Κυρίες και κύριοι,
Με χαρά σας καλωσορίζω όλους στο Υπουργείο Εξωτερικών, σε αυτή την εκδήλωση με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Είναι ιδιαίτερη η χαρά και η τιμή που νιώθουμε, καθώς έχουμε κοντά μας τον καθηγητή κ. Χρήστο Ροζάκη, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τον καθηγητή κ. Νίκο Αλιβιζάτο και τον πρώην Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, κ. Στέφανο Ματθία.
Πρόκειται αναμφίβολα για τρεις ανθρώπους που μπορούν – ο καθένας στον τομέα ειδικότητάς του – να ρίξουν φως σε όλες τις πτυχές της λειτουργίας αυτού του υπερεθνικού δικαιοδοτικού οργάνου. Και κάτι ακόμη περισσότερο: μπορούν – μέσα από την εμπειρία και την βαθιά, ειδική τους γνώση – να αναδείξουν το μεγάλο όφελος της Ευρώπης – και της ανθρωπότητας θα έλεγα – από την ίδρυση και τη λειτουργία του Δικαστηρίου. Το κέρδος, που δεν είναι άλλο από την καθοριστική συμβολή του Δικαστηρίου στην προστασία των ατομικών ελευθεριών στα κράτη της Ευρώπης, αλλά και στην δημιουργία του ευρωπαϊκού πλαισίου αρχών και αξιών. Ένα όφελος που μεταφράζεται σε ελευθερία, σε δημοκρατία, σε δικαιοσύνη, σε δυνατότητες ευημερίας και προκοπής για όλους τους Ευρωπαίους. Μια παρακαταθήκη που συνεχώς εμπλουτίζεται, ανανεώνεται, εκσυγχρονίζεται προς όφελος των μελλοντικών γενιών.
Κυρίες και κύριοι,
Από την αρχή σχεδόν αυτής της πενηντάχρονης διαδρομής, το Δικαστήριο έβαλε τον πήχη πολύ ψηλά. Οι πατέρες του, αλλά και οι άνθρωποι που το υπηρέτησαν και το υπηρετούν, κυρίως οι Δικαστές, αποφάσισαν να μην το περιορίσουν σε έναν απλό «υπηρέτη» του στενώς εννοούμενου γράμματος της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αποφάσισαν να αναγάγουν το Δικαστήριο σε ουσιαστικό θεματοφύλακά της. Σε θεματοφύλακα του πνεύματος της Σύμβασης. Κρατώντας την πάντα ζωντανή, πάντα επίκαιρη, πάντα σε επαφή με την εποχή και με τις νέες προκλήσεις και ανάγκες στις οποίες καλείται να ανταποκριθεί. Και αυτό έκαναν.
Αξίζει δε να θυμηθούμε ότι η λογική των υψηλών προσδοκιών δεν ήταν σε καμία περίπτωση αυτονόητη εκείνη την εποχή. Την εποχή που η Ευρώπη προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της από έναν καταστροφικό πόλεμο. Την εποχή που τα κράτη της ηπείρου μας έψαχναν να βρουν εκ νέου το δρόμο για την συνεργασία και την ανάπτυξή τους, προσπαθούσαν να ξεκινήσουν από την αρχή την πορεία τους προς την σταθερότητα και την ευημερία. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, τα μικρά βήματα θα φάνταζαν ως πιο λογικός δρόμος από τα άλματα. Οι πατέρες όμως της Σύμβασης και του Δικαστηρίου, επέλεξαν να κάνουν ένα πραγματικό ποιοτικό άλμα για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στην Ευρώπη. Και δικαιώθηκαν.
Κυρίες και κύριοι,
Αν η ματιά μας δεν επικεντρωθεί σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση που εκδικάστηκε αυτά τα 50 χρόνια, και κοιτάξουμε το συνολικό έργο του Δικαστηρίου, ένα έργο που σε αριθμούς περιλαμβάνει άνω των 10.000 αποφάσεων, τότε θα διαπιστώσουμε τα σημαντικά του επιτεύγματα.
Το πρώτο στο οποίο θα αναφερθώ είναι η πανευρωπαϊκή ομογενοποίηση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το Δικαστήριο κατάφερε, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τη Σύμβαση, να εναρμονίσει τους εθνικούς κανόνες προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ανάγοντάς τους σε ένα ενιαίο αξιακό σύνολο. Δικαιώματα όπως το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, το δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, η ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας έχουν πλέον πανευρωπαϊκό περιεχόμενο. Αποτελούν τον κορμό αυτού που σήμερα ονομάζουμε ευρωπαϊκές αρχές και αξίες. Αποτελούν τον πήχη που οφείλουν να περνούν όλα τα κράτη που θέλουν να έχουν τον τίτλο τιμής «ευρωπαϊκή δημοκρατία». Αποτελούν την «ήπια ισχύ» της Ευρώπης, την αίγλη που εκπέμπει η Ευρώπη σε όλους εκείνους τους λαούς του κόσμου, που προσβλέπουν σε αυτήν ως μοντέλο κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης.
