Ομιλία της Δημάρχου Αθηναίων Ντόρας Μπακογιάννη
Η Δήμαρχος Αθηναίων Ντόρα Μπακογιάννη, μίλησε σήμερα στην έναρξη των εργασιών του 1ΟΥ Διεθνούς Συμποσίου Πολιτιστικών Πρωτευουσών, που πραγματοποιήθηκε παρουσία του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια στο Ζάππειο.
Το Συμπόσιο διοργανώνει από τις 14/10 έως τις 16/10 ο Δήμος Αθηναίων σε συνεργασία με το Δίκτυο Ευρωπαϊκών Πρωτευουσών και το Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη. Η Δήμαρχος Αθηναίων αφού καλωσόρισε στην Αθήνα όλους τους συμμετέχοντες στο Συμπόσιο είπε:
«Είκοσι χρόνια μετά την έναρξη του θεσμού των Πολιτιστικών Πρωτευουσών, που έγινε με πρωτοβουλία της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη, έχουμε συγκεντρωθεί και πάλι εδώ, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, εκπρόσωποι δικτύων πόλεων κ.λ.π., για να αξιολογήσουμε την εμπειρία του θεσμού και για να σκεφτούμε τους καλύτερους δυνατούς τρόπους για την διαρκή του ανανέωση.
Ένα μεγάλο ερώτημα εντούτοις, το οποίο, είμαι βεβαία, απασχολεί όλους μας είναι το πώς όλες αυτές οι δραστηριότητες μπορούν να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη του κοινού και να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή του.
Η συμμετοχή αυτή, άλλοτε είναι πάνδημη, άλλοτε όμως περιορίζεται σε μια σιωπηλή επιδοκιμασία, κατά το μεγαλύτερο μέρος, ή και σε κριτική, ιδίως για τη σχέση μεταξύ των δαπανών για μια πολιτιστική δραστηριότητα και του επιτευχθέντος αποτελέσματος, όπως για παράδειγμα έγινε στη Θεσσαλονίκη. Η κριτική πολύ συχνά επικεντρώνεται επίσης στο ότι τα παρεχόμενα σ’ αυτές τις περιπτώσεις πολιτιστικά προϊόντα δεν τυγχάνουν της ευρύτερης αποδοχής του κοινού, παρά μόνο μικρού μέρους του.
Το ζήτημα είναι ευρύτερο: άπτεται του όλου θέματος της δημόσιας εμπιστοσύνης στον πολιτισμό. Παρ’ όλο λοιπόν ότι το θέμα αυτό και μείζον και λεπτό είναι, αποφάσισα να μοιραστώ μαζί σας ορισμένες σκέψεις μου, επιδιώκοντας να συμβάλλω κατά το δυνατόν στην ανεύρεση ενός πλαισίου σκέψης για να ξανακερδίσουμε την δημόσια εμπιστοσύνη στον πολιτισμό.
Πρέπει, κατ’ αρχάς, να λεχθεί ότι, όπως το τόνισε και ο κύριος Μερκούρης, ο πολιτισμός και διαχωρίζεται και νοείται σε πολλαπλά επίπεδα. Ως πολιτισμό π.χ. αντιλαμβανόμαστε το συνολικό επίπεδο εξέλιξης μιας κοινωνίας. Ως πολιτισμό, πάλι, αντιλαμβανόμαστε τους ισχύοντες κώδικες συμπεριφοράς και το αν θεωρούνται υψηλού επιπέδου ή όχι. Ως πολιτισμό εν στενή εννοία, τέλος, νοούμε το σύνολο των δραστηριοτήτων και της παραγωγής έργου των πνευματικών και καλλιτεχνικών δυνάμεων ενός τόπου, ενός ευρύτερου γεωγραφικού συνόλου κ.λ.π.
Μια έννοια που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εμπιστοσύνη στον πολιτισμό, είναι εκείνη της πολιτισμικής αυτογνωσίας, η αντίληψη δηλαδή την οποία έχει ένα δεδομένο κοινωνικό σύνολο, το ελληνικό, το ιταλικό, το γερμανικό, το ευρωπαϊκό, το αμερικανικό κ.λ.π. για την πολιτισμική του ταυτότητα.
Όσο μεγαλύτερη είναι η εκτίμηση που ένα δεδομένο κοινωνικό σύνολο τρέφει για την πολιτισμική του ταυτότητα, τόσο μεγαλύτερη είναι και η διάθεσή του να τη στηρίξει και να την αναπτύξει μέσω του πολιτισμού ακόμα περισσότερο. Αντίθετα, σε τόπους όπου λείπουν τα στοιχειώδη βιοτικά αγαθά, το αίτημα του πολιτισμού δεν εμφανίζεται ως επιτακτικό.
