Η Δήμαρχος Αθηναίων Ντόρα Μπακογιάννη μίλησε το πρωί σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Ισραηλιτική Κοινότητα Αθηνών, για να τιμήσει τη μνήμη των έξη εκατομμυρίων Εβραίων θυμάτων του Ολοκαυτώματος.
Ακολουθεί η ομιλία της Δημάρχου Αθηναίων:
«Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητοί φίλοι,
Με ιδιαίτερη συγκίνηση βρίσκομαι σήμερα εδώ, για να αποτίσω και εγώ, μαζί σας, φόρο τιμής στα θύματα του Ολοκαυτώματος.
Βρίσκομαι μαζί σας εδώ ως Ελληνίδα – που γνωρίζει τη μεγάλη προσφορά των Ελλήνων Εβραίων στην χώρα μας – ως Χριστιανή, που πιστεύει στην ισότητα των ανθρώπων και στην αγάπη, και ως πολιτικός και Δήμαρχος Αθηναίων, μιας πόλης που προσπάθησε, όσο μπορούσε, να γλιτώσει τους Εβραϊκού θρησκεύματος πολίτες της, από τον ναζιστικό κατατρεγμό.
Θα ήθελα, λοιπόν, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, να εκφράσω και εγώ με τη σειρά μου, τον βαθύτατο αποτροπιασμό και την αγανάκτηση που ένιωσαν, και εξακολουθούν να νιώθουν, όλοι οι Έλληνες για την εξόντωση, τα μαρτύρια και τους εξευτελισμούς που υπέστησαν χιλιάδες Έλληνες Ισραηλίτες, καθώς και εκατομμύρια ομόθρησκοί τους σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο Εβραϊσμός της Ελλάδας κατέχει ένα πραγματικά τραγικό προνόμιο: έχει το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό αφανισμού σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς υπολογίζεται ότι οι απώλειες των Ελλήνων Ισραηλιτών ανέρχονται σε ποσοστό 86% του αριθμού τους πριν από την έναρξη του γερμανικού διωγμού.
Κυρίες και κύριοι,
Ημέρες μνήμης, σαν τη σημερινή, έχουν ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο ως εκδηλώσεις τιμής σε αυτούς που χάθηκαν, αλλά, κυρίως, ως «εγερτήρια» της δικής μας συνείδησης, ως μαθήματα για τις τωρινές και τις επόμενες γενιές.
Εγερτήρια όχι μόνο για να αποτρέψουμε την επανάληψη τέτοιων εγκλημάτων, αλλά και για να αποτρέψουμε την ανάπτυξη της παραμικρής ανοχής απέναντι σ’ αυτά, καθώς η λήθη μας απομακρύνει από την φρίκη, την οποία οι παλιότεροι ένιωθαν ακόμα κοντινή και απειλητική.
Το ολοκαύτωμα άλλωστε γίνεται σήμερα ακόμα πιο επίκαιρο καθώς σε παγκόσμιο επίπεδο αναβιώνει ένας θρησκευτικός φανατισμός και οι διακρίσεις εις βάρος των ανθρώπων με βάση τη φυλή και τη θρησκεία έχουν θλιβερά επανέλθει στο προσκήνιο.
Χαρακτηριστική είναι η αντίληψη εκείνων που διέπραξαν το τραγικό έγκλημα της 11ης Σεπτεμβρίου αλλά και όλων εκείνων που θεωρούν με τη σειρά τους ότι το Ισλάμ είναι εξ’ ορισμού μια θρησκεία που εμπεριέχει τον σπόρο ο οποίος οδηγεί σε τέτοιου είδους ακρότητες.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι απόψεις και συμπεριφορές που εν δυνάμει περιέχουν καταστρεπτικές για την ανθρωπότητα αντιλήψεις, υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Γι ‘ αυτό και το Ολοκαύτωμα, η συστηματική καταδίωξη και δολοφονία περίπου έξι εκατομμυρίων Εβραίων, παραμένει και σήμερα απόλυτα επίκαιρο. Υπενθυμίζει το τι φρικιαστική κατάληξη μπορεί να έχουν τέτοιες αντιλήψεις.
Γι’ αυτό το Ολοκαύτωμα δεν πρέπει και δεν πρόκειται να αφήσουμε να περάσει στη λήθη. Κατέχει – και πρέπει να κατέχει – μια ξεχωριστή θέση στη συνείδηση όλων μας, Ισραηλιτών και μη.
Δεν είναι απλώς μια ανάμνηση, απίστευτα τραγική. Είναι, όπως είπα, μια διαρκής υπενθύμιση ώστε να αποφευχθούν τέτοιες τραγωδίες στο μέλλον.
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να λεχθεί και που διακρίνει το Ολοκαύτωμα από άλλες πολιτικές συμπεριφορές που είχαν τραγικές συνέπειες. Εγκλήματα πολέμου έχουν διαπραχθεί, δυστυχώς, σε όλες σχεδόν τις πολεμικές συρράξεις. Είναι τέτοια η φύση του πολέμου που, σε κάποιες περιπτώσεις, καθιστά τη βία ανεξέλεγκτη, έξω από κάθε όριο διεθνούς δικαίου, εθίμου ή στρατιωτικής πειθαρχίας.
