Εκλεκτοί προσκεκλημένοι,
Κυρίες και κύριοι,
Είναι μεγάλη μου τιμή που βρίσκομαι ακόμη μια φορά ανάμεσα σε τόσους διακεκριμένους προσκεκλημένους του συνεδρίου του Economist. Χαίρομαι ιδιαίτερα για την ευκαιρία που μου δίνεται, από αυτό εδώ το βήμα, να αναφερθώ στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά και η παγκόσμια κοινότητα. Κάθε συζήτηση άλλωστε για την γειτονιά μας οφείλει να αρχίζει από το παγκόσμιο περιβάλλον στο οποίο καλούμαστε να δράσουμε. Είναι πλέον σαφές ότι όπως με το τέλος του ψυχρού πολέμου δε ζήσαμε και το τέλος της ιστορίας που κάποιοι είχαν προβλέψει, αντίστοιχα δεν επιλύσαμε και το πρόβλημα της παγκόσμιας διακυβέρνησης με την εδραίωση μιας και μοναδικής υπερδύναμης. Εδώ και σχεδόν δυο δεκαετίες, η έννοια της παγκόσμιας διακυβέρνησης αποτελεί ένα από τα κεντρικά ζητήματα που απασχολούν όχι μόνον τη θεωρία των διεθνών σχέσεων, αλλά και την πρακτική της μεταψυχροπολεμικής διεθνούς πολιτικής.
Η συζήτηση αυτή είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρη παρά ποτέ. Αναντίρρητα, ζούμε σε ένα πολυπολικό κόσμο, τον οποίο χαρακτηρίζουν ο έντονος ανταγωνισμός των κρατών και η ανάδυση νέων δυνάμεων που διεκδικούν ρόλο και λόγο στους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς. Καλούμαστε συνεπώς να προσαρμόσουμε τη θεσμική λειτουργία των οργανισμών αυτών προκειμένου να αποκαταστήσουμε την ισορροπία στο σύστημα.
Στην ίδια κατεύθυνση, η εξωτερική πολιτική των κρατών επαναπροσδιορίζεται και αλλάζει. Στην Ελλάδα συμμετέχουμε ενεργά στα παγκόσμια και περιφερειακά φόρα. Αναζητούμε διεθνείς λύσεις στα διεθνή προβλήματα που ταλανίζουν τον πλανήτη μας. Παράλληλα, προσπαθούμε ώστε να μετατρέψουμε την παγκόσμια πρόκληση, σε εθνική ευκαιρία. Να διαφυλάξουμε τα εθνικά μας συμφέροντα και να αξιοποιήσουμε το γεωπολιτικό και γεωοικονομικό δυναμικό της χώρας μας.
Κυρίες και κύριοι,
Οι δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις ανατρέπουν τις ισορροπίες, ορίζουν το πολιτικό σκηνικό στο οποίο κινούμαστε και εντέλει αλλάζουν τον ίδιο τον τρόπο σκέψης μας.
Η φύση απεχθάνεται τα κενά και η πίεση των εξελίξεων λόγω της κρίσης είναι τέτοια ώστε ήδη έχουν ενεργοποιηθεί νέες δυνάμεις οι οποίες παρέμεναν στην αδράνεια για δεκαετίες. Έτσι, για παράδειγμα, ένα χρόνιο αίτημα των χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου να συμμετάσχουν στη λήψη των παγκόσμιων αποφάσεων, τουλάχιστον σε οικονομικό επίπεδο, έγινε πραγματικότητα, όταν περίπου εν μια νυκτί, οι χώρες G8 έγιναν G20.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σταθώ στον τρόπο με τον οποίο συντελέστηκε αυτή η αλλαγή. Για χρόνια συζητούσαμε την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού και τις επιπτώσεις της γρήγορης ανάπτυξης των αναπτυσσόμενων οικονομιών, εκτιμώντας ότι σταδιακά θα αναδεικνύονταν σε νέους πόλους ισχύος. Όμως τίποτα δεν προμήνυε ότι η αλλαγή θα συνέβαινε ξαφνικά και θα άλλαζε την πορεία του κόσμου για πάντα. Μπορεί μια πρόβλεψη να είναι αυτή τη στιγμή παρακινδυνευμένη, όμως είμαι σίγουρη ότι ο ιστορικός του μέλλοντος δε θα δει απλώς μια αριθμητική αύξηση των χωρών των G8 σε G20, αλλά μια σημαντική καμπή της παγκόσμιας ιστορίας. Ένα σημείο αναφοράς από το οποίο μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους των σημαντικών αποφάσεων από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, στο σύνολο των νέων δυνάμεων που διεκδικούν σθεναρά το δικό τους μερίδιο στην ευημερία και την ανάπτυξη. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα επιβεβαιώσει την επίσημη πρεμιέρα ενός πολυπολικού παγκόσμιου συστήματος που θα καθορίζει τα πράγματα από εδώ και στο εξής και θα αφήσει πίσω του οριστικά τον ψυχροπολεμικό και μονοπολικό κόσμο των προηγούμενων δεκαετιών.
