Κυρίες και Κύριοι,
Φίλες και Φίλοι,
Χαίρομαι πολύ που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας σε αυτή τη μεγάλη Διεθνή Συνδικαλιστική Διάσκεψη που συνδιοργανώνουν η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας, η Διεθνής Συνδικαλιστική Συνομοσπονδία και η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων.
Εκ πρώτης όψεως, ίσως ο συσχετισμός μεταξύ του θέματος της διάσκεψης και των διοργανωτών να μην προκύπτει άμεσα.
Σε μια περίοδο διεθνούς οικονομικής κρίσης, που η εργασία και η απασχόληση πλήττονται, γιατί οι συνδικαλιστικές ενώσεις θα πρέπει να δείχνουν ενδιαφέρον για το πιο σκοτεινό περιθώριο της οικονομικής δραστηριότητας; Eκεί που εντάσσονται, δηλαδή, η εμπορία ανθρώπων και η καταναγκαστική εργασία.
Οι «εργαζόμενοι-σκιές» υπολογίζονται παγκοσμίως σε 12,3 εκατομμύρια.
Δεν είναι απλώς σκληρά εργαζόμενοι. Είναι εργαζόμενοι παρά τη θέλησή τους. Χωρίς δικαιώματα, χωρίς συμβάσεις εργασίας, χωρίς πρόσβαση σε συνδικάτα και με εργοδότες που κινούνται οριακά ή εντός του οργανωμένου εγκλήματος.
Αυτή, κυρίες και κύριοι, είναι η πρώτη μας πλάνη με το θέμα. Νομίζουμε ότι όλο αυτό συμβαίνει σε ένα περιθώριο, μακριά από εμάς. Και αυτή την απόσταση την αντιλαμβανόμαστε τόσο με όρους γεωγραφίας όσο και αξιακούς. Το μυαλό μας, σε εμάς που ζούμε στις δυτικές κοινωνίες, πηγαίνει πρωτίστως στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Εκεί που το εργατικό δυναμικό είναι φθηνότερο συγκριτικά, εκεί που και οι πολυεθνικές μεταφέρουν τις έδρες τους για να μειώσουν τα κόστη. Εκεί λοιπόν, κι όχι εδώ. Στον τόπο και την κοινωνία μας.
Η δεύτερή μας πλάνη είναι ότι σκεφτόμαστε περισσότερο τη σεξουαλική εκμετάλλευση, γυναικών και ανηλίκων και, λιγότερο την εργασιακή εκμετάλλευση και καταναγκαστική εργασία σε ένα ευρύτερο πεδίο. Σε τομείς της πραγματικής οικονομίας όπως οι κατασκευές, η γεωργία, η υφαντουργία, ο τουρισμός, η εστίαση, η ψυχαγωγία, η οικιακή εργασία και φροντίδα. Εκεί δηλαδή που πελάτες και καταναλωτές των προσφερόμενων αγαθών και υπηρεσιών είμαστε πολύ περισσότεροι, ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούμε.
Κυρίες και κύριοι
Το οργανωμένο έγκλημα εξαντλεί τα θύματά του. Δεν εξαντλεί όμως και την ύπαρξή του σε αυτά. Πρωτίστως εξαρτάται από την ύπαρξη καταναλωτών. Αυτών που ζητούν και αγοράζουν, γνωρίζοντας και μη, ότι αποτελούν προϊόν καταναγκαστικής εργασίας και εμπορίας ανθρώπων. Θα αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για να συνειδητοποιήσουμε πόσο ευρύτερο είναι το πρόβλημα.