Αυτό που διαφοροποιεί ποιοτικά το Ολοκαύτωμα, αυτό που το καθιστά τόσο ειδεχθές, τόσο επαίσχυντο, και – σε τελική ανάλυση – τόσο απίστευτα παράλογο σε σχέση με τα μέχρι τότε εγκλήματα, είναι ακριβώς το γεγονός ότι δεν ήταν μια παρέκκλιση, δεν ήταν μια παρεκτροπή, έστω και ειδεχθής. Δεν ήταν καν ένα φρικτό έγκλημα συνοδευτικό του πολέμου, όπως, για παράδειγμα, ο αναίτιος ουσιαστικά, βομβαρδισμός της Δρέσδης, που σκότωσε εκατοντάδες χιλιάδες άμαχους Γερμανούς πολίτες.
Το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα των ναζί δεν συντελέστηκε κατά παράβαση της έννομης τάξης και της στρατιωτικής πειθαρχίας. Έλαβε χώρα ως κομμάτι της. Ήταν μέρος ενός οργανωμένου, συστηματοποιημένου, καλοσχεδιασμένου, κρατικού προγράμματος.
Ήταν μέρος της πολιτικής του καθεστώτος. Απέρρεε απ’ την ιδεολογία του και επιζητούσε την δια της φρίκης εδραίωσή του «απαλλάσσοντάς» το από έναν φανταστικό εχθρό: τον «Ιουδαίο».
Δεν το διέπραξαν άνθρωποι που ήταν «τέρατα» εξ’ ορισμού. Το εξετέλεσαν κρατικοί αξιωματούχοι, στρατιωτικοί, αξιωματικοί και στρατιώτες, γιατροί, και πολλά ακόμα όργανα του ναζιστικού καθεστώτος που ίσως, υπό κανονικές συνθήκες, να μην γίνονταν ποτέ εγκληματίες. Έγιναν όμως. Αυτή είναι κατά την γνώμη μου η έννοια της «κοινοτοπίας του κακού», “the banality of evil”, κατά τον μεγαλοφυή χαρακτηρισμό της μεγάλης Εβραίας Χάνα Αρεντ, της σημαντικότερης πιθανώς αντι-ολοκληρωτικής διανοούμενης που γνώρισε ποτέ ο κόσμος.
Αγαπητοί φίλοι,
Η ελληνική λέξη «Ολοκαύτωμα» έχει καθιερωθεί διεθνώς για να περιγράψει την ανείπωτη φρίκη των ναζιστικών εγκλημάτων.
Η χρήση της αδικεί όμως τόσο την λέξη, όσο και την έννοια ενός ολοκαυτώματος: Παρά την τεράστια συναισθηματική της φόρτιση, η χρήση της λέξης αυτής, σε κάποιο βαθμό, ίσως να αποκρύπτει μέρος της αλήθειας, διότι πρωταρχικά η λέξη αυτή σημαίνει την εθελοντική θυσία στο βωμό της ελευθερίας. Τέτοιο ήταν, για παράδειγμα, το ολοκαύτωμα στη μονή Αρκαδίου.
Δεν πρέπει ποτέ όμως η ανθρωπότητα να ξεχάσει ότι η εβραϊκή «Shoah» αποτέλεσε κατ’ εξοχήν πολιτική γενοκτονίας. Μια πολιτική γενοκτονίας όπως ακριβώς την όρισαν το 1948 τα Ηνωμένα Έθνη: πολιτική που στόχο έχει την καταστροφή, μερικώς ή ολοκληρωτικώς, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας.
Αυτή την πολιτική εφήρμοσαν οι ναζί και θέλει προσοχή να μην χρησιμοποιούμε με τόση ευκολία τη λέξη «γενοκτονία» σήμερα για κάθε έγκλημα πολέμου ή για πράξεις ομαδικής βίας, όσο απεχθείς και να μας φαίνονται.
Η γενοκτονία, αγαπητοί φίλοι, δεν αφορά μόνο σε αυτούς που την υπόκεινται. Το ολοκαύτωμα (ας το πούμε έτσι, αφού έτσι καθιερώθηκε) δεν αφορά μόνο στους Εβραίους. Η ανοχή σε τέτοιου είδους εγκλήματα οδηγεί νομοτελειακά στην επανάληψή τους. Γι’ αυτό πρέπει όλοι να θυμόμαστε. Γι’ αυτό πρέπει όλοι να επαγρυπνούμε.
Είναι τεράστια, ως εκ τούτου, η ευθύνη των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και των πνευματικών ανθρώπων ενός τόπου, να μην υποδαυλίζουν μένη και να μην υιοθετούν ερμηνείες με βάση φυλετικά, εθνικά ή θρησκευτικά κριτήρια.
