Κύριε υπουργέ,
Κυρίες και κύριοι,
Φίλες και φίλοι,
Θέλω να συγχαρώ τους Έλληνες και Τούρκους δημοσιογράφους για την προσπάθειά τους να βρίσκονται συνεχώς σε επαφή.
Να τους συγχαρώ για την οργάνωση, για μια ακόμα φορά, της σημαντικής αυτής συνάντησης εδώ στην πόλη αυτή – μια πόλη που την αγάπησαν με πάθος τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι.
Κυρίες και Κύριοι,
Αναμφίβολα οι σχέσεις των δύο χωρών μας πέρασαν δύσκολες στιγμές κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα. Ήταν όμως η ίδια εκείνη εποχή που κάναμε και τα πιο σημαντικά θετικά βήματα. Ο John F. Kennedy έλεγε ότι στην κινέζικη γραφή, η λέξη «κρίση», αποτελείται από δύο πινελιές: η μία αναπαριστά τον κίνδυνο. Η δεύτερη, την ευκαιρία. Δεν υπάρχει κρίση, αγαπητοί φίλοι, η οποία και να μην κρύβει μια ευκαιρία.
Οι δύο μεγάλοι ηγέτες μας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κεμάλ Ατατούρκ, άφησαν πίσω τους αντιπαλότητες αιώνων και μάλιστα την επαύριο της μεγαλύτερης σύγκρουσης που ζήσαμε ποτέ οι δυο λαοί! Πήραν ακόμα και εξαιρετικά επώδυνες αποφάσεις, όπως η ανταλλαγή πληθυσμών. Δημιούργησαν τον κύριο και καθοριστικό κορμό των προϋποθέσεων μιας οριστικά ειρηνικής συμβίωσης.
Ο Βενιζέλος, γράφοντας προς τον Ισμέτ Πασά το 1928, τόνιζε χαρακτηριστικά: «η ανάγνωσή της [της επιστολής μου]θα σας επιτρέψει να αντιληφθήτε τις απόψεις μου για το όφελος που θα είχαν οι δύο χώρες μας να κανονίσουν τις μεταξύ τους σχέσεις πάνω σε μια βάση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και στενής φιλίας που θα τις οδηγήσει σε μια εγκάρδια συνεννόηση… Έτσι θα δημιουργήσουμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες ένα σύμφωνο φιλίας, όσο το δυνατό ευρύτερης σύλληψης, θα αποτελέσει το γερό θεμέλιο της στενής φιλίας και της εγκάρδιας συνεννόησης των δύο χωρών μας».
Απαντώντας δε ο Ισμέτ Ινονού τόνιζε «…την αμοιβαία μας επιθυμία να εδραιώσουμε πάνω σε γερή βάση τις σχέσεις των δύο χωρών μας που δεν έχουν η μία απέναντι στην άλλη καμιά οποιαδήποτε εδαφική βλέψη. Δημιουργήσαμε ήδη ένα πρόσφορο κλίμα για την καθιέρωση μιας μόνιμης φιλίας…Το ιδεώδες της ειρήνης, με το οποίο διαρκώς είναι δεμένη η Τουρκία, δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να πραγματοποιηθεί παρά με την έντιμη τήρηση και τη σχολαστική εφαρμογή των συνθηκών και των συμφωνιών…».
Δυστυχώς όμως δεν απολαύσαμε επί μακρόν τα αγαθά των προσπαθειών των μεγάλων εκείνων ανδρών, όπως εκείνοι τα ονειρεύτηκαν. Πέρασαν σχεδόν ογδόντα χρόνια από τότε που ανταλλάχθηκαν αυτές οι επιστολές. Παρ’ όλα αυτά, από το 1955 και μετά, ζούμε σχεδόν κάθε χρόνο σε λίγο-πολύ τεταμένη ατμόσφαιρα.Τι απέγινε η παρακαταθήκη των δύο μεγάλων ανδρών, Βενιζέλου και Ατατούρκ;
Αγαπητοί φίλοι,
Τη στιγμή που μιλάμε ο ελληνικός λαός είναι βαθύτατα φορτισμένος ψυχολογικά από την απώλεια ενός λαμπρού νέου άνδρα. Στους τηλεοπτικούς μας δέκτες εμφανίζονται συνεχώς εικόνες αερομαχιών. Υπάρχει μια διάχυτη απογοήτευση η οποία οφείλεται στην ευρέως διαδεδομένη αίσθηση ότι η γειτονική Τουρκία δεν προχωρεί σε ουσιαστικές κινήσεις κατανόησης και φιλίας προς την Ελλάδα.
