Tι θα δώσουμε στα Σκόπια αν λυθεί το θέμα του ονόματος
Συνέντευξη στον Γιάννη Παπαδόπουλο
Θεωρείτε ότι είναι ρεαλιστική η επιμονή των Ηνωμένων Πολιτειών στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης για το Σκοπιανό, μεσούσης της προεκλογικής περιόδου στα Σκόπια κι ενώ είναι φανερό ότι δεν υπάρχει φερέγγυος συνομιλητής στη γειτονική χώρα;
Αναμφισβήτητα, οι πιθανότητες να βρεθεί μία λύση μεσούσης της προεκλογικής περιόδου δεν είναι πάρα πολλές. Δεν είναι όμως και μηδενικές. Ενδεχομένως να καταστεί δυνατή μία συμφωνία του συνόλου των πολιτικών κομμάτων στα Σκόπια, προκειμένου να προχωρήσουν μαζί μας σε μία κοινά αποδεκτή ονομασία.
Όμως, εμάς θα μας εξασφάλιζε μία τέτοια προεκλογική συμφωνία ή θα χρειαζόμαστε περαιτέρω εγγυήσεις;
Καμία συμφωνία δεν μπορεί να υπάρξει που δεν θα έχει – το έχω πει πολλές φορές – την επικύρωση, τη βούλα αν το θέλετε στην καθομιλουμένη, του Συμβουλίου Ασφαλείας. Είναι απαραίτητη δηλαδή για εμάς η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Μόνον έτσι θα υπάρξει συμφωνία και, φυσικά, διασφάλιση της συμφωνίας αυτής.
Εν τοιαύτη περιπτώσει συμμερίζεστε την εκτίμηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ότι “η Ελλάς δεν έχει λόγους να επείγεται στην υπόθεση αυτή”, μετά τα όσα συνέβησαν και στο Βουκουρέστι;
Η Ελλάδα δεν πιέζεται.Όμως, αναμφισβήτητα, η χώρα μας έχει ένα γνήσιο και ειλικρινές ενδιαφέρον για την ταχύτερη δυνατή επίλυση αυτού του θέματος και, κατόπιν τούτου, τη δημιουργία βάσεων καλής γειτνίασης και σταθερότητας στις σχέσεις Ελλάδος – Σκοπίων.
Αυτό που θέλω να πω, δηλαδή, είναι ότι εξαρτάται από το πώς βλέπει καθένας το επείγον: δε μιλάμε για δεκαπέντε μέρες, ένα μήνα ή ενδεχομένως και δύο μήνες που μπορεί να διαρκέσει η προεκλογική περίοδος. Αλλά έχω επανειλημμένως τονίσει ότι εύχομαι η λύση να έχει βρεθεί μέχρι το τέλος του έτους. Είναι σημαντικό και για τις δύο χώρες.
Κάποιοι παρατηρώντας προσεκτικά τις δηλώσεις σας λένε ότι διακρίνουν το τελευταίο διάστημα μια διστακτικότητα στη διατύπωση της πρόθεσης για άσκηση βέτο ως προς την είσοδο των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει αλλάξει κάτι;
Θεωρώ ότι στερούνται σοβαρότητας παρόμοιες θεωρίες, ανάλογες διατυπώνονταν και πριν από τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ. Διαψεύσθηκαν από τις εξελίξεις. Τα θέματα είναι σοβαρά και το «βέτο» δεν είναι μια σημαία ευκαιρίας την οποία ανεμίζεις για να εξυπηρετείς μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Δρω με αίσθημα ευθύνης, στη βάση μιας συγκροτημένης στρατηγικής που έχουμε χαράξει μαζί με τον Πρωθυπουργό. Όλα αυτά έχουν ήδη δρομολογηθεί. Οι γνωρίζοντες ξέρουν ότι εδώ και δύο μήνες, πολύ πριν από το Βουκουρέστι, η Ελλάδα έχει καταθέσει τις απόψεις της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει πει ότι “αν δεν υπάρξει επίλυση του προβλήματος του ονόματος, τα Σκόπια δεν μπορούν να προχωρήσουν προς την ευρωπαϊκή τους πορεία”. Είναι γνωστό αυτό, είναι γνωστή η θέση της Ελλάδος
Όμως στη φάση που βρισκόμαστε σήμερα το ζητούμενο είναι η λύση. Γι΄ αυτό απευθυνόμαστε θετικά στο λαό της γειτονικής χώρας, λέγοντάς τους ότι ειλικρινώς τα συναισθήματά μας είναι αισθήματα φιλίας κι ότι η επίλυση του θέματος αυτού, θα δημιουργήσει μία τελείως διαφορετική προοπτική για τη χώρα και το λαό της. Θα ανοίξει μπροστά της ένα μέλλον ανάπτυξης, προοπτικής, ευημερίας.