Σήμερα, χώρες όπως, η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, μπαίνουν δυναμικά στο παιχνίδι και απαιτούν τη συμμετοχή τους στη λήψη των πιο σημαντικών αποφάσεων.
Άλλωστε η εικόνα που είχαμε μέχρι σήμερα για τον κόσμο ανατρέπεται. Πρόσφατα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι, η Κίνα θα γίνει η χώρα με τους περισσότερους αγγλομαθείς πολίτες στον κόσμο, εν μέρει λόγω της ταχείας πληθυσμιακής της αύξησης. Παράλληλα, η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού στην Ινδία δίνει τα δικά της στατιστικά στοιχεία. Ήδη το 25% των αριστούχων μαθητών της Ινδίας ξεπερνά το σύνολο των μαθητών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Οι εξελίξεις μας επιβάλλουν ακόμα και να ξανασκεφτούμε την αρχιτεκτονική των διεθνών οργανισμών που έχουμε σήμερα στη διάθεση μας και κυρίως των Ηνωμένων Εθνών. Η σημερινή δομή των Ηνωμένων Εθνών σχεδιάστηκε από τη Γαλλία του Ντε Γκώλ, την Αγγλία του Τσώρτσιλ, την Αμερική του Ρούσβελτ, τη Ρωσία του Στάλιν ώστε να καλύψει τις ανάγκες μιας κοινωνίας που έβγαινε κατεστραμμένη έπειτα από δύο παγκόσμιους πολέμους. Σήμερα, οι ανάγκες των κοινωνιών μας έχουν αλλάξει και συνεχίζουν να αλλάζουν ταχύτατα. Νέες χώρες διεκδικούν με εύλογα επιχειρήματα τη συμμετοχή τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας και ισχυρό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων για την επίλυση περίπλοκων διεθνών ζητημάτων όπως, το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, τη διασπορά των όπλων, τις νέες μορφές τρομοκρατίας, την εξάπλωση της φτώχειας, την υπανάπτυξη. Δεν είναι δυνατό να επιμένουμε στη λογική μιας εποχής που έχει τελειώσει οριστικά. Και ασφαλώς εύλογα διερωτάται κανείς κατά πόσον είναι δυνατόν να παραμένουν εκτός του Συμβουλίου Ασφαλείας χώρες που πρωτοστατούν στις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις των καιρών μας, όπως η Γερμανία, η Ινδία, η Βραζιλία. Η σημερινή θεσμική αρχιτεκτονική των Ηνωμένων Εθνών έχει κατηγορηθεί από πολλούς ως ξεπερασμένη. Πιστεύω δικαίως.
Για το λόγο αυτό, επανέρχεται μια συζήτηση δεκαετιών σχετικά με την παγκόσμια διακυβέρνηση. Σήμερα, νέες προκλήσεις και απειλές αποδεικνύουν περίτρανα ότι ζούμε σε έναν κόσμο πολύ πιο ασταθή από τον ψυχροπολεμικό. Όλες αυτές οι προκλήσεις, και άλλες τόσες που δεν ανέφερα, υπογραμμίζουν την ανάγκη για διεθνή συνεργασία, τη σημασία του διεθνούς συντονισμού, προκειμένου να ελέγξουμε τις συνέπειες από αυτές τις απειλές και να δημιουργήσουμε ως διεθνής κοινότητα τις προϋποθέσεις για ένα μέλλον ειρήνης, ασφάλειας και ευημερίας. Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Ο προστατευτισμός δεν αποτελεί λύση.
Πρέπει να καταστήσουμε την παγκοσμιοποίηση σύμμαχο μας. Στο πλαίσιο αυτό, η εντατικοποίηση της συνεργασίας των Ηνωμένων Εθνών με κεντρικούς περιφερειακούς οργανισμούς, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και ο ΟΑΣΕ κρίνεται αναγκαία.
