Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι,
Είναι χαρά μου που βρίσκομαι σήμερα εδώ. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Πρόεδρο για την ιδιαίτερα τιμητική πρόσκληση που μου απηύθυνε να παρουσιάσω το νέο του βιβλίο. Ένα βιβλίο με το οποίο παρουσιάζει τις προτεραιότητες, τους στόχους και τα επιτεύγματα της πενταετούς θητείας του στην Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το βιβλίο δίνει στους αναγνώστες μια αναλυτική περιγραφή των γεγονότων και της πολιτικής της περιόδου 1988 – 1993, με εκτενείς αναφορές και παραπομπές σε δημοσιεύματα και ντοκουμέντα, με την καθαρότερη ματιά του 2007, αλλά – χωρίς αμφιβολία – και με την προσωπική σφραγίδα και οπτική του Γιώργου Βασιλείου, του ανθρώπου που οραματίστηκε αυτήν την πολιτική, την ιεράρχησε και την υλοποίησε κατά τη διάρκεια της θητείας του.
Γνωρίζω το Πρόεδρο Βασιλείου αρκετά χρόνια και πάντοτε με εντυπωσιάζει με το ήθος, την ευγένεια και την προσήνεια του. Ιδιαίτερα ευρυμαθής, ο Πρόεδρος διακρίνεται για την οξυδέρκεια και τη διορατικότητα του, τη δυνατότητά του για κριτική και δημιουργική σκέψη, για νέες ιδέες και καινοτόμες προτάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι χαίρει μεγάλης εκτίμησης διεθνώς, όπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι ήταν ουσιαστικά το «πρόσωπο» της Κύπρου στη μακρά και δύσκολη περίοδο της ενταξιακής της πορείας. Είναι, άλλωστε, ο ίδιος μια, ας μου επιτρέψει την έκφραση, «νεωτερική» περίπτωση πολιτικού. Ένας επιχειρηματίας που μπήκε στην πολιτική με διάθεση προσφοράς, ένας πολιτικός που έφερε στην πολιτική σκηνή της Κύπρου τον πραγματισμό και την ευελιξία της αγοράς.
Πράγματι, ο Γιώργος Βασιλείου έφερε μια νεωτερικότητα στη διακυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο εσωτερικό προώθησε μια ισχυρή στροφή προς την οικονομία της αγοράς, έδωσε έμφαση στην προσέλκυση επενδύσεων και στην υποβοήθηση της διεθνοποίησης της κυπριακής επιχειρηματικότητας, και έκανε, παράλληλα, ουσιαστικά βήματα για την ενίσχυση της κυπριακής κοινωνίας και της συνοχής της.
Επιτρέψτε μου όμως, κυρίες και κύριοι, να επικεντρωθώ κυρίως σε εκείνο το κομμάτι του βιβλίου που αναφέρεται στις προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης στο εθνικό θέμα της Κύπρου. Θα ήθελα να το κάνω αυτό, αφενός επειδή αυτό είναι ένα ζήτημα που αποτελεί αγωνία και επιθυμία όλων των Ελλήνων, όχι μόνον στην Κύπρο και την Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την υφήλιο, όπου υπάρχει Ελληνισμός. Αφετέρου λόγω των ειδικών ενδιαφερόντων που μου δημιουργεί η σημερινή μου θέση στην ελληνική κυβέρνηση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με τη διακυβέρνηση Βασιλείου ήρθε μια σημαντική μεταβολή στις προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι γύρισε μια νέα σελίδα. Γύρισε η σελίδα μετά την πρώτη περίοδο που χαρακτηρίστηκε από το ισχυρό σοκ και το τραύμα της εισβολής και της κατοχής, από τον δίκαιο αγώνα του Κυπριακού λαού που δοκιμάστηκε σκληρά από το δράμα της προσφυγιάς και την τραγωδία της απώλειας αγαπημένων προσώπων, εδαφών και εστιών. Το γνωρίζουμε όλοι καλά ότι ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδος, μια περίοδος δικαιολογημένα φορτισμένη, όπου κυριαρχούσαν αισθήματα πόνου, αδικίας και θυμού. Συνακόλουθα, στη διεθνή σκηνή προβαλλόταν η απαίτηση για άμεση και πλήρη αποκατάσταση του δικαίου, για την τιμωρία της προσβολής.