Υπάρχει καχυποψία γιατί η Λευκωσία συνεχίζει να είναι η μόνη διαιρεμένη πρωτεύουσα στην Ευρώπη. Αν και δεν αμφισβητείται η πρόθεση των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων να συμβιώσουν και να ζήσουν μαζί η δίκαιη, λειτουργική και βιώσιμη λύση σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΗΕ και το κοινοτικό κεκτημένο δεν έχει επιτευχθεί ακόμα. Οι Έλληνες πολιτικοί και τα κόμματα, που στην συντριπτική τους πλειοψηφία υποστηρίζουν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, κατηγορούνται από μερίδα της κοινωνίας μας ότι βρίσκονται σε αναντιστοιχία με το λαϊκό αίσθημα.
Ο ίδιος αυτός ελληνικός λαός όμως, εάν ερωτηθεί κατά πόσο επιθυμεί να ζήσει ένα μέλλον φιλίας και αδελφικότητας με την Τουρκία, στη μεγάλη πλειοψηφία του θα απαντούσε «ναι». Μοναδική προϋπόθεση: να πιστέψει ότι δεν αδικείται. Να πιστέψει ότι η γειτονική του χώρα δεν διεκδικεί τίποτε από τα εδάφη του. Με το ίδιο τρόπο που και ο ίδιος δεν διεκδικεί τίποτα απ’ τα εδάφη των γειτόνων του. Να πιστέψει ότι η γειτονική του χώρα δρα καλή τη πίστη με γνώμονα την ειρήνη και την σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
Αγαπητοί φίλοι,
Είμαστε σήμερα εδώ, και θα ξανάρθουμε όσες φορές χρειάζεται, γιατί πιστεύουμε σε ένα καλύτερο μέλλον για τους δύο λαούς μας. Είμαστε εδώ, γιατί δεν συμβιβαζόμαστε με τα προβλήματα. Δεν μας πτοούν τα ζητήματα που υπάρχουν, γιατί οι φίλοι μπορούν και πρέπει να τα αντιμετωπίζουν όντας ξεκάθαροι και ειλικρινείς ο ένας με τον άλλο.
Είμαστε εδώ, διότι πιστεύουμε ότι παρά τις όποιες διαφορές, οι λαοί μας νιώθουν μια αμοιβαία αλληλεγγύη. Αλληλεγγύη που εκφράστηκε έμπρακτα με τους σεισμούς του 1999. Οι λαοί μας, κυρίες και κύριοι, δεν αποζητούν την ένταση. Ψάχνουν τρόπους, ακόμα και δικαιολογίες καμιά φορά – και αγνοώντας εμάς τους πολιτικούς ενίοτε – για να εκφράσουν την καλή τους θέληση. Οι κοινωνίες μας αμφότερες είναι μπροστά από εμάς. Μας δείχνουν τον δρόμο.
Ο ρόλος λοιπόν των πολιτικών, θα συμφωνήσετε μαζί μου αγαπητέ κύριε Γκιουλ, είναι να βρίσκουν λύσεις στα προβλήματα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα υποτιμούμε. Γνωρίζουμε ότι χρειάζεται αποφασιστικότητα, πολιτική βούληση και σκληρή δουλειά για να τα λύσουμε. Είμαστε όμως εδώ, διότι ένα πράγμα είναι βέβαιο: όταν τα λύσουμε, θα είμαστε και οι δύο κερδισμένοι.
Η επίλυσή τους θα δημιουργήσει μια νέα δυναμική. Κατά πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτήν που μπορεί να έχει η Ελλάδα και η Τουρκία χωριστά. Πρέπει να βλέπουμε την επίλυση των προβλημάτων μας, ως μια «win-win situation»,ως μια κατάσταση αμοιβαίου οφέλους.
Αναφέρεται συχνά ότι «είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε δίπλα-δίπλα ο ένας στον άλλο». Ας υπερβούμε την ξεπερασμένη παθητικότητα που κρύβεται πίσω από αυτήν τη φράση που επαναλαμβάνεται συχνά, με συγκαταβατικό τρόπο. Και ας την μετατρέψουμε στο ότι «μαζί, είμαστε δυνατότεροι, και οι δύο».