Εμείς θα ήμασταν έτοιμοι σε περίπτωση που εξευρίσκετο μια λύση να κάναμε κάποιες χειρονομίες απέναντι στους γείτονές μας; Έχουν να περιμένουν δηλαδή συγκεκριμένα πράγματα, πέραν των ωφελημάτων της εισόδου στο ΝΑΤΟ ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθαρά σε διακρατικό επίπεδο;
Κατ΄ αρχάς, σε διακρατικό επίπεδο η Ελλάδα ήδη, όπως γνωρίζετε, διαθέτει ένα μεγάλο κομμάτι του ΕΣΟΑΒ, δηλαδή του ολοκληρωμένου σχεδίου αναπτυξιακής βοήθειας, για τα Σκόπια.
Ο προϋπολογισμός για τα έργα των Σκοπίων είναι περίπου 75 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία θα δοθούν κυρίως στον πανευρωπαϊκό άξονα 10, ο οποίος είναι ο οδικός άξονας που βγάζει τα Σκόπια από την απομόνωση. Μέσω αυτούσυνδέονται τόσο με την Ελλάδα προς το Νότο, αλλά ταυτόχρονα και με όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση προς το Βορρά, περνώντας από τη Σερβία.
Δεύτερον, το αναπτυξιακό αυτό πακέτο αφορά και χρηματοδοτήσεις και συγχρηματοδοτήσεις μικρών επιχειρηματικών μονάδων, οι οποίες θα λειτουργήσουν και θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας.
Τρίτον, η Ελλάδα πιστεύει στην ελεύθερη διακίνηση των ανθρώπων και γι’ αυτό και είναι υπέρμαχος της θέσης για τη σταδιακή απελευθέρωση της βίζας. Υπάρχει, λοιπόν, ένα σημαντικό και ουσιαστικό πακέτο στήριξης. Είναι πολλά τα οφέλη που η καλή γειτνίαση φέρνει, όχι μόνο για τα Σκόπια, αλλά και για μας. Η καλή γειτνίαση αποτελεί αυτονόητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε περαιτέρω εξέλιξη. Όταν όμως εμπεδωθεί αποτελεί μία εξαιρετική βάση πάνω στην οποία μπορείς να χτίσεις ένα πολύ πιο σταθερό και ελπιδοφόρο μέλλον.
Σας βρίσκει σύμφωνη η άποψη ότι η αμερικανική πλευρά μεροληπτεί υπέρ των Σκοπιανών στο επίμαχο αυτό θέμα; Τελευταίο παράδειγμα, οι δηλώσεις Φριντ περί μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας…
Ακούστε κ. Παπαδόπουλε, έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στις ελληνικές δυνάμεις. Οι διεθνείς μας συνομιλητές είναι φίλοι, είναι σύμμαχοι, έχουν όμως και η κάθε μία χώρα τις δικές της προτεραιότητες και τη δική της ιεράρχηση.
Μεταξύ φίλων και συμμάχων το καλύτερο που έχει καθένας να κάνει πάντοτε είναι να μιλά με καθαρές κουβέντες. Να γνωρίζουμε όλοι ξεκάθαρα ποιες είναι οι δικές μας προτεραιότητες, ποιες είναι των άλλων. Ούτε απογοητεύομαι, ούτε ενθουσιάζομαι. Η κάθε χώρα έχει τις δικές της αρχές στην εξωτερική πολιτική και τις ακολουθεί. Το ίδιο όμως κάνουμε κι εμείς. Και το κάνουμε με εθνική αυτοπεποίθηση και με σιγουριά. Όσον αφορά το θέματων δηλώσεων Φριντ, όπως ξέρετε υπήρξε διευκρίνιση και διόρθωση από τη μεριά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Επειδή λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση είναι πιθανόν οι προτεραιότητες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ελλάδας να μην ταυτίζονται, εσείς ανησυχείτε ότι μπορεί να υπάρξουν επιπτώσεις στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, μετά την εξέλιξη του Βουκουρεστίου, αλλά και ευρύτερα;
Όχι κ. Παπαδόπουλε. Εγώ ποτέ δεν ασπάστηκα ποτέ,τη φοβική λογική στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής.