Μέσα σε αυτό το φορτισμένο κλίμα, ήταν πολύ δύσκολο να γυρίσει η σελίδα προς μία προσέγγιση περισσότερο πραγματιστική, βασισμένη σε μια προσεκτική αξιολόγηση του διεθνούς περιβάλλοντοςκαι – άρα – με περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Αυτό επεδίωξε να κάνει ο Γιώργος Βασιλείου – και σε σημαντικό βαθμό το πέτυχε.
Ακολούθησε πολιτική αποφασιστικότητας και εξωστρέφειας και με αυτήν επεδίωξε να δώσει μια νέα κινητικότητα στις διεθνείς προσπάθειες επίλυσης του ζητήματος. Επεδίωξε να εμπλέξει ενεργά τη διεθνή κοινότητα, τους ισχυρούς παράγοντες του διεθνούς συστήματος, χρησιμοποιώντας – μαζί με τα επιχειρήματα της δικαιοσύνης – και νέα, πραγματιστικά επιχειρήματα αμοιβαιότητας συμφέροντος. Διέγνωσε το διεθνές περιβάλλον και τις ευκαιρίες που αυτό πρόσφερε εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και προσπάθησε να τις αξιοποιήσει, προσαρμόζοντας σε αυτές τα δίκαια αιτήματα της Κύπρου.
Από την περιγραφή του βιβλίου, συγκρατώ τέσσερα στοιχεία, τα οποία θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικά:
Πρώτον, την εξωστρέφεια. Την επιδίωξη να ενισχυθεί διεθνώς το κύρος και η εικόνα της Κύπρου και να ακούγονται τα επιχειρήματά της, μέσω των συνεχών επαφών, συνομιλιών και της οικοδόμησης σχέσης αλληλεκτίμησης και εμπιστοσύνης με παράγοντες που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες εξεύρεσης λύσης. Η νέα κινητικότητα στο Κυπριακό, οι εντατικότερες προσπάθειες από τον Γενικό Γραμματέα και τα θετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, ήρθαν ως αποτέλεσμα αυτής της συντονισμένης εκστρατείας ενημέρωσης και άσκησης πίεσης προς τη διεθνή κοινότητα και προς τους ισχυρούς του διεθνούς συστήματος για το Κυπριακό ζήτημα.
Δεύτερον, την προσήλωση στο στόχο της επίλυσης του Κυπριακού, με αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση. Είναι γεγονός ότι στο διάστημα που μεσολάβησε από την εισβολή μέχρι το 1988, η διεθνής κοινότητα έτεινε να αποκομίσει την εντύπωση ότι η λύση που επεδίωκε η Κύπρος ήταν κάτι το ανέφικτο, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν. Η πολιτική που ακολουθήθηκε από τότε και στο εξής, άλλαξε αυτή την εντύπωση. Η Κύπρος, με την ενεργό στήριξη και συνεργασία της Ελλάδας, έδειξε την πολιτική της βούληση για εξεύρεση λύσης, προσερχόμενη στη διαπραγμάτευση με ρεαλιστικές θέσεις, ουσιαστικές προτάσεις και με εποικοδομητικό πνεύμα. Εξέθεσε έτσι την αδιαλλαξία του Ντενκτάς και της Τουρκίας, αποδεικνύοντας ότι σε αυτούς βρίσκεται η πηγή του αδιεξόδου και κερδίζοντας ξανά τη συμπάθεια και την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας.