Ως καταναλωτές ζητάμε μονίμως καλά και φθηνά προϊόντα. Υπάρχουν φορές, όμως, που μας προσφέρονται είδη σε τιμές εμφανώς πολύ κάτω του αντικειμενικού κόστους παραγωγής. Πόσοι από εμάς δίνουμε μια στιγμή να αναρωτηθούμε και να προβληματιστούμε. Πόσοι ζητούμε και λαμβάνουμε σαφή ενημέρωση για τις ιδιαίτερες συνθήκες παραγωγής και διάθεσης τέτοιων προϊόντων; Για το αν υπάρχει ασφάλεια, αξιοπρέπεια και αμοιβή για τους εργαζόμενους; Για το αν αποτελούν σύγχρονους σκλάβους που δεν δείχνουν απλώς υπέρμετρη προσαρμοστικότητα και εργασιακή ευελιξία. Αλλά για ανθρώπους που εργάζονται απειλούμενοι για τη ζωή και την ακεραιότητά τους ή την ακεραιότητα δικών τους ανθρώπων. Χωρίς πιστοποιητικά και ταξιδιωτικά έγγραφα. Υπό περιορισμό και υπό το βάρος δυσβάστακτων χρεών που οφείλουν να ξεπληρώσουν στον διακινητή έμπορο και εκμεταλλευτή τους με την ελπίδα να τους ελευθερώσει.
Κυρίες και Κύριοι
Πρόβλημα που δεν γίνεται αντιληπτό στις πραγματικές τους διαστάσεις, δεν επιλύεται πραγματικά. Και το μεγάλο πρόβλημα με την καταναγκαστική εργασία και την εμπορία ανθρώπων είναι ότι ακουμπούν και στις οικονομίες και στις κοινωνίες μας.
Και στο σημείο αυτό βρίσκεται, πιστεύω, η δυσκολία να αντιμετωπιστούν. Διότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς και μόνο με την ανατροφοδότηση του οργανωμένου εγκλήματος. Μέρος των χρημάτων ξεπλένεται, ενώ διοχετεύεται, σε νόμιμες οικονομικές δραστηριότητες, όπως ο τουρισμός, τα γραφεία ευρέσεως εργασίας, η γεωργία, η ψυχαγωγία. Αυτό εντείνει το πρόβλημα, δυσχεραίνοντας την εξάρθρωση των κυκλωμάτων. Κι αυτό διότι όσο περισσότεροι επωφελούνται, τόσο μεγαλύτερη είναι η διαφθορά, η ανοχή, η σιωπή, συνεπώς και η συνενοχή.
Οποιαδήποτε αντίδραση, επομένως, προϋποθέτει δυο πολύ βασικά πράγματα: κοινωνική συναίνεση και πολιτική βούληση.
Όσο η παγκόσμια οικονομική ύφεση θα αγγίζει ακόμα περισσότερους ανθρώπους και, επί μακρό χρονικό διάστημα, ιδίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο, δυο πράγματα είναι βέβαια:
Πρώτον ότι οι φτωχοί και απελπισμένοι, τα πιθανά θύματα δηλαδή της εμπορίας και διακίνησης ανθρώπων και της καταναγκαστικής εργασίας, θα αυξηθούν και μάλιστα δραματικά. Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εργασίας, η διεθνής οικονομική κρίση ενδέχεται να αυξήσει τους ανέργους κατά 20 εκατομμύρια. Οι φτωχοί που ζουν με ένα δολάριο την ημέρα ενδέχεται να αυξηθούν κατά 40 εκατομμύρια και αυτοί που επιβιώνουν με 2 δολάρια την ημέρα κατά 100 και πλέον εκατομμύρια.
Τα νούμερα είναι δραματικά, πιο δραματική όμως είναι η ζωή και η προοπτική αυτών των ανθρώπων στα δεινά των οποίων έρχονται προσθετικά οι κίνδυνοι της εμπορίας και εκμετάλλευσης. Των ίδιων και των παιδιών τους.
Η δεύτερη συνέπεια της οικονομικής ύφεσης θα είναι η ένταση της πίεσης για πολύ φθηνά προϊόντα και υπηρεσίες, τη διατήρηση –με όποιο κόστος- υφιστάμενων επιχειρήσεων και τη μη μετανάστευσή τους σε τρίτες χώρες. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι εργοδότες –κατεξοχήν αυτοί που κινούνται με επιδεξιότητα μεταξύ οικονομίας και παραοικονομίας- είναι ενδεχόμενο να τύχουν μεγαλύτερης ανοχής.