Εμείς είμαστε μία ώριμη Ευρωπαϊκή Δημοκρατία, ένα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα μέλος του ΝΑΤΟ, ασκούμε πολιτική με μετριοπάθεια, με νηφαλιότητα και με υπευθυνότητα. Έχουμε εθνική στρατηγική και σαφείς στόχους.Έχουμε τις δικές μας προτεραιότητες, οι οποίες είναι γνωστές. Με βάση αυτές κινούμαστε. Από κει και πέρα όμως, οι λογικές της διεκδίκησης και του αλυτρωτισμού ανήκουν στο παρελθόν. Δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύγχρονης διπλωματίας.
Ούτε στο θέμα της ενεργειακής πολιτικής που οικοδομεί η Ελλάδα με άξονα τη Ρωσία και θίγει ζωτικά οικονομικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών;
Οι Ηνωμένες Πολιτείες γνωρίζουν ότι η Ελλάδα ακολουθεί μία πολιτική διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας. Έχουμε καταφέρει ως χώρα να μετατρέψουμε το παλιό γεωγραφικό μας μειονέκτημα στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, σε γεωγραφικό πλεονέκτημα στο σύγχρονο κόσμο.
Δηλαδή έχουμε έναν αγωγό τον TGΙ, ο οποίος θα μεταφέρει φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν και ενδεχομένως μερικώς κι από το Ιράν. Έχουμε τον δικό μας αγωγό, από τον οποίον τροφοδοτείται η Ελλάδα, που είναι της Gazprom. Συζητάμε τώρα με τους Ρώσους και είμαστε στην τελική φάση της διαπραγμάτευσης για τον SouthStream, τον αγωγό ο οποίος θα συνδέσει την Ρωσία, μέσω της Ελλάδας με την Ιταλία, και, από εκεί, με τη Δυτική Ευρώπη.
Παράλληλα, κ. Παπαδόπουλε, η χώρα μας έχει το μεγάλο προσόν να αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ναυτιλιακές δυνάμεις στον κόσμο. Τα ελληνικά πλοία, είναι οι πλωτοί αγωγοί, ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο, μεταφέροντας πετρέλαιο και τώρα και αέριο. Αυτό αποτελεί ακόμα ένα ισχυρό πλεονέκτημα, ακόμα έναν σημαντικό παράγοντα ισχύος για την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Και νομίζω ότι δεν υπάρχει κανείς ο οποίος να μπορεί να μας κάνει την παραμικρή κριτική απάνω στον τρόπο με τον οποίον κινείται η ενεργειακή μας πολιτική.
Σας απασχολούν οι επικρίσεις που σας έγιναν, ακόμα και από στελέχη κομμάτων της Βουλής όπως του ΛΑΟΣ, για συμπάθεια προς την αμερικανική πολιτική;
Έχω ακούσει πολλά, αλλά είμαι πλέον αρκετά χρόνια στην πολιτική για να μη δίνω παραπάνω σημασία από αυτή που χρειάζεται. Εκτιμώ και διαβάζω με προσοχή κάθε μορφής κριτική η οποία μου γίνεται. Αλλά, την αυτοπεποίθηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και το ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική πορεύεται με σιγουριά και ανάστημα, αυτό νομίζω ότι κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί.
Το ΠΑΣΟΚ μέμφεται την Κυβέρνηση με αφορμή την υπόθεση του ΟΤΕ για “ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας”. Τι απαντάτε;
Στην πολιτική είναι απαραίτητο να είναι κανείς συνεπής σε αυτά τα οποία υποστηρίζει. Δεν μπορεί άλλα να λέει όταν είναι στην κυβέρνηση και άλλα όταν περνά στην αντιπολίτευση.
Το ΠΑΣΟΚ έβαλε τον ΟΤΕ στο Χρηματιστήριο και επί των ημερών του ΠΑΣΟΚ πουλήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών του. Αυτό είναι μία πραγματικότητα. Αυτό όμως στην ουσία είναι μία πολιτική αποκρατικοποίησης του ΟΤΕ, έστω και αν κάποιοι φοβούνται τις λέξεις. Διότι αλλιώς, ο ΟΤΕ έμενε στο ελληνικό δημόσιο και τελείωνε η υπόθεση. Το να αλλάζει, λοιπόν, κανείς γνώμη και να προσπαθεί να δημιουργήσει συνθήκες της δεκαετίας του ΄80 ή των αρχών του ΄90 εν έτει 2008, δεν αυξάνει την αξιοπιστία του κόμματος της Αντιπολίτευσης. Αντίθετα τη μειώνει και επιβεβαιώνει την βαθιά κρίση πολιτικής και ταυτότητας που περνά.