Το τρίτο στοιχείο που συγκρατώ είναι το οξύ πολιτικό αισθητήριο και η προσεκτική ανάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος με αποτέλεσμα τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού λόγου που άρθρωνε η Κύπρος. Μαζί, φυσικά με την επίκληση της διεθνούς νομιμότητας που θα αποκαθίστατο με την άρση της κατοχής, προβλήθηκαν και σύγχρονα επιχειρήματα βασισμένα στις νέες συνθήκες του διεθνούς περιβάλλοντος. Προβλήθηκε με πειστικό τρόπο ότι η διατήρηση του στάτους κβο δεν είναι προς όφελος κανενός, ούτε καν της ίδιας της Τουρκίας. Ότι τόσο η διεθνής κοινότητα, όσο και οι ισχυροί διεθνείς παράγοντες, θα έχουν όφελος από την εξεύρεση λύσης. Το ζήτημα της Κύπρου συνδέθηκε με την εισβολή στο Κουβέιτ, που τόσο κινητοποίησε τη διεθνή κοινότητα. Αξιοποιήθηκε η νέα κινητικότητα του ΟΗΕ και κυρίως του Συμβουλίου Ασφαλείας, που προέκυψε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε σημαντικό αριθμό νέων, θετικών ψηφισμάτων για το Κυπριακό. Ψηφισμάτων που αποτελούν βάση για τις προσπάθειες επίλυσης μέχρι και σήμερα.
Τέλος, το τέταρτο στοιχείο το οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό, είναι η επιδίωξη της συλλογικότητας και της συνεννόησης του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων της Κύπρου, πάνω στους βασικούς άξονες της στάσης της Κυπριακής Δημοκρατίας στις διαπραγματεύσεις. Το στοιχείο αυτό ενισχύει σημαντικά το κύρος εκείνου που έχει την ευθύνη των διαπραγματεύσεων, καθώς δείχνει ότι έχει τη στήριξη και τη συστράτευση της πλατιάς κοινωνικής πλειοψηφίας στην προσπάθειά του. Οι προσπάθειες για συνεννόηση και επίτευξη συναίνεσης αποτέλεσαν σημαντικό παράγοντα ισχύος και γι’ αυτό πιστεύω ότι τα θετικά βήματα που έγιναν εκείνη την περίοδο πιστώνονται στο σύνολο του πολιτικού κόσμου της Κύπρου.
Κυρίες και κύριοι,
Σας ανέφερα ότι θεωρώ τα τέσσερα αυτά στοιχεία που ανέλυσα, σημαντικά. Πέραν όμως από σημαντικά, είναι και εξαιρετικά επίκαιρα. Είναι εξαιρετικά επίκαιρα σήμερα, που σχεδόν 34 χρόνια μετά, το τείχος της ντροπής στέκει ακόμη στη Λευκωσία.
Η θέση της Κύπρου σήμερα, δεν είναι η ίδια θέση στην οποία ήταν το ’88 ή το ’93. Έχει ένα ακόμη ισχυρότατο πλεονέκτημα.Αυτό δεν είναι άλλο από την ιδιότητά της ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα πλεονέκτημα στην απόκτηση του οποίου συνέβαλε σημαντικά ο Γιώργος Βασιλείου, και μάλιστα με δύο διαφορετικές ιδιότητες.
Κατά τη διάρκεια της Προεδρίας του, άφησε την σφραγίδα του στην πορεία της Κύπρου προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, «κλειδώνοντας» τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό. Κατέθεσε την αίτηση ένταξης και προώθησε αποτελεσματικά την αίτηση αυτή στα ευρωπαϊκά όργανα σε συνεχή επαφή με τους σημαντικότερους ευρωπαίους ηγέτες της εποχής. Το έκανε αυτό με την ουσιαστική στήριξη και βοήθεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που πίστεψε ότι εκείνος ήταν ο πιο κατάλληλος χρόνος για να επιδιώξει η Κύπρος την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η συμβολή του στον στόχο αυτό ήταν σημαντική και μετά την Προεδρία του, όταν ανέλαβε την ευθύνη του συντονισμού της εναρμόνισης της Κύπρου με το κοινοτικό κεκτημένο. Η μεγάλη επιτυχία της γρήγορης εναρμόνισης, αποτέλεσε ισχυρό πλεονέκτημα, τόσο για την Κύπρο όσο και για την Ελλάδα, στο πολιτικό σκέλος των διαπραγματεύσεων.
Μετά την προεδρία Βασιλείου, ο Γλαυκός Κληρίδης και ο Τάσος Παπαδόπουλος προώθησαν με προσήλωση τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Κύπρου, εκσυγχρονίζοντας την πολιτική για την επίτευξη του στόχου της ένταξης, η οποία έγινε πραγματικότητα με επίμονη και συντονισμένη προσπάθεια, και με την ενεργό βοήθεια και συμπαράσταση της Ελλάδας. Σημαντική ήταν βέβαια και η συμπόρευση όλων των Κυπριακών κομμάτων, που αντελήφθησαν τη σημασία αυτού του στόχου και βοήθησαν στην επίτευξή του.