Σ’ αυτές τις κοινωνίες είναι οι ελίτ κυρίως εκείνες που το θέτουν ως προϋπόθεση ανάπτυξης και καταξίωσης της κοινωνίας την οποία εκπροσωπούν.
Απ’ όσα προανέφερα καθίσταται, πιστεύω, σαφές ότι το «πολιτιστικό αίτημα», όπως θα το αποκαλέσω, ταυτίζεται σε μεγάλο ποσοστό με τη δημόσια εμπιστοσύνη στον πολιτισμό.
Όσο μεγαλύτερη, δηλαδή, είναι η εμπιστοσύνη μιας κοινωνίας στο πολιτισμικό περιεχόμενο της ταυτότητάς της, τόσο πιεστικότερο είναι και το αίτημά της για περισσότερο πολιτισμό. Όσο, αντίθετα, χαμηλότερη είναι η αυτοεκτίμηση μιας κοινωνίας, τόσο πιο υποβαθμισμένη εμφανίζεται και η επιθυμία της να προσδώσει ιδιάζουσα βαρύτητα στον πολιτισμό, θεωρώντας τον κάτι σαν «πάρεργο», λόγω της εν γένει κατάστασής της. Τα ανωτέρω μας οδηγούν σε δύο συμπληρωματικά μεταξύ τους, συμπεράσματα:
Συμπέρασμα πρώτο: η διαρκής ανάπτυξη του πολιτισμού και η δυνατότητα να παρασχεθεί έκφραση στο σύνολο των πνευματικών και καλλιτεχνικών δυνάμεων ενός τόπου, αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία των αναπτυγμένων κοινωνιών. Το αν η ανάπτυξη αυτή όντως παρατηρείται στην πράξη και από τι κινδυνεύει θα το αναπτύξω πιο κάτω.
Συμπέρασμα δεύτερο: υπάρχει κεφαλαιώδης ανάγκη να διαχυθεί το «πολιτιστικό αίτημα» σε κοινωνίες, λαούς και περιοχές του πλανήτη μας στις οποίες το αίτημα αυτό, για μια σειρά λόγων, εμφανίζεται ως περιθωριακό. Οι κυριότεροι απ’ αυτούς τους λόγους αφορούν στις προτεραιότητες των κοινωνιών αυτών, οι οποίες, συνήθως, είναι καθαρώς βιοτικές. Όταν δεν μπορούν να ικανοποιηθούν οι βασικές βιοτικές ανάγκες, είναι δύσκολο να υπάρξει μια γενικευμένη ανάπτυξη της τέχνης και των γραμμάτων, όπως εμείς τουλάχιστον τα εννοούμε.
Αλλά, κυρίες και κύριοι, ακόμα και στις περιπτώσεις αυτών των κοινωνιών, ακόμα κι αν οι πολιτιστικές τους απαιτήσεις και η πολιτιστική τους αυτογνωσία είναι μικρές, ο πολιτισμός είναι πάντοτε παρών. Ο πρωτόγονος, ήδη, άνθρωπος συνδύαζε τις στοιχειώδεις επισιτιστικές του προσπάθειες, το κυνήγι π.χ., με την ανάγκη του για καλλιτεχνική έκφραση, ακόμα και στα βάθη των σπηλαίων.
Τα δύο αυτά συμπεράσματα δεν είναι, όπως ελπίζω να καταδείξω πιο κάτω, ούτε απόλυτα ούτε δογματικά. Στις κατά τεκμήριο ανεπτυγμένες κοινωνίες π.χ., σ’ αυτές που λειτουργούν όπερες, συμφωνικές ορχήστρες, βιβλιοθήκες, πινακοθήκες κ.λ.π., πολύ συχνά παρατηρούμε μια στειρότητα ως προς την περαιτέρω ουσιώδη ανάπτυξη του πολιτισμού.
Παρατηρούμε επίσης μια επίφοβη διάσταση μεταξύ των καλλιτεχνικών προτιμήσεων της πλειοψηφίας και εκείνων των διαφόρων ελίτ. Έτσι, οι κρατικές πολιτικές για τον πολιτισμό, αλλά και οι δραστηριότητες των ίδιων των πολιτιστικών ελίτ, μοιάζουν συχνά να είναι είτε περιχαρακωμένες, είτε προσπάθειες επιβολής του γούστου των λεγόμενων εκλεπτυσμένων μειοψηφιών επί της πλειοψηφίας.