Παρόλα αυτά η Αξιωματική Αντιπολίτευση θίγει και ευρύτερα ζητήματα. Επί παραδείγματι, ζήτησε Εξεταστική για την υπόθεση των ομολόγων και καταλογίζει στην Κυβέρνηση πρόθεση συγκάλυψης όλων των μεγάλων υποθέσεων λέγοντας ότι στην υπόθεση των ομολόγων δεν έχει καταλήξει πουθενά η προσπάθεια για διαλεύκανση. Το ίδιο με τις υποκλοπές, το ίδιο με τους εμπρηστές του καλοκαιριού που δεν απεκαλύφθη το σχέδιο το οποίο είχε εκτιμηθεί ότι υπήρχε.
Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα:σε αυτή τη χώρα υπάρχουν νόμοι και υπάρχει και η δικαιοσύνη η οποία καλείται να διαλευκάνει αναμφισβήτητα δύσκολες υποθέσεις, όπως είναι και αυτές στις οποίες αναφέρεστε.
Η Δικαιοσύνη θα προχωρήσει στο έργο της. Υπήρξαν περιπτώσεις που η Δικαιοσύνη κατέληξε σε κάποια απόφαση και άρα μπορεί να στείλει στη Βουλή των Ελλήνων το πόρισμά της για περαιτέρω δράση αν αφορά πολιτικά κόμματα ή πολιτικούς. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, συνεχίζει την έρευνά της.
Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στις υποκλοπές, η Δικαιοσύνη δεν κατάφερε να διαλευκάνει την υπόθεση. Από την ώρα που δεν το κατάφερε η Δικαιοσύνη είναι οφθαλμοφανές ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να βρεθούν στοιχεία από την οποιαδήποτε Προανακριτική Επιτροπή.
Όλοι, και εγώ είμαι ασφαλώς ένας από αυτούς, θέλουμε να πέσει άπλετο φως κ. Παπαδόπουλε σε κάθε τέτοια περίπτωση. Ξέρω, όμως ότι θα πρέπει να επιδείξουμε υπομονή. Μην ξεχνάμε την υπόθεση του Παντείου, που πήρε πεντέμισι χρόνια για να βγει μια απόφαση.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο σχηματισμός αυτοδύναμης κυβέρνησης στις επόμενες εκλογές θα είναι αν όχι και αδύνατος, πάντως μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Πως βλέπετε λοιπόν εσείς την προοπτική μιας κυβέρνησης συνεργασίας και υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε ρεαλιστικά να εξετασθεί κάτι τέτοιο;
Πιστεύω ότι για να είμαστε ρεαλιστές απέχουμε πάρα πολύ από το να κάνουμε αυτή την ανάλυση σήμερα. Είμαστε επτά μήνες μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Μέσα σε αυτούς τους επτά μήνες έγιναν πολλά, μέχρι πριν από ένα μήνα άκουγα περί της απόλυτης βεβαιότητας του τέλους του δικομματισμού, σήμερα ήδη τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Πιστεύω ότι είμαστε πολύ μακριά από το να πούμε ποια θα είναι η βούληση του ελληνικού λαού, όταν θα γίνουν εκλογές σε τρία χρόνια. Τότεο ελληνικός λαός θα αποφασίσει τι είδους Κυβέρνηση θέλει να τον κυβερνήσει. Και η άποψή του βεβαίως είναι κυρίαρχη.
Βεβαίως ο εκλογικός νόμος περιπλέκει τα πράγματα στην προκειμένη περίπτωση.
Ο εκλογικός νόμος δίνει σταθερές κυβερνήσεις, αυτό είναι βέβαιον. Και η χώρα μας είναι μια χώρα η οποία κατά την άποψή μου χρειάζεται σταθερές κυβερνήσεις. Ζούμε σε μία χώρα όπου η εκάστοτε κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να πολεμά με μία γραφειοκρατία που αποτελεί πραγματική λαίλαπα για τον τόπο αυτό. Δεν είμαστε μία χώρα η οποία μπορεί να μείνει ακυβέρνητη και να βασιστεί στη γραφειοκρατία της. Αυτό πρακτικώς σημαίνει ότι χρειαζόμαστε κυβέρνηση. Τι είδους κυβέρνηση θα είναι αυτή; Αυτή θα την αποφασίσει ο ελληνικός λαός και μόνο αυτός.
