Δεν είναι καθόλου παράξενο σήμερα, σε μια εποχή όπου ο Δυτικός άνθρωπος αντιμετωπίζει προκλήσεις που αμφισβητούν όχι μόνο τη θέση του στον κόσμο αλλά και το ίδιο το αξιακό του σύστημα, να αισθανόμαστε πιο έντονη τη σχέση μας με την Ιστορία. Να νιώθουμε πως ζούμε «ιστορικές στιγμές». Πρόκειται για την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος που κάποτε μας έκανε να πιστέψουμε ότι η Ιστορία είχε φτάσει στο τέλος της, όταν οι διεθνείς συγκυρίες έκαναν το σύστημά μας να μοιάζει ακλόνητο και παντοδύναμο. Ήταν τα χρόνια της ιστορικής ανεμελιάς.
Κοινός τόπος των δύο εποχών, της περιόδου, δηλαδή, που εγώ έμπαινα στην πολιτική και η δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία εμφανιζόταν ως η τελική μορφή πολιτειακής οργάνωσης, και της σημερινής περιόδου, όπου αυταρχικά καθεστώτα και νοοτροπίες εντός κι εκτός Δύσης ενισχύονται και κανονικοποιούνται, είναι η διαδεδομένη κι ενστικτώδης, πλην όμως εντελώς ανιστόρητη, αντίληψη ότι ο κόσμος αύριο θα μοιάζει με εκείνον σήμερα.
Ένα όμως από τα σπουδαιότερα μαθήματα που μας διδάσκει η Ιστορία είναι ότι τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Οι «σιδερένιοι νόμοι» κάθε εποχής —οι βεβαιότητες, οι ισορροπίες, οι ιδεολογικές σταθερές— μοιάζουν ακλόνητοι, μέχρι τη στιγμή που νέοι νόμοι και πραγματικότητες έρχονται να τους συντρίψουν. Και πολύ συχνά, το σήμερα δεν θυμίζει τελικά σε τίποτα το χθες. Όπως πολύ εύστοχα συνοψίζει ο Ivan Krastev, «η Ιστορία παρουσιάζεται ως γραμμική μόνο σε κακά ιστορικά βιβλία».
Όταν τον Ιανουάριο του 1989, ο George H. W. Bush ορκιζόταν 41ος Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν φανταζόταν ότι σε λίγους μόλις μήνες ολόκληρο το σοβιετικό οικοδόμημα που για τέσσερις δεκαετίες στεκόταν απέναντι θα κατέρρεε: αναπάντεχα, ακανόνιστα και σχεδόν αναίμακτα.
Κι όταν πάλι Ιανουάριο, αυτή τη φορά του 2008, ο κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ, Ben Bernanke, διαβεβαίωνε ότι η αμερικανική οικονομία είναι «εξαιρετικά ανθεκτική και θα συνεχίσει να αναπτύσσεται», σίγουρα δε φανταζόταν ότι η μεγαλύτερη οικονομική κρίση των τελευταίων 80 ετών βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη.
Η Ιστορία προχωρά με άλματα, ρήξεις, απρόβλεπτες καμπές. Κι όμως, όσο τρομακτική κι αν μοιάζει αυτή η όψη της Ιστορίας, άλλο τόσο λυτρωτική και ελπιδοφόρα είναι, γιατί μας θυμίζει ότι καμία ισορροπία και καμία «αιώνια» τάξη πραγμάτων δεν μένει αμετάβλητη. Και για εμάς, μια χώρα γεωγραφικά στο περιθώριο αλλά από επιλογή στον πυρήνα της Δύσης, η διαπίστωση αυτή δεν είναι απαραίτητα αρνητική σήμερα.
Πολίτες και πολιτικοί, ιδιαίτερα στις δημοκρατικές κοινωνίες όπου η προσωρινότητα αποτελεί γενετική ουσία της λειτουργίας τους, πολύ συχνά εγκλωβιζόμαστε στην συγκυρία. Και η συγκυρία σήμερα για τη Δύση είναι εξαιρετικά δυσμενής.
Δεν χρειάζεται πολλή ανάλυση: χάνουμε. Χάνουμε σε ανταγωνιστικότητα, χάνουμε σε επιρροή, και ολοένα περισσότερο χάνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό – την πίστη μας στις αξίες και τα ιδανικά που μας συγκρότησαν. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι αρχίζουμε να αποδεχόμαστε την παρακμή ως μοιραία και, μαζί της, την επικράτηση του αναθεωρητισμού, του αυταρχισμού και του κυνισμού ως αναπόφευκτη.
Εδώ έρχεται η ιστορία, ως αναλγητικό και αφύπνιση, να μας θυμίσει ότι πολλά «αναπόφευκτα» του παρελθόντος τελικά ματαιώθηκαν αλλά και να μας προειδοποιήσει ότι αν τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο, τότε τόσα περισσότερα εξαρτώνται από εμάς. Η ευθύνη μας βαραίνει. Δεν υπάρχει «αυτόματος πιλότος» στην Ιστορία.
Αυτό είναι κάτι που πρέπει κι εμείς οι Έλληνες να αναλογιστούμε με υπευθυνότητα, τώρα που οι εξελίξεις τρέχουν, οι παλιές σταθερές ανατρέπονται και το διεθνές σκηνικό ρευστοποιείται.
