύσεις, χώροι περιπάτου, ανάδειξη μνημείων, όλα μαζί συνθέτουν μια τέτοια, ευρείας κλίμακας δράση. Πέρα απ’ αυτά υπάρχει η εν στενή εννοία αισθητική: τα κτίρια και η αστική υποδομή.
Αρχαία μνημεία, βυζαντινές εκκλησίες, οθωμανικά κατάλοιπα, νεοκλασικά κτίρια, εκλεκτιστικά, art-nouveau, art- deco, η «νέα αρχιτεκτονική» του ’30, πρέπει όλα να ενταχθούν σε προγράμματα προστασίας και ανάδειξης. Ανάδειξη της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης – που θα κάνει περήφανους τους Αθηναίους.
Αλλά, εκτός απ’ αυτά, υπάρχει η μεγάλη, η απέραντη σύγχρονη Αθήνα – που την ξεχνάμε: Το πρόγραμμά μας, ειδικά, στο θέμα των προσόψεων, μπορεί ν’ αλλάξει ολόκληρη την εικόνα της πόλης, να την ξεκολλήσει από τις αποχρώσεις του γκρίζου και του καυσαερίου, με ενθάρρυνση των ίδιων των ιδιοκτητών.
Η ανακαίνιση μιας πρόσοψης αναβαθμίζει αισθητικά την πόλη αλλά και αυξάνει την αξία του κτιρίου. Χρειάζεται λοιπόν να γίνεται κάθε 10 με 12 χρόνια. Το ποσό για κάθε διαμέρισμα δεν είναι παραπάνω από 5, το πολύ 10 ευρώ το μήνα, και θα περιοριστεί ακόμα περισσότερο με τη βοήθεια του Δήμου σε θέματα μελέτης, αδειών κλπ.
Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητοί φίλοι,
Αξιοποίησα την ευκαιρία της σημερινής πρόσκλησης για να σας δώσω μερικές πρώτες πινελιές βασικών πολιτικών που συνδέονται με τα μεγάλα προβλήματα της Αθήνας.
Ένα πρόπλασμα της μεγάλης και ουσιαστικής δουλειάς που έχουμε αρχίσει να κάνουμε για το προγραμματικό πλαίσιο της δημοτικής μας παράταξης της «Αθήνα αύριο», ενόψει των Δημοτικών Εκλογών του Οκτωβρίου.
Η επιτυχία ενός δημάρχου κρίνεται από την ικανότητά του και την αποτελεσματικότητά του να δώσει λύσεις στα πολλά μεγάλα, αλλά και στα άπειρα μικρά προβλήματα της πόλης.
Κρίνεται όμως προπαντός από την ικανότητά του να ενώσει τους πολίτες, να τους εμπνεύσει και να τους κινητοποιήσει σε μια κοινή προσπάθεια για το μέλλον της πόλης.
Η Αθήνα έχει ανάγκη από πολλή δουλειά. Δουλειά που θα την κάνουμε μαζί, με πρακτικότητα, ευαισθησία και αγάπη. Γι’ αυτό σας ζητώ να ενωθούμε όλοι σ’ αυτόν τον αγώνα για να γίνει η Αθήνα, που υπήρξε η πιο λαμπρή πόλη του παρελθόντος – η πιο ελπιδοφόρα πόλη του μέλλοντος, η Αθήνα του αύριο.
Σας ευχαριστώ».