Επιτρέψτε μου να επιμείνω κυρία υπουργέ. Ποιες προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν ώστε να καταστεί δυνατή η συγκυβέρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων;
Κατά τη γνώμη μου μία είναι η προϋπόθεση: Να υπάρχει μία προγραμματική συμφωνία, μία πολιτική, η οποία θα είναι συμπεφωνημένη και η οποία θα ασκηθεί. Και ο λόγος για τον οποίον σταθερά υποστηρίζω τα μεγάλα κόμματα είναι διότι αυτές οι όποιες διαφορές στην άσκηση της πολιτικής μέσα τα μεγάλα κόμματα επιλύονται πριν από τις εκλογές.
Στη Νέα Δημοκρατία, για παράδειγμα, δεν έχουμε όλοι απολύτως την ίδια άποψη, διότι τότε θα ήμασταν «ολόιδιοι». Αλλά οι απόψεις μας αυτές κατατίθενται πριν από τις εκλογές κι έτσι όταν ο πολίτης καλείται να ψηφίσει έχει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα μπροστά του.
Επομένως θεωρείτε ευχερέστερη ως προοπτική τη δημιουργία κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, παρά ενός μεγάλου κόμματος με κάποιο από τα μικρότερα;
Κοιτάξτε, το θεωρώ πιο πιθανόν, αλλά είναι ένα σενάριο από οποίο είμαστε έτσι κι αλλιώς μακριά.
Σχετικά με τον ανασχηματισμό που φημολογείται ότι κυοφορείται. Εσείς θεωρείτε ότι έχετε κλείσει έναν κύκλο έργου στο Υπουργείο Εξωτερικών; Θαβρίσκατε ενδιαφέρουσα μια πρόκληση σε κάποιο άλλο τομέα;
Κύριε Παπαδόπουλε, κατ΄ αρχάς δεν κλείνουν οι κύκλοι σε θέματα όπως αυτά που χειρίζεται το Υπουργείο Εξωτερικών. Δεύτερον, θα σας απαντήσω με την απολύτως τετριμμένη, πλην όμως και την μοναδική απάντηση που θα υπάρξει σε αυτή την ιστορία, ότι τα στελέχη των κομμάτων δεν επιλέγουν τις θέσεις τους. Αυτές τις επιλέγει ο εξής ένας, ο Πρωθυπουργός.
Να γυρίσουμε σε αυτό που υπαινιχθήκατε προηγουμένως, γιατί πολύς λόγος έγινε τους προηγούμενους μήνες σχετικά με τη μεγάλη άνοδο που εμφανιζόταν στις δημοσκοπήσεις του Συνασπισμού και ειδικά με τη δημοφιλία του κ. Τσίπρα. Εσείς που αποδίδετε αυτή την τάση; Θεωρείτε ότι ήταν ένα πρόσκαιρο φαινόμενο ή ότι εξέφρασε μία διάθεση των πολιτών να τρίξουν τα δόντια στον δικομματισμό;
Το θεωρώ απολύτως λογικό. Για τις κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο αυτή είναι μια πάρα πολύ δύσκολή περίοδος. Είναι μια περίοδος δύσκολη στην οικονομία, με μία άνοδο 75% του πετρελαίου από πέρσι μέχρι φέτος, μία άνοδο που τινάζει στον αέρα κάθε είδους προϋπολογισμό, από τον οικογενειακό μέχρι τον κρατικό. Παράλληλα υπάρχουν γενικότερες αστάθειες στο διεθνές σύστημα, υπάρχει έλλειψη τροφίμων σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου.
Με δυο λόγια: σε ολόκληρο τον κόσμο οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά υπαρκτά πιεστικά προβλήματα. Είναι λογικό, λοιπόν, να υπάρχει και αντίδραση και θυμός από μερίδα της κοινής γνώμης, η οποία δυσκολεύεται να παρακολουθήσει το μέγεθος αυτών των αλλαγών και τις γενεσιουργές αιτίες αυτών των προβλημάτων.
Άρα, η κεφαλαιοποίηση από ένα κόμμα μιας μορφής ριζοσπαστικοποίησης της κοινής γνώμης είναι μέσα στα αναμενόμενα. Από κει και πέρα περνάει αυτή η περίοδος της διακυβέρνησης και η κυβέρνηση θα κριθεί και από τον τρόπο με τον οποίον κατάφερε μέσα σε αυτή την τρικυμία να οδηγήσει το σκάφος που λέγεται Ελλάδα και από την απόδοση την οποία είχε.
