Άρθρο στο ΒΗΜΑ ένθετο της Κυριακής
Η ελληνική οικονομία βαδίζει στην ολοκλήρωση του Μνημονίου ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και την έξοδο στις διεθνείς αγορές μέσα σε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας. Οι διεθνείς αγορές παρακολουθούν με ανησυχία τις εξελίξεις στη γειτονική Ιταλία, μία αρνητική τροπή των οποίων είναι βέβαιο πως δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη τη χώρα μας. Το αφήγημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που στηρίχτηκε στη ρύθμιση του δημόσιου χρέους που μετέβαλε τη χώρα σε «αποικία», κατέρρευσε με πάταγο μετά και την απόφαση του Eurogroup. Η προσπάθεια πολιτικής εξαπάτησης με τη μορφή της «καθαρής εξόδου» από τα Μνημόνια απέτυχε. Η κυβέρνηση συμφώνησε σε ένα πλαίσιο αυξημένης μετα-προγραμματικής εποπτείας, σημαντικά βαρύτερο συγκριτικά με το αντίστοιχο άλλων χωρών, όπως πχ. η Πορτογαλία. Είναι φανερό ότι, οι Θεσμοί δεν εμπιστεύονται την κυβέρνηση της αμετροέπειας και των ερασιτεχνικών χειρισμών. Και κάπως έτσι η κυβέρνηση αποδέχτηκε ένα νέο Μνημόνιο με πρωτόγνωρα επαχθείς όρους. Χωρίς καμία χρηματοδότηση, με αυξημένη εποπτεία, με υποθήκη της δημόσιας περιουσίας μέχρι το ύψος των 25 δις ευρώ, με μέτρα 5,1 δις ευρώ το 2019 και το 2020 από τη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου ορίου που θα γονατίσουν την ήδη υπέρμετρα επιβαρυμένη ελληνική κοινωνία, πλήττοντας ιδιαίτερα τα ασθενέστερα στρώματά της.
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας την επόμενη μέρα είναι ανησυχητική, όχι μόνο λόγω της επικρατούσας εξωτερικής αβεβαιότητας αλλά, κυρίως λόγω της ασθενούς αναπτυξιακής δυναμικής της. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ολοφάνερα αδυνατεί να μετουσιώσει σε οικονομική ευημερία τις θυσίες των πολιτών στα προηγούμενα χρόνια. Μέρα με τη μέρα βουλιάζουμε σε μία θάλασσα πολιτικής αναξιοπιστίας και μεταρρυθμιστικής απραξίας. Η οικονομία μας καταγράφει σήμερα τους πλέον ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξης στην ευρωζώνη, τη στιγμή που οι χώρες που ακολούθησαν προγράμματα προσαρμογής (Ιρλανδία, Κύπρος, Πορτογαλία) ανακάμπτουν δυναμικά, ανακτώντας το εθνικό προϊόν που απώλεσαν στην διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης. Αποκλίνουμε εισοδηματικά από τους ευρωπαίους εταίρους της, υποχωρούμε βαθμιαία στους δείκτες ανταγωνιστικότητας, υστερούμε σχεδόν σε όλους στους δείκτες που συγκροτούν την «καλή διακυβέρνηση» (λογοδοσία, διαφάνεια, κλπ.).
Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει εγκλωβίσει την οικονομία στην παγίδα της λιτότητας, όπου οι φόροι αυξάνονται, η ανάπτυξη χωλαίνει και το χρέος παραμένει αμείωτο. Το 2014 υπολογίζονταν ότι το χρέος το 2022 θα ανερχόταν σε 117% του ΑΕΠ, ενώ στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα της κυβέρνησης προβλέπεται να ανέλθει στο 150%. Η μοναδική οικονομική πρόταση που κομίζουν είναι η φορολόγηση κάθε κινητής και ακίνητης αξίας. Αυξάνουν τους φορολογικούς συντελεστές στις επιχειρήσεις δημιουργώντας επενδυτικά αντικίνητρα, τη στιγμή που μεταξύ των κρατών της περιοχής μας παρατηρείται φορολογικός ανταγωνισμός. Αδιαφορούν για τη φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση της εργασίας καθηλώνοντας τους μισθούς και αποθαρρύνοντας την απασχόληση, αυξάνουν την έμμεση φορολογία συμπιέζοντας ακόμη περισσότερο την καθηλωμένη ζήτηση (την περίοδο 2015-2018 οι έμμεσοι φόροι αυξήθηκαν κατά 15,2%). Έτσι όμως στεγνώνουν την αγορά από την αναγκαία ρευστότητα, αδειάζουν τις τραπεζικές αποταμιεύσεις των καταθετών, εκτοξεύουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη των φορολογουμένων. Σε αυτό το περιβάλλον είναι αναμενόμενη η φθίνουσα πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης, η υποχώρηση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης, η απροθυμία ανάληψης επενδυτικών εγχειρημάτων (-10,4% συγκριτικά με το α΄ τρίμηνο του 2017). Το παραγωγικό κενό της οικονομίας παραμένει το μεγαλύτερο ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ, υποδηλώνοντας μία οικονομία που λειτουργεί πολύ κάτω από τις πραγματικές της δυνατότητες.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ οδηγεί την οικονομία στην επόμενη φάση χωρίς μία αξιόπιστη αναπτυξιακή στρατηγική. Το αναπτυξιακό σχέδιο που παρουσίασε πρόσφατα στους εταίρους μας, βρίθει γενικολογίας, δεν περιλαμβάνει ποσοτικοποιημένους στόχους, αναμασά δοκιμασμένες και αναποτελεσματικές συνταγές του παρελθόντος, εξαγγέλλει πολιτικές χωρίς προηγούμενη μελέτη (όπως η ίδρυση Αναπτυξιακής Τράπεζας). Χειρότερο όλων στερείται μίας σύγχρονης και φιλόδοξης οπτικής, παγιδευμένη στα στενά όρια ενός παλιομοδίτικου κρατισμού. Γι’ αυτό και η Νέα Δημοκρατία θα εφαρμόσει το δικό της αναπτυξιακό σχέδιο για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, πτυχές του οποίου έχουμε παρουσιάσει.
Η Ελλάδα χρειάζεται, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης που να βοηθά την οικονομία να συμβαδίσει με τις αλλαγές που προκαλούν η τεχνολογική εξέλιξη και η παγκοσμιοποίηση. Ας μη ξεχνάμε ότι η ελληνική οικονομία κατέγραψε σημαντική υποχώρηση στην ανταγωνιστικότητά της την περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης, αδυνατώντας να παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις στην παραγωγή και την εργασία. Σήμερα υποχωρούμε ολοένα περισσότερο στον κρίσιμο για την ανάπτυξη δείκτη της τεχνολογικής ετοιμότητας. Πυρήνας λοιπόν της αναπτυξιακής στρατηγικής πρέπει να είναι ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας και η προσαρμογή της εργασίας σε αυτή. Η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός των ψηφιακών υποδομών, η σύνδεση της έρευνας με τη βιομηχανία, στοχευμένες κλαδικές πολιτικές που να ενισχύουν την εξωστρέφεια και την καινοτομία. Και βέβαια πρέπει να επενδύσουμε στη διαρκή κατάρτιση των εργαζομένων και να ενισχύσουμε τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης όπου υστερούμε σημαντικά.
Η επεξεργασμένη οικονομική πρόταση της ΝΔ αρθρώνεται γύρω από τρεις κύριους άξονες: τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης στις επιχειρήσεις και την εργασία, την αποκατάσταση της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, την προώθηση των απαιτούμενων θεσμικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων με προτεραιότητα στις αγορές προϊόντων. Και μία δημοσιονομική πολιτική που να μην υπονομεύει την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων. Με μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, μπορούμε να επιτύχουμε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 4%. Κυρίως όμως η χώρα χρειάζεται μία κυβέρνηση που θα αποκαταστήσει τάχιστα την πολιτική αξιοπιστία μας στις διεθνείς αγορές και στα μάτια των εταίρων μας.
Η προκλητικά κυνική διαχείριση της εξουσίας της προηγούμενης τριετίας και η μίζερη αναπαραγωγή των χαμηλών προσδοκιών δεν μας ταιριάζουν. Είναι καιρός να δώσουμε ελπίδα στους πολίτες, ευκαιρίες στους νέους μας. Η Ελλάδα χρειάζεται άμεσα πολιτική αλλαγή.