Μπροστά στην κοινωνική ένταση και το κοινωνικό κόστος, οι πολιτικοί αρχίζουμε να μετράμε και το πολιτικό κόστος. Εδώ λοιπόν μπαίνει στη συζήτηση η πολιτική βούληση. Σε περιόδους κρίσης, και μάλιστα διεθνούς, είναι πιθανότερο να χαλαρώσουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί απέναντι στην εργασία, ιδιαίτερα στην άτυπη και αδήλωτη εργασία. Είναι επίσης πιθανότερο τα ίδια τα θύματα, μπροστά στην απουσία οιασδήποτε προοπτικής, να υπομείνουν με μεγαλύτερη στωικότητα τη θέση τους, χωρίς προσπάθεια διαφυγής.
Η άτυπη και αδήλωτη εργασία, εκτός του ότι παράγει χρήμα που δεν αναδιανέμεται, αφήνει και τα μεγαλύτερα περιθώρια για εργασιακή εκμετάλλευση. Ορισμένοι εκτιμούν ότι οι γκρίζες ζώνες στην αγορά και την απασχόληση παρέχουν ελαστικότητα, συγκρατώντας χαμηλά τα κόστη. Και ότι αυτή η ελαστικότητα επιτρέπει σε κάποιους εκτός αγοράς να επιβιώνουν χωρίς περεταίρω όξυνση των κοινωνικών εντάσεων και της βαριάς εγκληματικότητας.
Όμως όλα αυτά τα οφέλη, αν μπορούμε να τα πούμε έτσι, είναι πρόσκαιρα και χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Διότι η ζημιά που γίνεται στο αξιακό επίπεδο είναι πολύ μεγαλύτερη. Η αντίληψη ότι η ανθρώπινη ζωή είναι ευτελής και αναλώσιμη, η εξάπλωση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος και το γενικότερο αίσθημα ασυδοσίας και ατιμωρησίας που πλανάται έχουν, φοβάμαι, καταστρεπτικότερα αποτελέσματα. Για την κοινωνία, την οικονομία και την απαξίωση της πολιτικής και, εν τέλει, την απαξίωση της δημοκρατίας και όλων των κατακτήσεων του πολιτισμού μας.
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω υπάρχουν κατευθύνσεις στις οποίες να στραφούμε;
Ως πολιτικός φιλελεύθερης δημοκρατικής παράταξης μην περιμένετε να υποστηρίξω ότι για όλα φταίει η ελεύθερη οικονομία. Ότι θα πρέπει να γυρίσουμε στις εποχές του σφικτού εναγκαλισμού κράτους και αγοράς. Πιστεύω ακράδαντα πως μόνο η ελεύθερη οικονομία και οι ανοικτές κοινωνίες δημιουργούν, έστω και με τις αδυναμίες τις οποίες έχουμε υπ’ όψιν μας, συνθήκες άνθησης της καινοτομίας και επιχειρηματικότητας, δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και απασχόλησης, ανάπτυξης της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο και προαγωγής της ανταγωνιστικότητας.
Αυτό, κάθε άλλο παρά, σημαίνει την απουσία κανόνων, ρυθμιστικών πλαισίων και μηχανισμών ελέγχου και προστασίας.
Κυρίες και Κύριοι
Όσο η εμπορία και διακίνηση ανθρώπων και η καταναγκαστική εργασία είναι δραστηριότητες χαμηλού ρίσκου και υψηλού κέρδους, η ανθρώπινη ζωή θα συνεχίζει να είναι αναλώσιμη. Χρειάζονται αυστηρές ποινές για τους θύτες, αυξημένη προστασία για τα θύματα, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης αλλά και δυνατότητα εκτίμησης των αρχών και προνοιακών συστημάτων για το πότε η ιδιότητα του θύματος χρησιμοποιείται καταχρηστικά.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ειδικότερα ζητήματα αποκτούν νέα διάσταση. Έτσι για παράδειγμα οι πολιτικές για την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης, που συνδέεται στενά με τις κοινωνίες μας και τα προβλήματα τα οποία συζητούμε, μπορούν να μην εξαντλούνται στον τρόπο εισόδου σε μια χώρα.
Αλλά, με τους κατάλληλους μηχανισμούς και ανθρώπους, να παρέχεται η δυνατότητα εκτίμησης των γεγονότων και των ειδικότερων συνθηκών που οδηγούν στις σύγχρονες μορφές σκλαβιάς.