Κυρίες και κύριοι,
Τα τελευταία χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρωτοστατεί στις αποφάσεις με τη συμμετοχή της στους διεθνείς οργανισμούς. Από το 1974, με το καθεστώς του παρατηρητή στα Ηνωμένα Έθνη, η Ένωση προωθεί εντατικά τα συμφέροντα των κρατών μελών της στους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Σήμερα, σταθερός στόχος της Ένωσης παραμένει η περαιτέρω εμβάθυνση της συνεργασίας της με τον ΟΗΕ.
Το 2004 η ΕΕ καλωσόρισε δέκα νέες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος, ενώ το 2007 υποδέχτηκε τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, χαρίζοντας στην Ελλάδα τα πρώτα χερσαία της σύνορα με τις χώρες της ΕΕ. Οι χώρες και ο πληθυσμός της Ένωσης σχεδόν διπλασιάστηκαν. Στο πλαίσιο αυτό, ήταν επιβεβλημένη η υιοθέτηση μιας νέας Συνθήκης που θα λαμβάνει υπόψη τη νέα πραγματικότητα. Μιας Συνθήκης που θα ανταποκρίνεται στα κελεύσματα των καιρών και θα εγκαταλείπει τις ξεπερασμένες πολιτικές του χθες.
Σήμερα, μετά το Ιρλανδικό «όχι» και προκειμένου η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη να μη μείνει τελικά κενό γράμμα, η Ελλάδα έχει υποστηρίξει ενεργά την ολοκλήρωση της διαδικασίας για την υιοθέτηση της συνθήκης της Λισσαβόνας και από τα 27 κράτη μέλη. Σύντομα, πιστεύουμε ότι το ιρλανδικό «όχι» θα ξεπεραστεί και ότι η νέα Συνθήκη θα οδηγήσει τελικά την Ευρώπη στον 21ο αιώνα. Άλλωστε, βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο. Αν δεν προχωρήσουμε προς την υιοθέτηση της Συνθήκης της Λισσαβόνας από όλα τα κράτη μέλη, πολύ φοβάμαι ότι σύντομα το κείμενο θα το προσπεράσουν οι εξελίξεις. Δίνουμε μια μάχη ενάντια στο χρόνο και το χρονόμετρο έχει ήδη αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση. Οφείλουμε να προχωρήσουμε. Και θα προχωρήσουμε.
Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα συμμετέχει στον σκληρό της πυρήνα, γεγονός που της εξασφαλίζει μια θέση ανάμεσα στις πρωτοπόρες δυνάμεις της Ευρώπης. Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον ανασφάλειας, η χώρα μας παρακολουθεί τις εξελίξεις και επικροτεί κάθε προσπάθεια συνεργασίας τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις με συγκροτημένο σχέδιο και ενεργό συμμετοχή στα διεθνή και ευρωπαϊκά φόρα.
Είναι κατανοητό, στο δρόμο μας να αντιμετωπίζουμε τον ευρωσκεπτικισμό των καιρών μας και την αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών της Ένωσης. Έτσι κάποιοι επιμένουν να θεωρούν την Ευρώπη ένα στείρο άθροισμα εθνικών συμφερόντων και στρατηγικών. Είναι οι ίδιοι που στέκονται για παράδειγμα στις όποιες, δικαιολογημένες ή όχι, επικρίσεις των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αντί να αξιολογούν το δίχτυ ασφαλείας που παρέχει το ευρώ. Όμως, ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι η Ευρώπη δεν απογοητεύει. Χωρίς αμφιβολία, για τα κράτη μέλη της, η ισχύς βρίσκεται εν τη ενώσει και η Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει σταθερά το δρόμο προς την ευημερία και την ανάπτυξη.
Σήμερα, με συνέπεια και προσήλωση στις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων που ζητούν συνεχώς περισσότερη Ευρώπη. Είναι πεποίθηση μας ότι η Ελλάδα είναι πιο ισχυρή μέσα σε μια ισχυρότερη Ευρώπη. Για αυτό και ζητάμε από την Ένωση να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της μέσα σε ένα πολυπολικό περιβάλλον που το χαρακτηρίζει κυρίως η αστάθεια. Ζητάμε από την Ευρώπη να γίνει πιο συμμετοχική, πιο δημοκρατική, πιο κοινωνική, να μιλά για τα θέματα της εξωτερικής της πολιτικής με μια, ξεκάθαρη φωνή. Ζητάμε μια Ευρώπη ικανή να εξασφαλίσει σε όλους τους πολίτες της την απασχόληση, την ασφάλεια, την ευημερία.