Κυρίες και κύριοι,
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο η Ελλάδα εδώ και μερικά χρόνια πήρε μια ιστορική απόφαση. Μια απόφαση στρατηγικού χαρακτήρα. Την πήρε μάλιστα χωρίς ακόμα να έχουν λυθεί τα επιμέρους προβλήματα μεταξύ των δυο κρατών – τονίζω τη λέξη «κρατών» και σκοπίμως δεν λέω «λαών». Η απόφασή μας αυτή είναι να υποστηρίξουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Με τις προϋποθέσεις που έχουμε όλοι συμφωνήσει. Θέλω να καταστήσω σαφές στον τουρκικό λαό ότι δεν πρόκειται ούτε για στρατήγημα, ούτε για σημαία ευκαιρίας.
Η θέλησή μας να υποστηρίξουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της γειτονικής μας χώρας πηγάζει από την επιθυμία μας για ένταξη όλων των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στην ίδια ευρωπαϊκή οικογένεια. Στηρίξαμε τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με δέκα νέα κράτη-μέλη, επί το πλείστον από πρώην κομμουνιστικές χώρες.
Στηρίξαμε την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, που σε λίγο καιρό γίνονται πλήρη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συνολική πολιτική μας, στην οποία αναφέρθηκα, έχει μια πολύ απλή αρχή: δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν κενά στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αν θέλουμε την ειρήνη και την ευημερία σ’ ολόκληρη την ήπειρό μας. Πιστεύουμε ότι το μεγάλο ψηφιδωτό της Ευρώπης θα γίνει ακόμα πλουσιότερο αν περιλαμβάνει και την Τουρκία.
Κυρίες και κύριοι,
Ειδικώς για την Τουρκία η προσδοκία μας είναι μεγάλη, αλλά απολύτως ξεκάθαρη: οφείλουμε να πραγματοποιήσουμε και εδώ, στη γειτονιά μας, ό,τι με τόση επιτυχία κατάφεραν η Γερμανία και η Γαλλία.
Να αφήσουμε πίσω μας τις παλαιές αντιπαλότητες, τη λογική των «νικητών» και «ηττημένων» και, όχι απλώς να ζήσουμε εν ειρήνη και φιλία, αλλά συνεργαζόμενοι να επιφέρουμε ένα ευεργετικό, σωρευτικό, όπως είπα, αποτέλεσμα σταθερότητας και ανάπτυξης, για ολόκληρη την περιοχή μας. Όταν μιλάμε, άλλωστε, για την Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να θυμόμαστε ότι πρόκειται για ένα εγχείρημα μοναδικό, χωρίς προηγούμενο στην Ιστορία. Η Ευρώπη είχε πολλές πικρές εμπειρίες. Μέσα σε λίγα χρόνια βίωσε τους πιο καταστροφικούς πόλεμους που έγιναν ποτέ στο έδαφός της.
Διδάχθηκε όμως. Όχι μόνο από τα αποτελέσματα του πολέμου, αλλά και από το τι έγινε προς και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Διδάχθηκε ότι η ταπείνωση του ενός, ακόμα και η απόλυτη νίκη του άλλου, δεν εξασφαλίζουν μακροπρόθεσμα την ειρήνη.
Διδάχθηκε ότι η δίωξη των μειονοτήτων έχει αποκρουστικές συνέπειες για την ανθρωπότητα και γι’ αυτό σέβεται σήμερα όλες τις μειονότητες, τις θρησκείες και κάθε διαφορά ανθρώπου από άνθρωπο – και απαιτεί και από τους άλλους τον ίδιο σεβασμό. Διδάχθηκε, τέλος, ότι η συνεννόηση και η συνεργασία είναι μια κατάσταση αμοιβαίου οφέλους για όλους τους συμμετέχοντες. Παράδειγμα αποτελούν οι οικονομικές μας σχέσεις που γίνονται ολοένα και πιο στενές.Αυτό ακριβώς είναι που αποκαλείται «win-win situation».
Κυρίες και κύριοι,
Ως σταθερή φίλη του τουρκικού λαού παρακολουθώ με ενδιαφέρον τον διάλογο που γίνεται στο εσωτερικό της γειτονικής και φίλης χώρας.Γνωρίζω ότι υπάρχουν αμφιβολίες σε ορισμένους κύκλους για το αν η Τουρκία πρέπει να ακολουθήσει τελικά τον δρόμο της Ευρώπης και, βεβαίως, αν η Ευρώπη θα θελήσει τελικά να κάνει αποδεκτή στους κόλπους της την Τουρκία.