Δεν το κάνουν πάντα, και ένας a priori αντισημιτισμός παρεισφρύει συχνά, βασιζόμενος, εξίσου συχνά, στα λάθη και – γιατί όχι – και σε κάποια εγκλήματα οργάνων του κράτους του Ισραήλ, για να στηρίξει τις απόψεις του.
Στο σημείο αυτό, αγαπητοί φίλοι, θα ήθελα, με την αίσθηση ευθύνης που χαρακτήρισε, όπως τολμώ να πιστεύω, όλη τη θητεία μου ως υπεύθυνης για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να υπογραμμίσω το εξής:
Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με την επέμβαση στο Ιράκ, η επέμβαση αυτή δημιουργεί νέα δεδομένα και καθιστά επιτακτική τη λύση του παλαιστινιακού ζητήματος.
Η λύση αυτή θα προσφέρει στους Παλαιστίνιους την τόσο ποθητή γι’ αυτούς κρατική υπόσταση και ταυτόχρονα θα εκτονώσει τη μεγάλη πίεση που υφίσταται στην περιοχή, αλλά και παγκοσμίως, το κράτος του Ισραήλ, που δέχεται, όπως γνωρίζετε καλύτερα από μένα, σκληρή κριτική, ανεξάρτητα αν είναι δίκαιη ή και, πολλές φορές, άδικη.
Γεγονός, πάντως, είναι ότι η κριτική, ιδίως η άδικη κριτική, έχει ως παράπλευρη απώλεια τη μείωση της διεθνούς συμπάθειας προς το κράτος του Ισραήλ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το Ισραήλ δικαιούται να ζήσει και να ευημερήσει στο διηνεκές μέσα σε ασφαλή σύνορα. Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει και το ίδιο να συμβάλει, στο μέτρο των δυνάμεών του, σε μια δίκαιη και σταθερή λύση του μεσανατολικού προβλήματος.
Αλλιώς, θα συνεχίσει η σημερινή, μειωτική για το Ισραήλ, κριτική και μάταια θα υπενθυμίζουμε ότι η κριτική θέλει προσοχή. Θέλει την ίδια προσοχή με τη δράση. Θέλει ευθύνη και θέλει σωφροσύνη για να μην παρεκτραπεί.
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι τα εγκλήματα του Χίτλερ δεν θα ήταν δυνατά χωρίς να έχει προηγουμένως αναπτυχθεί το ιδεολογικό, θρησκευτικό και ρατσιστικό υπόβαθρο ενός αντισημιτισμού αιώνων, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Φίλες και φίλοι,
Ας σκύψουμε σήμερα ευλαβικά το γόνυ μπροστά στα αμέτρητα θύματα ενός απροσμέτρητου εγκλήματος κάνοντας δύο καίριες σκέψεις:
Η μία σκέψη είναι παρήγορη: Η θυσία τους δεν πήγε ολότελα χαμένη. Μετά από σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια υπάρχει ένα κράτος – σύμβολο, ένα κράτος – προστάτης και καταφύγιο, ένα κράτος – παρηγοριά για όλους τους Εβραίους του κόσμου.
Υπάρχει ξανά το Ισραήλ. Το Ισραήλ που όλοι οι Έλληνες γνωρίζουμε και σεβόμαστε και που η κουλτούρα του, μέσω κυρίως της Παλαιάς Διαθήκης, είναι πλέον και δική μας κουλτούρα.
Υπάρχουν τα δυτικά κράτη που έχουν σήμερα μια ολότελα διαφορετική στάση. Στάση ισότητας και ισοπολιτείας και – γιατί όχι; – στοργής, τουλάχιστον για όσους από μας θυμούνται.
Και αυτό με φέρνει στη δεύτερη σκέψη μου: Την ανάγκη να κρατηθεί άσβεστη η φλόγα της μνήμης και της θυσίας ως φάρος υπόμνησης, αλλά και αποτροπής – για όλη την ανθρωπότητα.
Αξίζει να θυμηθούμε τα λόγια του μεγάλου Ιταλο-Εβραίου συγγραφέα Primo Levi που όχι μόνο κρατούν τη μνήμη ζωντανή, αλλά και που υπενθυμίζουν ότι οι συμπεριφορές που οδηγούν σε ολοκαυτώματα μπορούν πάντοτε να εξαπλώνουν σαν επιδημία. Εγραψε ο Primo Levi: «Οι πληγές της φρίκης θα είναι για πάντα χαραγμένες απάνω μας καθώς και οι μνήμες αυτών που τα έκαναν, στα μέρη που τα έκαναν και οι ιστορίες που θα λέμε για αυτά που έγιναν. Κανείς στον κόσμο ποτέ δεν πρόκειται να καταλάβει το μέγεθος του εγκλήματος που δεν μπορέσαμε να θεραπεύσουμε και που εξαπλώνεται σαν επιδημία.».
Αγαπητοί μου φίλοι,
Ισραηλίτες της Αθήνας,
Αυτή τη φλόγα της μνήμης, της ιερής μνήμης, διατηρούμε και εμείς ζωντανή σήμερα- και για πάντα.
Αιωνία τους η μνήμη.»