Εκείνο δε που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι και εδώ είναι εμφανέστατη η νοοτροπία των υψηλών προσδοκιών. Η εναρμόνιση αυτή δεν έγινε στη λογική της αναζήτησης – όπως πολλές φορές γίνεται στην Ευρώπη – του ελάχιστου κοινού παρονομαστή μεταξύ των εθνικών κανόνων. Αντίθετα, το Δικαστήριο ομογενοποίησε τους εθνικούς κανόνες εκσυγχρονίζοντάς τους και ενθαρρύνοντας τα κράτη που υστερούσαν να προσαρμοστούν στο νέο, ανώτερο επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων που αυτό θέσπισε.
Ίσως γι’ αυτό το Δικαστήριο ως θεσμός έχει τέτοια απήχηση μεταξύ των πολιτών της Ευρώπης. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέσα σε αυτά τα πενήντα χρόνια έχει καταφέρει να αναδειχθεί σε θεσμό – αναφοράς για όλους τους ευρωπαίους, σε φορέα της συλλογικής ευρωπαϊκής συνείδησης για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο, στη συνείδηση των Ευρωπαίων πολιτών, αποτελεί τον αυθεντικό εκφραστή και θεματοφύλακα των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών. «Το Στρασβούργο» αποτελεί ουσιαστική σανίδα για εκείνους τους πολίτες που μένουν απροστάτευτοι από κενά, ελλείψεις ή λάθη των εθνικών νομοθεσιών ή και των εθνικών δικαστών. Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, δεσμεύει και ανεβάζει τον πήχη για μας, για τον εθνικό νομοθέτη, τον δικαστή ή τον κυβερνώντα: κανένας εθνικός κανόνας ή πρακτική δεν μπορεί να παρεκκλίνει από το επίπεδο προστασίας που έχει προσδιορίσει το Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο, δηλαδή, στην πραγματικότητα δεν εκδίδει απλώς αποφάσεις. Παράλληλα, «διδάσκει» ανθρώπινα δικαιώματα στα κράτη και τους πολίτες της Ευρώπης. Με αυτόν τον τρόπο επικαιροποιεί διαρκώς τη Σύμβαση, καθιστώντας την ένα πραγματικά ζωντανό κείμενο που εκφράζει τις σύγχρονες προκλήσεις για τις ατομικές ελευθερίες και την προστασία τους. Μέσα από το έργο του Δικαστηρίου, η Σύμβαση αναδεικνύεται σε «συντακτικό κείμενο της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Τάξης», όπως χαρακτηριστικά έχει υποστηριχθεί. Το εύρος των θεμάτων που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει το Δικαστήριο είναι πρωτοφανές για ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Εξέχουσα, βεβαίως, θέση κατέχουν οι αποφάσεις, όπως η απόφαση Λοϊζίδου, με τις οποίες η διεθνής δικαιοσύνη έρχεται αρωγός σε πρόσωπα που στερούνται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους λόγω ξένης κατοχής.
Αυτός είναι και ο λόγος που η απήχηση και η επιρροή του Δικαστηρίου και, γενικότερα του συστήματος προστασίας της Σύμβασης, είναι εμφανείς και σε άλλους – περιφερειακούς – διεθνείς οργανισμούς. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και η Αμερικανική Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για να αναφέρω δύο μόνο παραδείγματα, είναι ξεκάθαρα επηρεασμένα κείμενα από το πνεύμα της Σύμβασης και της λειτουργίας του Δικαστηρίου.
Κυρίες και κύριοι,
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν ζητήματα σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για την επίλυση των οποίων απαιτούνται ουσιαστικά βήματα προς τα εμπρός. Ένα από αυτά είναι βεβαίως η διασφάλιση της ταχύτερης και ουσιαστικότερης εφαρμογής των αποφάσεων από τα κράτη. Ένα άλλο είναι η διαχείριση του φόρτου των προσφυγών που φτάνουν προς εξέταση στο Δικαστήριο. Στις αρχές της φετινής χρονιάς περίπου 100.000 προσφυγές ήταν εκκρεμείς ενώπιον των σχηματισμών του Δικαστηρίου.
Είμαι βέβαιη ότι οι εκλεκτοί μας ομιλητές θα αναφερθούν σε όλα εκείνα τα θέματα που έχουν να κάνουν με την πορεία του Δικαστηρίου. Και χαίρομαι που ο κ. Πατρώνας σας παρουσίασε την έκδοση ενός χρήσιμου εγχειριδίου για την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την δραστηριότητα του δικαιοδοτικού της οργάνου. Για την πρωτοβουλία αυτή θα ήθελα να ευχαριστήσω τον συγγραφέα, Λέκτορα του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου, κ. Γιάννη Κτιστάκη, το Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού του Υπουργείου Εξωτερικών και τη Γενική Γραμματεία Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.
Αυτή η «χρυσή» επέτειος από την ίδρυση του Δικαστηρίου αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία για να τα εξετάσουμε και να μιλήσουμε ανοιχτά για τις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας να κάνουμε με θάρρος την αυτοκριτική μας και ως χώρα – αποτελεί όμως εξίσου σημαντική ευκαιρία να αναφερθούμε στις μεγάλες επιτυχίες αυτής της πενηντάχρονης πορείας και να αναδείξουμε τον ξεχωριστό ρόλο του Δικαστηρίου: τον ρόλο του πρωταγωνιστή στην προστασία, την διάδοση και την συνεχή ανανέωση, των πανευρωπαϊκών αξιών της ελευθερίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ισότητας, της κοινωνικής ευαισθησίας, της δημοκρατίας και του κράτους Δικαίου.
Σας ευχαριστώ.