Και επειδή και εδώ παραμονεύει ο κίνδυνος, ο κίνδυνος της διαφθοράς και του ανθρώπινου λάθους, χρειάζεται πολυεπίπεδο πλαίσιο στήριξης και προστασίας των θυμάτων. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε πως τα θύματα –ιδίως αυτά που έχουν νικήσει το φόβο- χρειάζονται για την εξάρθρωση των κυκλωμάτων και την αποφυγή νέων. Νέων θυμάτων και νέων κυκλωμάτων.
Χρειάζονται, επίσης, πλαίσια ελέγχου ειδικότερων μορφών εργασίας και συνεργασίας όπως για παράδειγμα η ανάθεση έργων –και μάλιστα με δημόσιο χρήμα- προς τρίτους. Τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο διακρατικό επίπεδο, ιδιαίτερα δε στο πλαίσιο της διεθνούς αναπτυξιακής συνεργασίας και βοήθειας.
Η συνήθης πρακτική είναι η επιλογή του μειοδότη. Αυτό δεν συνεπάγεται και απουσία ελέγχου για τους τρόπους μείωσης του κόστους. Αν τελικά αυτή οφείλεται στην τεχνογνωσία της εργολήπτριας εταιρείας και του προσωπικού της, στην οικονομία κλίμακας, στην σωστή διαχείριση ή είναι αποτέλεσμα εξαναγκαστικής εργασίας.
Όπως έλεγαν και οι αρχαίοι Έλληνες, και στην περίπτωση αυτή, ισχύει ότι η καλύτερη αντιμετώπιση είναι η πρόληψη. Στο ειδικό αυτό πλαίσιο, πρόληψη είναι η αντιμετώπιση της φτώχειας μέσα από τη δημιουργία θέσεων εργασίας, βιώσιμων επιχειρήσεων, κοινωνικών υποδομών και συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Πρόληψη είναι η εμπέδωση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Είναι η διεκδίκηση, τόσο από τους εργαζόμενους όσο και από τους πολίτες-καταναλωτές, αξιοπρεπούς εργασίας για όλους.
Και επανέρχομαι, κυρίες και κύριοι, στο ερώτημα με το οποίο ξεκίνησα.
Ποιος ο ρόλος και η σχέση των συνδικάτων σε όλα αυτά.
Είναι πολύ σημαντικός. Όπως σημαντική είναι και η πρωτοβουλία οργάνωσης μιας τέτοιας διασκέψεως.
Τα συνδικάτα μπορούν να φτάσουν ευκολότερα και σε βάθος στο πρόβλημα σε σχέση με τους μηχανισμούς ελέγχου. Μπορούν να γίνουν οι φωνές αυτών που δεν μπορούν να έχουν φωνή, ευαισθητοποιώντας ευρύτερα τις κοινωνίες.
Τον τελευταίο καιρό ο συνδικαλισμός όπως και η πολιτική έχουν απαξιωθεί στα μάτια της κοινωνίας. Όμως ο καλώς εννοούμενος συνδικαλισμός μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην κατεύθυνση μιας ανθρωποκεντρικής κοινωνίας και βιώσιμης οικονομίας και ανάπτυξης. Αναφέρομαι στο συνδικαλισμό που υπηρετεί πρωτίστως τον εργαζόμενο και την εργασία και όχι μεμονωμένα ατομικά συμφέροντα. Το συνδικαλισμό που δεν προσκολλάται σε συντεχνιακά κεκτημένα υπέρ μιας κατηγορίας εργαζομένων και σε βάρος άλλων ή ευρύτερα του κοινωνικού συνόλου. Αυτόν που προάγει την αυτοβελτίωση. Αυτόν που θέτει τον εαυτό του στο σύγχρονο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, βλέποντας μακριά και ισορροπώντας κατακτήσεις και νέες ανάγκες
Θα ήθελα να συγχαρώ τους διοργανωτές για την πρωτοβουλία και να ευχαριστήσω για την τιμητική πρόσκληση που μου απηύθυναν. Να καλωσορίσω όλους τους συμμετέχοντες, ιδίως αυτούς που ήρθαν από το εξωτερικό, ευχόμενη η συνάντηση αυτή να αποτελέσει ευκαιρία να αναδείξουν τον προβληματισμό και τις διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση φαινομένων που δεν μας τιμούν, υποθηκεύοντας το μέλλον.
Σας ευχαριστώ.