Σε όλους τους Τούρκους φίλους μας θέλω λοιπόν να πω τα εξής:
Πρώτον, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που ζητά η Ευρωπαϊκή Ένωση από την Τουρκία είναι μεταρρυθμίσεις που έτσι κι αλλιώς πιστεύω ότι θα τις ήθελε ο τουρκικός λαός για την Τουρκία. Η Τουρκία είναι μια περήφανη χώρα και ο λαός της δεν θέλει να υπολείπεται σε τίποτα από άλλες, ακόμα και τις πιο προηγμένες. Πέρα λοιπόν από την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει η ίδια η Τουρκία και οι υψηλές και απόλυτα δικαιολογημένες φιλοδοξίες του λαού της για το μέλλον του.
Δεύτερον, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι από την Τουρκία δεν ζητείται τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι ζητήθηκε απ’ την Ελλάδα και απ’ όλες τις άλλες χώρες που έγιναν κατά καιρούς μέλη της Ένωσης.
Τρίτον, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση ζητά να επιλυθούν όλες οι διαφορές με τους γείτονες της Τουρκίας δεν προβάλλει ειδικές απαιτήσεις από την Τουρκία. Ζητά απλώς το αυτονόητο. Άλλωστε η Τουρκία έχει, με τη δική της βούληση και υπογραφή, δεσμευτεί να πληροί όλες τις υποχρεώσεις των μελών. Ουδείς την ανάγκασε να το πράξει.
Τέταρτον, οι δισταγμοί και οι αμφιβολίες που εκφράζονται από πολλούς κύκλους στην Ευρώπη για την τουρκική ένταξη προέρχονται από αποτίμηση του σήμερα. Σας υπενθυμίζω ότι το 1977 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωμοδότησε αρνητικά για την Ελλάδα. Τέσσερα χρόνια μετά όμως, η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Το ίδιο, θέλω να πιστεύω, θα γίνει και με την Τουρκία.
Φίλες και φίλοι,
Όπως είπα και πριν, ο ρόλος των πολιτικών είναι να λύνουν προβλήματα. Και, όταν υπάρχουν προβλήματα, χρέος των μέσων ενημέρωσης είναι να μην τα επιβαρύνουν, να μην κάνουν ακόμα δυσκολότερη, την επίλυσή τους. Πιστεύω ακράδαντα στον μεγάλο ρόλο, θετικό ή αρνητικό, που μπορούν να παίξουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι εκπρόσωποί τους.
Γνωρίζω τους πειρασμούς. Γνωρίζω ότι είναι εύκολο – και ότι «πουλάει» – να ερεθίζει κανείς την κοινή γνώμη. Γνωρίζω επίσης ότι, τα ιδιωτικά ιδίως, μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν έναν τεράστιο ανταγωνισμό το ένα με το άλλο. Ότι δίνουν συχνά μια μάχη επιβίωσης. Αλλά, πιστεύω, ότι δεν «πουλάει» μόνο η αντιπαλότητα, αλλά και η τόλμη μιας νέας προσέγγισης.
Ο κόσμος διαβάζει με ενδιαφέρον κάθε άποψη που δεν υπακούει στη λογική των «νικητών» και «ηττημένων».Παρατηρώ ότι οι μεγάλες εφημερίδες μας, με κάποιες εξαιρέσεις βέβαια, είναι αυτές που φιλοξενούν απόψεις που συμβάλλουν στο να φωτισθούν πολλές πλευρές των σχέσεων μας.
Απόψεις που ξεφεύγουν από τα απλουστευμένα δίπολα του «καλού και κακού», και από την αλόγιστη εκμετάλλευση τους για εσωτερική κατανάλωση. Εδώ, μαζί μας, βρίσκονται δημοσιογράφοι που έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν κρίση και όραμα. Δημοσιογράφοι που επιδιώκουν την σε βάθος ανάλυση. Που αποκρούουν τα στερεότυπα. Ελπίζω η τάση αυτή να γίνει πλειοψηφική και στις δύο χώρες.
Είναι καίριο να αντιληφθούμε ότι, χωρίς την βοήθεια των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξασφαλίσουμε τη στήριξη της κοινωνίας των πολιτών. Είναι καιρός λοιπόν να πούμε ευθαρσώς το αυτονόητο:Τα ΜΜΕ έχουν εξουσία και ευθύνες τις οποίες οφείλουν να διαχειριστούν ανάλογα.
