Ομιλία στην παρουσίαση των βιβλίων του Σταύρου Λυγερού «Η ισλαμική τρομοκρατία» και «Η εισβολή των αμάχων».
Από τα δύο αυτά βιβλία την βαθύτερη προσοχή μου απέσπασε το πρώτο, η «Ισλαμική Τρομοκρατία». Ο Σταύρος θεωρεί και τα δύο φαινόμενα, την Ισλαμική τρομοκρατία και το προσφυγικό (ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε) κύμα, σαν «εκδίκηση του Ισλάμ». Αν όμως διαβάσετε τα κείμενά του θα διαπιστώσετε πως και ο ίδιος είναι επιφυλακτικός με μια τέτοια γενίκευση.
Εγώ πάντως είμαι πολύ επιφυλακτική: θεωρώ και τα δύο φαινόμενα ως ιδιαιτέρως σύνθετα και πολυπαραγοντικά. Βλέπουμε συνήθως το τσουνάμι που πάει να μας πνίξει αλλά δεν ήμασταν παρόντες στο ταρακούνημα του τεκτονικού σεισμού που το προκάλεσε.
Οι πρόσφατες εξελίξεις, όπως π.χ. οι αλυσιτελείς αμερικανικές επεμβάσεις, διέγειραν ή αν θέλετε διέρρηξαν, τις τεκτονικές πλάκες, επισπεύδοντας τον σεισμό στο Ισλάμ. Και τα κύματα κατακλύζουν τώρα την Ευρώπη. Το είχα πει πολλές φορές, ως Υπουργός Εξωτερικών, στη Μασσαλία, όπου ετοιμάσαμε την «Ένωση για τη Μεσόγειο» και αλλού, ότι εδώ στην Ευρώπη, ανεχτήκαμε πολλά χρόνια να βολευόμαστε με τα αυταρχικά καθεστώτα που περιέβαλαν τα νότια και ανατολικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στρατηγική για «την επόμενη μέρα» δεν υπήρξε. Και τώρα παριστάμεθα μάρτυρες της συνολικής κατάρρευσης των περιοχών που γειτνιάζουν με την ΕΕ: Νότο, Ανατολή, Μέση Ανατολή, Καύκασο. Και πάλι στρατηγική δεν υπάρχει. Ο Σταύρος το επισημαίνει εξαιρετικά ότι πάμε να πάρουμε απλώς μέτρα για τις συνέπειες, για τα αίτια όμως ουδεμία στρατηγική υπάρχει.
Ο Σταύρος Λυγερός θεωρεί τις τρομοκρατικές επιθέσεις και την μετανάστευση ως δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Εξ’ ου και τα δυο βιβλία! Αναλύει τόσο την αποτυχία των επεμβάσεων όσο και αυτό που θεωρεί εγγενή ασυμβατότητα του Ισλάμ με τις δυτικές κοινωνίες.
Και στα δυο αυτά διαφωνώ εν μέρει: διότι αφενός μεν ορισμένες κρίσεις – και μάλιστα η Συρία, η κυριότερη!- δεν προκλήθηκαν από τις δυτικές επεμβάσεις, αφετέρου δε το Ισλάμ, σε προγενέστερες περιόδους, των Αββασιδών αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βρισκόταν σε άκρως διαλεκτική σχέση με τη Δύση, αλλά και με το Βυζάντιο. Είμαι λοιπόν επιφυλακτική σε τέτοιες «ολιστικές» προσεγγίσεις, χωρίς φυσικά να παραβλέπω την οξύτητα της φάσης που τώρα διανύουμε.
Δεν παραβλέπω βεβαίως και τα τραγικά αποτελέσματα: Διότι δεν είναι τυχαία η προσπάθεια ορισμένων κρατών να περιχαρακωθούν όπως όπως. Δεν είναι σύμπτωση η άνοδος του εθνικισμού. Δεν είναι ακατανόητη η μεγέθυνση δεξιών και αριστερών λαϊκιστικών κομμάτων και κινημάτων.
Ο Σταύρος Λυγερός ανατρέχει όσο χρειάζεται πίσω, ανακαλώντας τα διάφορα γένη της μεταπολεμικής τρομοκρατίας. Το κάνει για να καταδείξει τις ειδοποιούς διαφορές κάθε κατηγορίας σε σχέση με την άλλη. Στέκεται, ασφαλώς, όπως όλοι μας, στο κομβικό 2001 που πρέπει να δεχθούμε ότι άλλαξε τα δεδομένα. Πιθανόν για πολλές δεκαετίες.
Η ανάλυσή του στο σημείο αυτό γίνεται άκρως ενδιαφέρουσα: Ανακαλεί και υπενθυμίζει την ιδεολογική και ψυχολογική βάση της τρομοκρατίας: αναδεικνύει το Παλαιστινιακό και μιλάει για υπέρμετρο φιλοϊσραηλισμό των ΗΠΑ, ορθά, ως τον παρανομαστή πάσης αραβικής δυσαρέσκειας.