Σε κάθε περίπτωση, η μεγάλη επιτυχία της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι πάνω απ’ όλα επιτυχία ολόκληρου του Κυπριακού λαού, τολμώ να πω σύσσωμου του Ελληνισμού, που μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, πέτυχε έναν στόχο που στην αρχή φαινόταν σχεδόν ανέφικτος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το γεγονός ότι η Κύπρος είναι σήμερα ισότιμο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας και ασκεί την πολιτική της μέσα σε αυτήν, αποτελεί μια πραγματικότητα που επηρεάζει καθοριστικά τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος, από εδώ και στο εξής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, φίλες και φίλοι, ότι για τη διεθνή κοινότητα, διαφορετική υπόσταση είχε το Κυπριακό πριν την ένταξη και διαφορετική μετά από αυτήν. Η διαπίστωση αυτή ίσως να μην διατυπώνεται ξεκάθαρα από όλους, αλλά είναι μια πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν.
Η επιδίωξη ενός κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος για όλους τους πολίτες της Κύπρου, οι προοπτικές ανάπτυξης και ευημερίας που δημιουργεί η ένταξη στην ευρωπαϊκή ένωση για την Κύπρο, είναι πολύ ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της επανένωσης του νησιού. Είναι βέβαιο, ότι κάθε μελλοντική προσπάθεια επίλυσης, δεν πρέπει να οδηγεί μόνο σε μια λύση δίκαιη, λειτουργική και βιώσιμη, αλλά να έχει και τα χαρακτηριστικά μιας λύσης ευρωπαϊκής. Μιας λύσης σύμφωνης με τις αρχές και τις αξίες που συνθέτουν το ευρωπαϊκό κεκτημένο, τις αρχές που διασφαλίζουν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις βασικές ελευθερίες.
Προς μια τέτοια λύση πρέπει να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας. Να επιδιώξουμε μια καινούργια δυναμική και κινητικότητα, που θα ανοίξουν το δρόμο προς μια νέα, καλά προετοιμασμένη προσπάθεια, που θα έχει εχέγγυα επιτυχίας. Για μας κυρίες και κύριοι το στάτους κβο δεν είναι παραδεκτό, θέλω να το επαναλάβω και εδώ σήμερα. Για αυτή τη λύση εργαζόμαστε, σε συνεχή, στενή συνεργασία με την Κυπριακή κυβέρνηση. Θεωρούμε κρίσιμης σημασίας για την επανεκκίνηση της προσπάθειας για επίλυση του Κυπριακού, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, την εφαρμογή, το ταχύτερο δυνατόν, της συμφωνίας της 8ης Ιουλίου 2006. Ο Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος έχει καταβάλει, και συνεχίζει να καταβάλλει, συνεχείς, εντατικές προσπάθειες. Η κωλυσιεργία, όμως, της τουρκοκυπριακής πλευράς, δεν έχει επιτρέψει την εφαρμογή της συμφωνίας μέχρι σήμερα.
Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητοί φίλοι,
Παραμονές γιορτών, μαζευτήκαμε εδώ κάποιοι που κρατάμε την Κύπρο σε ένα πολύ ιδιαίτερο κομμάτι της καρδιάς μας. Όλοι εμείς, που εργαστήκαμε και εργαζόμαστε, ο καθένας από τη θέση του, για να τη δούμε ξανά ενωμένη, με την εξεύρεση μιας λύσης βιώσιμης, λειτουργικής και δίκαιης. Να δούμε όλους τους κατοίκους της, Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, να ζούνε μαζί με ασφάλεια, ευημερία και προκοπή μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Ελπίζω, από τα βάθη της καρδιάς μου, το 2008 να σηματοδοτήσει μια νέα αρχή για την πραγματοποίηση αυτού του μεγάλου στόχου.
Με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου του Προέδρου Βασιλείου, θα ήθελα και πάλι να τον ευχαριστήσω θερμά για την πρόσκληση να το παρουσιάσω, και να του ευχηθώ κάθε επιτυχία.
Σας ευχαριστώ.