Η πλειοψηφία, με τη σειρά της, διαμορφώνει συχνά, δυστυχώς, σήμερα το γούστο της όχι αυθόρμητα, όπως στο όχι και τόσο πρόσφατο παρελθόν, αλλά μέσω των παρεχόμενων προς αυτήν υποβαθμισμένων πολιτιστικών προϊόντων από εταιρείες και μέσα επικοινωνίας των οποίων ο μοναδικός στόχος είναι το εύκολο κέρδος.
Έχουμε έτσι μια διαρκή πολιτιστική ένταση, μια διάσταση, κάποτε και χάος, στο εσωτερικό πλέον των ανεπτυγμένων κοινωνιών. Πόσο μακριά βρισκόμαστε σήμερα από τις κοινωνίες εκείνες, όπως η αρχαία των Αθηνών, στις οποίες το σύνολο των πολιτών, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, απολάμβανε, με την ίδια ευχαρίστηση και κοινωνική συναίνεση, αποκλειστικώς υψηλού επιπέδου πολιτιστικά προϊόντα, όπως για παράδειγμα το αρχαίο δράμα!
Αντιστοίχως, σε κατά τεκμήριο μη ανεπτυγμένες κοινωνίες, παρατηρούμε συχνά ότι ποιοτικώς υψηλά πολιτιστικά προϊόντα, όπως η ποίηση και η μουσική, αποτελούν κτήμα όλων αδιακρίτως. Στην υπό Οθωμανική κατοχή Ελλάδα π.χ. ο ελληνικός λαός ανέπτυξε συνολικά υψηλοτάτου επιπέδου δημοτική ποίηση, τραγούδι και χορό. Είμαι βεβαία ότι το ίδιο συμβαίνει και σε πολλές κοινωνίες σήμερα τις οποίες εμείς θεωρούμε -με έπαρση- υπανάπτυκτες.
Το σύγχρονο λοιπόν περιεχόμενο μιας νέας πολιτικής πολιτισμού, σημαντικό λιθαράκι της οποίας είναι και ο θεσμός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών, είναι να γεφυρώσουμε το χάσμα μεταξύ των ελίτ και του υπόλοιπου πληθυσμού, χωρίς να υιοθετήσουμε άκριτα ούτε τις αξίες των μεν, ούτε το λαϊκισμό που έχει επιβληθεί σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού.
Έχουμε υποχρέωση να ξανακάνουμε το «υψηλό» «λαϊκό» και το λαϊκό υψηλό. Τότε – και μόνον τότε – θα μπορούμε να μιλάμε για πραγματική πολιτιστική ανάπτυξη και έκφραση μιας κοινωνίας.
Έχουμε επίσης υποχρέωση να ακούσουμε με προσοχή – και να σκύψουμε με ενδιαφέρον – πάνω σε κοινωνίες που μάθαμε να θεωρούμε υπανάπτυκτες και να ανακαλύψουμε τον πολιτισμικό τους πλούτο, που πολύ συχνά αγνοούμε – ή και περιφρονούμε.
Ο θεσμός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών, και όλων των συναφών προς αυτές δικτύων που με ευχαρίστηση βλέπω ότι διαρκώς αναπτύσσονται, μας προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία. Μια ευκαιρία να αναζητήσουμε τη χαμένη ισορροπία στο εσωτερικό των κατά τεκμήριο ανεπτυγμένων κοινωνιών μας και να αναζητήσουμε, αλλά και να προβάλλουμε, τον συχνά κρυμμένο πολιτιστικό πλούτο σε κοινωνίες που συνηθίσαμε να υποτιμούμε πολιτιστικά. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε την πολιτιστική εμπιστοσύνη και συνοχή στο εσωτερικό των κοινωνιών μας, αλλά και στη σχέση τους με τις λοιπές κοινωνίες του πλανήτη μας. Εύχομαι και ελπίζω το σπουδαίο αυτό συνέδριο να αναζητήσει τρόπους ώστε ο θεσμός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών, θεσμός από την φύση του πάνδημος, να συνεχίσει να εκφράζει το σύνολο των πολιτών κάθε πόλης που τον αναλαμβάνει, με τρόπο που να αποτελέσει υπόδειγμα για την «καθολική» πολιτιστική αναβάθμιση που όλοι ονειρευόμαστε.»