Στον βαθύ ιστορικό χρόνο, οι σημερινές συμμαχίες ίσως μοιάζουν αύριο μακρινή ανάμνηση. Εκείνο που μετρά είναι η Ελλάδα να μεγαλώσει, να δυναμώσει, να γίνει περισσότερο ανθεκτική και απαραίτητη στους υπάρχοντες και τους μελλοντικούς διεθνείς συσχετισμούς.
Κι αυτό, ενώ επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες, βαραίνει πρωτίστως εμάς. Η ανάγκη να ξεβαλτώσουμε και να μεγαλώσουμε δεν είναι μόνο ζήτημα ευημερίας αλλά επιβίωσης. Ο ρεαλισμός επιβάλλει να κοιταχτούμε στον καθρέφτη της ισχύος, πλάι σε εκείνους που μας απειλούν ευθέως.
Όταν παρέδωσα το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Εξωτερικών το 2009, το ΑΕΠ της Τουρκίας βρισκόταν περίπου στα 650 δισ. δολάρια. Σήμερα ξεπερνά το 1,3 τρισ. δολάρια. Στον αντίποδα εμείς μετρούσαμε τότε 326 δισ. δολάρια, ενώ τώρα βρισκόμαστε περίπου στα 257. Κατά το ίδιο διάστημα, η Τουρκία έχει προσθέσει στον πληθυσμό της περίπου μιάμιση Ελλάδα, το δημόσιο χρέος της είναι στο 25% του ΑΕΠ της (ενώ της Ελλάδας 146%) και η βιομηχανική της βάση – στρατιωτική και μη – έχει διευρυνθεί εντυπωσιακά. Όποιος δεν προβληματίζεται με αυτή την κατάσταση είτε εθελοτυφλεί είτε συναινεί.
Η αντίσταση μας στον τουρκικό αναθεωρητισμό σε διεθνείς οργανισμούς και φόρα είναι αυτονόητη και πρέπει να συνεχιστεί. Ο διάλογος με τη γείτονα χώρα είναι επίσης αναγκαίος — οι ανοιχτοί δίαυλοι μειώνουν κινδύνους παρεξηγήσεων και ατυχημάτων. Όμως ας μη γελιόμαστε: τίποτα από τα δύο δε θα μας προσφέρει μια δίκαιη λύση. Αυτό είναι ένα από τα πικρά μαθήματα εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης.
Αν η Ελλάδα θέλει να αυξήσει μεσοπρόθεσμα τις πιθανότητες μιας βιώσιμης ειρήνης μέσω μιας έντιμης διευθέτησης, θα πρέπει να εστιάσει τις προσπάθειες της πρωτίστως στο να αυξήσει το οικονομικό αποτύπωμά της στην περιοχή και το στρατιωτικό αποτύπωμά της στο πεδίο.
Αυτά προϋποθέτουν ριζικές και αντι-δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό με στόχο την παραγωγικότητα, την καινοτομία, την θεσμική ποιότητα, την ενημερωμένη εκπαίδευση, την δημοσιονομική αξιοπιστία, την δικαιοσύνη που λειτουργεί γρήγορα και δίκαια. Μια οικονομία που παράγει αξία και εξαγωγές, με υποδομές που μειώνουν τις αποστάσεις και αυξάνουν την ταχύτητα. Ένα κράτος που εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες και στους επενδυτές.
Βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει πολλά την τελευταία εξαετία. Απαιτούνται όμως πολύ περισσότερα και, κυρίως, πολύ γενναιότερα. Το έλλειμμα μας δεν είναι τεχνοκρατικό. Αν υπάρχει ένα «πλεονέκτημα» στο να υστερείς διαχρονικά ως κράτος, είναι ότι τα περισσότερα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζεις σήμερα έχουν ήδη λυθεί αλλού.
Το πρόβλημα είναι βαθιά πολιτικό και κοινωνικό. Ριζώνει σε νοοτροπίες και πρακτικές, πολιτών και πολιτικών, που μας καθηλώνουν σε χαμηλές πτήσεις. Δεν αρκεί η αυτοκριτική. Το ζητούμενο είναι η υπέρβαση.
Πιστεύω ότι έχει φτάσει η στιγμή στον τόπο μας για πολιτική σύγκλιση των κομμάτων εξουσίας γύρω από μια minimum κοινή ατζέντα εθνικής ανάτασης. Μια τέτοια συνεννόηση είναι αναγκαία για να προχωρήσουν οι κρίσιμες μεταρρυθμίσεις – από τη συνταγματική αναθεώρηση έως την κοινωνική αποδοχή δύσκολων αλλά αναγκαίων πολιτικών – και για να ανασχεθεί ο λαϊκισμός που δηλητηριάζει τον δημόσιο λόγο. Αν η πλειονότητα της κοινωνίας κατανοήσει το μέγεθος των προκλήσεων, ίσως σταθεί με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα πίσω από τις αλλαγές που απαιτούνται. Το βλέμμα των επόμενων γενεών είναι στραμμένο πάνω σε όλους μας.