Διακρίνετε προοπτική διεξόδου από αυτή την κρίση ή πιστεύετε ότι θα πρέπει ο κόσμος να είναι προετοιμασμένος να υποβληθεί σε περαιτέρω θυσίες;
Κοιτάξτε, κάποιοι είχαν πει ότι η κρίση αυτή θα ξεπεραστεί το πρώτο εξάμηνο, τον Ιούνιο δηλαδή. Τώρα τη μεταφέρουν για έξι μήνες μετά. Δεν ισχυρίζομαι ότι έχω την απάντηση στο ερώτημά σας αυτή τη στιγμή.
Αυτό το οποίο ξέρω είναι ότι πρέπει με πολλή σοβαρότητα και πολλή υπευθυνότητα, αποφεύγοντας τον οποιοδήποτε λαϊκισμό και την οποιαδήποτε δημαγωγία,να ξέρει ο ελληνικός λαός ποια είναι η πραγματικότητα. Αυτή την πραγματικότητα οφείλουμε εμείς, χωρίς ανασφάλειες και μισόλογα, να την πούμε. Και από την άλλη μεριά να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να έχει το λιγότερο δυνατόν κόστος ο πολίτης από αυτήν την αναταραχή.
Μήπως όμως η επίκληση αυτής της συγκυρίας βγάζει και την κυβέρνηση από τη δύσκολη θέση να υλοποιήσει υποσχέσεις που έδωσε προεκλογικά, για ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, για βελτίωση των όρων ζωής της καθημερινότητας;
Η προσπάθεια για τη βελτίωση των όρων της καθημερινότητας είναι μία συνεχής μάχη κι έχει πάρα πολλές πτυχές. Πολλές από αυτές δεν είναι άμεσα συνδεδεμένες με το πρόβλημα το οποίο σας ανέφερα. Είναι όμως μία μάχη την οποία οφείλουμε να κερδίσουμε. Από ‘κει και πέρα, αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί ενδεχομένως να υπάρχουν κι άλλες πτυχές, που θα επιβάλουν να κοιτάξει κανείς με ειλικρίνεια τον ελληνικό λαό κατάματα και να του πει ποια είναι η πραγματικότητα.
Εκτιμάτε ότι η οριακή πλειοψηφία που έχει η Νέα Δημοκρατία τη δυσκολεύει να δώσει λύσεις σε θέματα όπως αυτά με διαφωνούντες βουλευτές; Χαρακτηριστικά μπορεί να αναφέρει κανείς την περίπτωση του κ. Τατούλη, ο οποίος κατά πολλούς έχει υπερβεί τα όρια της κριτικής.
Θα ήμουνα ο τελευταίος άνθρωπος ο οποίος θα αρνείτο σε κάποιον να πει την άποψή του μέσα στα όργανα του κόμματος. Και πρώτα απ΄ όλα διότι αυτό είναι και το νόημα της ύπαρξης των οργάνων αυτών. Από κει και πέρα ο καθένας από μας κρίνεται από το δημόσιο πολιτικό λόγο του, από το έργο και τα αποτελέσματα της δράσης του κατά τη διάρκεια πριν και μετά την άσκηση της εξουσίας. Και ο λαός σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ξέρετε ο μοναδικός τελικός κριτής.
Υπήρξατε η πρώτη γυναίκα Δήμαρχος Αθηναίων. Θεωρείτε ότι η ελληνική κοινωνία είναι ώριμη να δεχθεί και μια γυναίκα Πρωθυπουργό;
Η Ελλάδα είναι μία σύγχρονη κοινωνία. Δε νομίζω ότι πλέον στις σύγχρονες κοινωνίες οι πολιτικοί κρίνονται από το φύλο τους. Εμείς οι γυναίκες είμαστε δυστυχώς πολύ λίγες στην πολιτική. Αραιά και που πλέον, τυχαίνει να διαβάζουμε και κανένα δημοσίευμα το οποίο αναφέρει ότι κάποιοι θα μας προτιμούσαν στις κουζίνες μας να πλένουμε πιάτα. Όμως ευτυχώς για μας αυτοί είναι μία θλιβερή μειοψηφία, η οποία έχει απομείνει πλέον να δίνει «ηρωικά» τη μάχη κατά των γυναικών. Ευτυχώς.