Κυρίες και κύριοι,
Ακολουθώντας τις εξελίξεις σε περιφερειακό επίπεδο, επιβεβαιώνουμε τη θετική συμβολή του μεγαλυτέρου περιφερειακού οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, του ΟΑΣΕ. Για πάρα πολλά χρόνια, αρκετοί περιέγραφαν τον ΟΑΣΕ ως μια μεγάλη μη κυβερνητική οργάνωση, ως μια λέσχη χωρών που σπαταλά χρόνο, δυνάμεις και πόρους. Όμως, τα γεγονότα διέψευσαν και τους πιο δύσπιστους. Δυστυχώς, ο πόλεμος επέστρεψε στην ήπειρο μας και η πρόσφατη κρίση στον Καύκασο ανέδειξε τη σημασία του οργανισμού. Αναγνωρίστηκε ότι ακόμα και αν ο ΟΑΣΕ δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον είχαμε εφεύρει. Η κρίση στον Καύκασο τον Αύγουστο του 2008 δοκίμασε με τον πιο απαιτητικό τρόπο τις δυνατότητες και τα όρια του.
Σήμερα, στο τραπέζι του ΟΑΣΕ δραστηριοποιούνται δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, οι οποίες θεωρούν τον οργανισμό το καταλληλότερο φόρουμ προκειμένου να επαναπροσδιορίσουν τις πολιτικές αλληλεξαρτήσεις τους σε ένα μεγάλο αριθμό σημαντικών θεμάτων. Άλλωστε, η δομή του οργανισμού προσφέρεται και τέτοιου είδους συζητήσεις είναι μέρος της εντολής του. Το τελευταίο διάστημα τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Μόσχα επιθυμούν να διευθετήσουν τα εκκρεμή μεταξύ τους ζητήματα, στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών όπως των Ηνωμένων Εθνών, του ΝΑΤΟ και του ΟΑΣΕ. Στην κατεύθυνση αυτή, η Ελλάδα καλωσορίζει την προσπάθεια των δύο χωρών και τη στηρίζει με όλες της τις δυνάμεις. Στην αρχή του έτους, η χώρα μας ανέλαβε την απαιτητική Προεδρία του οργανισμού. Η κρίση στον Καύκασο, δοκίμασε τις αντοχές και το δυναμικό της Ελληνικής Προεδρίας. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα προσπάθησε να χειριστεί την κρίση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και εργάστηκε σκληρά για τη διευθέτηση των διαφορών και την εξεύρεση λύσεων.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελληνική Προεδρία μέχρι στιγμής μετρά θετικά αποτελέσματα: στη Νότια Οσετία, συμβάλλαμε στην επανάληψη της τροφοδοσίας φυσικού αερίου, ενώ στη Γεωργία, διατηρήσαμε την αποστολή 20 στρατιωτικών παρατηρητών του ΟΑΣΕ μέχρι τα τέλη Ιουνίου.
Σε ένα μήνα περίπου, στις 27 και 28 Ιουνίου θα συνεχίσουμε τη συζήτηση για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και θα έχουμε την ευκαιρία να ανταλλάξουμε απόψεις στο πλαίσιο της Άτυπης Συνόδου των Υπουργών Εξωτερικών του οργανισμού που θα λάβει χώρα στην Κέρκυρα.
Κυρίες και κύριοι,
Στην ίδια λογική, θεωρώ ότι στις μέρες μας καμιά χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να παρακολουθεί αδρανής αυτές τις καταστάσεις, να ομφαλοσκοπεί, να γίνεται απλός παρατηρητής. Σήμερα, η Ελλάδα ασκεί εξωτερική πολιτική προωθώντας την ειρήνη και τη σταθερότητα στην εγγύτερη γειτονιά της. Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίζουμε με συνέπεια την ευρωατλαντική προοπτική των γειτόνων μας, προωθώντας παράλληλα, με αποφασιστικότητα και ξεκάθαρες θέσεις, τα εθνικά μας συμφέροντα.