Κάνει μια εξαιρετική διάκριση μεταξύ των δύο επιπέδων της τρομοκρατίας, του επιχειρησιακού και του ιδεολογικού. Στόχος του τρόμου ως επιχείρησης είναι η περιχαράκωση των μουσουλμανικών πληθυσμών. Στόχος δε της ιδεολογικής μάχης είναι το ξεπέρασμα των ενδο-αραβικών αντιθέσεων και μια «μάχη για το Ισλάμ». Η τρομοκρατία αυτή λοιπόν σήμερα δεν είναι αραβική-εθνικιστική, όπως παλαιότερα των Παλαιστινίων, για παράδειγμα. Είναι Ισλαμική-φονταμενταλιστική. Από το Μαρόκο ως την Ινδονησία επιχειρείται (και σε μεγάλο βαθμό επιτυγχάνεται) να επικρατήσει τα ίδιο πνεύμα της τζιχάντ, του ιερού πολέμου.
Η «Αραβική Άνοιξη», αντί να ανθίσει όπως ξεκίνησε, σαν φιλελεύθερο δηλαδή αραβικό κίνημα, κατέληξε σε ένα αποκρουστικό δίλημμα: Κοσμική αυταρχική δικτατορία ή ισλαμική κυριαρχία;
Και έτσι ερχόμαστε κυρίες και κύριοι στο τσουνάμι της μετακίνησης πληθυσμών. Ο Σταύρος Λυγερός στο δεύτερο αυτό βιβλίο δεν ξέχασε τίποτα: ανατρέχει πίσω ακόμα και στα πρώτα μεταναστευτικά κύματα από την ανατολική Ευρώπη και την Αλβανία. Υποψιάζομαι πως στόχος του ήταν να καταδείξει την ουσιαστική αδυναμία της Ελλάδας να δημιουργήσει στοιχειώδεις δομές αντιμετώπισης μαζικών εισόδων πολιτών άλλων χωρών. Και αυτή την αδυναμία την κορυφώσαμε και την πληρώνουμε ακόμα πιο ακριβά σήμερα.
Ο Σταύρος επιμένει και εδώ στην εγγενή ασυμβατότητα των περισσότερων αφικνουμένων από την Αφρική και την Ασία με την Ελλάδα αλλά και με την Ευρώπη γενικότερα. Κάνει κριτική στην αντιρατσιστική φρασεολογία και πολιτική που ο ίδιος θεωρεί ότι αποξενώνει και απελπίζει τον κόσμο ακόμα περισσότερο. Περιγράφει γλαφυρά – και οφείλουν όλοι να τα διαβάσουν αυτά – τις αλυσιτελείς και εξευτελιστικές της ανθρώπινης αξιοπρέπεια διαδικασίες για τις αιτήσεις ασύλου ή τις άδειες παραμονής. Τον ρόλο των ΜΚΟ για πολλές από τις οποίες αφήνει πολλά να εννοηθούν!
Το κυριότερο είναι η περιγραφή των γκέτο και της υποβάθμισης, ιδίως της Αθήνας, σε ασύλληπτη έκταση και χωρίς να είναι ορατή μια πολιτική που θα ανακούφιζε σοβαρά και θα ανέτασσε την τάλαινα πόλη.
Καταλήγει πως δεν πρόκειται απλώς για μια φυγή διωκομένων και την συγκρίνει με τις μεγάλες μετακινήσεις των λαών τον 4ο μ. Χ. αιώνα!
Έχει ενδιαφέρον η άποψη ότι αν δεν αντιμετωπίσουμε τους πρόσφυγες αποτελεσματικά ως εξατομικευμένες περιπτώσεις τότε, θεωρητικώς, θα πρέπει η Ευρώπη να δεχθεί εδώ ολόκληρες χώρες!»
Στη συζήτηση που ακολούθησε, η πρώην υπουργός Εξωτερικών έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, για το προσφυγικό και την κατάσταση που επικρατεί στο Ελληνικό και την Χίο. «Δεν νοείται η πολιτική η οποία ασκείται σήμερα να έχει τόσο απειροελάχιστα αποτελέσματα. Είναι αδιανόητο και σήμερα ακόμη να μην μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε για ποιους ανθρώπους μιλάμε. Έχει διαφορετικές υποχρεώσεις η πατρίδα μας απέναντι στους πρόσφυγες και διαφορετικές απέναντι στους μετανάστες. Και δεν νοείται μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, της οποία ο λαός δεν διακρίνεται από ρατσιστικά ή ακραία ξενοφοβικά αισθήματα, να μην μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά 60.000 ανθρώπους. Και να έχουμε τις εικόνες που έχουμε στο Ελληνικό ή την Χίο. Η κυβέρνηση πρέπει να δράσει γρήγορα» σημείωσε η Ντόρα Μπακογιάννη.