Κυρίες και κύριοι,
Ο «ερεθισμός» της κοινής γνώμης μπορεί να είναι ευκολότερος, αλλά δεν είναι ο μόνος που έχει απήχηση. Ευρισκόμενη εδώ, στην Πόλη, θα αναφερθώ στο παράδειγμα του Πατριαρχείου. Τι πιο εύκολο για ένα δημοσιογράφο στην Τουρκία απ’ το να καλλιεργήσει την αντιπάθεια και την καχυποψία για το Πατριαρχείο δίνοντας έναν αρνητικό χρωματισμό;
Το Πατριαρχείο, θα πει, είναι κατάλοιπο του βυζαντινού παρελθόντος της Πόλης. Το Πατριαρχείο είναι μια φωλεά Ορθοδόξων Χριστιανών, μες την καρδιά της μεγαλύτερης τουρκικής πόλης.Αλλά η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική: το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν αποτελεί προφανώς κίνδυνο για την Τουρκία.
Αντίθετα: Την ώρα που η Τουρκία χτυπάει την πόρτα της Ευρώπης, η ύπαρξη του Πατριαρχείου στο έδαφός της θα μπορούσε να είναι ένα πολύτιμο εφόδιο στην φαρέτρα των επιχειρημάτων της. Εξ’ ου και είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διασφαλιστούν τα δικαιώματα και να προστατευθεί η αυτονομία του Πατριαρχείου.
Αντιστοίχως, νιώθω ικανοποίηση για τη θετική στάση που κράτησε ο ελληνικός λαός, με πρώτους τους δημοσιογράφους μας, απέναντι στο Ισλάμ για το θέμα των σκίτσων του Προφήτη.Δεν πιστεύουμε στην «σύγκρουση των πολιτισμών», γιατί γνωρίζουμε πόσα πήρε και πόσα έδωσε το Ισλάμ στην Ευρώπη.
Θεωρούμε ότι όλες οι θρησκείες, και οι αρχηγέτες τους, πρέπει να τυγχάνουν απόλυτου σεβασμού και προστασίας.
Κυρίες και κύριοι,
Δεν θέλω να κάνω διάλεξη στους δημοσιογράφους, τις κύριες άλλωστε ευθύνες τις έχουμε εμείς, οι πολιτικοί. Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάθε φορά που προχωράμε σε μια πράξη προσέγγισης.
Εάν ολιγωρούμε να πάρουμε αποφάσεις από τον φόβο του πολιτικού κόστους,
μπορεί μεν να το αποφύγουμε προσωρινά, αλλά ουδέποτε θα έχουμε και την ωφέλεια από την επίλυση ενός προβλήματος. Πρέπει να σκεφτόμαστε πρωτότυπα και τολμηρά.
Να ξεφεύγουμε από τα βολικά στερεότυπα.
Κυρίες και κύριοι,
Είμαι ευτυχής που βρίσκομαι εδώ σήμερα.
Είμαι ακόμα πιο ευτυχής που μοιράζομαι τις σκέψεις μου με διακεκριμένους Τούρκους και Έλληνες δημοσιογράφους που συνεργάζονται γιατί πιστεύουν ότι μπορούν αλλάξουν, σε όποιο βαθμό, τα πράματα.
Είμαι εξ ίσου ευτυχής που είναι κοντά μου ο συνάδελφός μου της Τουρκίας.
Για να μετατραπούν όμως οι ελπίδες σε πραγματικότητα και η πίστη σε βεβαιότητα
απομένουν πολλά να γίνουν. Τόσο εσείς οι δημοσιογράφοι, όσο και εμείς οι πολιτικοί
έχουμε ακόμα πολλή δουλειά να κάνουμε. Αλλά είμαι αισιόδοξη.
Και είμαι αισιόδοξη γιατί, σ’ αυτήν εδώ την πόλη, τόσο εσείς οι δημοσιογράφοι, με τη συνεργασία σας, όσο και ο κύριος Γκιουλ και εγώ, με τη δική μας, μπορούμε να κάνουμε
ένα, έστω και μικρό ακόμα, βήμα προς τα εμπρός.
Είμαι βεβαία ότι θα ακολουθήσουν και άλλα, περισσότερα και σπουδαιότερα.
Σας ευχαριστώ