Για την Ελλάδα, η είσοδος όλων των Βαλκανικών χωρών στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ αποτελεί βασική προτεραιότητα. Για το λόγο αυτό, η χώρα μας προωθεί την οικονομική τους ανάπτυξη, ακολουθώντας μια εξωστρεφή οικονομική πολιτική που διασφαλίζει την πολιτική σταθερότητα. Σήμερα, η Ελλάδα έχει εδραιωθεί ως μία από τις πρώτες επενδυτικές δυνάμεις στις περισσότερες χώρες της χερσονήσου. Σε πείσμα των καιρών, που θέλουν τις εθνικές οικονομίες να αναδιπλώνονται και να μειώνουν τις επενδύσεις τους, εδραιώνουμε την παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας μας στις χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου. Στόχος μας είναι να στηρίξουμε την οικονομία των χωρών αυτών μέσω των ελληνικών επενδύσεων. Να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον σταθερότητας και ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό διαθέτουμε σημαντικούς δημόσιους πόρους για την υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομών και την παροχή αναπτυξιακής βοήθειας στις χώρες της περιοχής. Μέσω του ΕΣΟΑΒ μέχρι το 2011 θα έχουμε δαπανήσει 550 εκατομμύρια ευρώ στηρίζοντας τις βαλκανικές χώρες σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Παράλληλα, η χώρα μας με επενδύσεις που ξεπερνούν τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια και έχοντας δημιουργήσει 200.000 θέσεις εργασίας στις βαλκανικές χώρες, κατοχυρώνει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο για την ανάπτυξη της περιοχής.
Το ενδιαφέρον της χώρας μας για την ευημερία των γειτόνων της είναι έκδηλο. Πρόσφατα, καλωσορίσαμε την Αλβανία και Κροατία στο ΝΑΤΟ. Στο θέμα του Κοσσόβου, η Ελλάδα εξακολουθεί να συμβάλλει αξιόπιστα στις προσπάθειες επίλυσης των εκκρεμών πολιτικών ζητημάτων. Ταυτόχρονα, σε επίπεδο διμερών σχέσεων, υπογράψαμε πρόσφατα συμφωνία με τη γειτονική μας Αλβανία, σχετικά με τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών και της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των χωρών μας, επιβεβαιώνοντας το πολύ καλό επίπεδο των διμερών μας σχέσεων. Στόχος της πολιτικής μας είναι η εμπέδωση της ειρήνης και της σταθερότητας στη γειτονιά μας. Για το λόγο αυτό υποστηρίζουμε την ευρωατλαντική προοπτική των γειτόνων μας. Για αυτό και υποστηρίζουμε συγκριμένα βήματα όπως η απελευθέρωση του καθεστώτος των θεωρήσεων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων.
Θέση μας βεβαίως είναι ότι η πλήρης ένταξη προϋποθέτει την πλήρη προσαρμογή στις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες. Και το μήνυμα αυτό το στέλνουμε προς κάθε κατεύθυνση. Το στέλνουμε στην ΠΓΔΜ. Το στέλνουμε και στην Τουρκία. Παράλληλα, στηρίζουμε την κυπριακή πολιτική ηγεσία και υποστηρίζουμε την εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσης στο κυπριακό ζήτημα, μιας λύσης καθαρά «κυπριακής».
Κυρίες και κύριοι,
Σε ένα σύγχρονο περιβάλλον έντονης πολιτικής και οικονομικής αλληλεξάρτησης, καλούμαστε σήμερα να ενισχύσουμε τη συνεργασία μας και να συντονίσουμε τις πολιτικές μας προκειμένου να βρούμε λύσεις. Οφείλουμε να δούμε τα προβλήματα στην αληθινή τους διάσταση. Να προσαρμόσουμε τις πολιτικές μας στις πραγματικές ανάγκες των κοινωνιών. Να ασκήσουμε εξωτερική πολιτική που να διασφαλίζει την ειρήνη και να εγγυάται την ευημερία. Εξωτερική πολιτική αυτοπεποίθησης και ανοικτών οριζόντων. Σήμερα έχουμε την ευκαιρία να αντικαταστήσουμε παρωχημένες πολιτικές και αναχρονιστικές αντιλήψεις. Να διορθώσουμε ότι δεν λειτούργησε καλά τα προηγούμενα χρόνια, στηρίζοντας το μέλλον μας σε πιο γερά θεμέλια. Αυτή είναι η επιλογή της Ελλάδας. Και προς αυτή την κατεύθυνση καλούμε όλους, φίλους, εταίρους και συμμάχους.
Σας ευχαριστώ.