Νεα

Εισήγηση στην Ολομέλεια της Κοινοβουλευτικής Συνόδου της ΔΕΕ

Τρίτη, 19 Ιούν 2001

Η βουλευτής της ΝΔ και υπεύθυνη του Τομέα Εξωτερικών Υποθέσεων και Άμυνας, Ντόρα Μπακογιάννη ως μέλος της αντιπροσωπείας του Ελληνικού Κοινοβουλίου παρουσίασε στην Ολομέλεια της Κοινοβουλευτικής Συνόδου της ΔΕΕ (Δυτικευρωπαϊκή Ένωση) την εισήγηση της «Για μια Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας».

«Η θεσμοποίηση της πολιτικής Εξωτερικών και Αμύνης» αποτελεί «πρόκληση» για την Ευρώπη, είπε η Ντόρα Μπακογιάννη και σχολιάζοντας τον «κρίσιμο ρόλο της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας» τόνισε ότι γεννούνται «ουσιώδη ερωτήματα» και συγκεκριμένα:

-Ποια είναι η ακριβής έννοια της ίδιας της Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας, ποια είναι τα όριά της και οι περιορισμοί;

-Πως θα ρυθμισθούν οι σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, καθώς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία;

-Τέλος, και περιορίζομαι στα πιο σημαντικά, πώς θα λυθεί το θέμα της συνεργασίας των κρατών του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης;»

«Ο τελικός στόχος» της Ευρωπαϊκή Άμυνας, είπε η Ντόρα Μπακογιάννη, «πρέπει κατά τη γνώμη μου – και πιστεύω ότι δεν είμαι μόνη σ’ αυτό – να είναι ένας ρόλος τόσο αυτόνομος όσο και συμπληρωματικός μ’ εκείνον του ΝΑΤΟ. Όσον αφορά στο δεύτερο, τη συμπληρωματικότητα, είναι αυτονόητο ότι υπάρχει ανάγκη χρήσης των Νατοϊκών υποδομών. Αλλά η αναγκαστική, και για πάντα, εξάρτηση από τις νατοϊκές υποδομές, περιορίζει, de facto την προοπτική της αυτόνομης πλευράς, αν κάποτε θελήσουμε και αυτόνομη πλευρά, της ευρωπαϊκής άμυνας».

Η Ντόρα Μπακογιάννη ξεκαθάρισε όμως ότι ακόμα «και στο σημερινό πλαίσιο, αυτό απλώς της συμπληρωματικότητας, είναι αδιανόητο να υπάρχει, ως σκέψη καν, το «σενάριο» απονομής ισότιμου ρόλου, φανερά ή κατ’ ουσίαν, σε χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι ακόμα πιο αδιανόητο, οι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χώρες του ΝΑΤΟ να θέτουν όρους προς την Ευρωπαϊκή Ένωση που ουσιαστικώς υποσκάπτουν την ίδια την έννοια και την φύση μιας ευρωπαϊκής αμύνης. Εκυοφορείτο π.χ. επί ημέρες πρόταση που θα απέκλειε τον χώρο του Αιγαίου και της Κύπρου από το επιχειρησιακό πεδίο της Ευρωπαϊκής Άμυνας. Τέτοιες σκέψεις», υποστήριξε, «δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Θα αποτελούσαν αυτοαναίρεση για το θεσμικό, το πολιτικό και το ηθικό σκέλος της ευρωπαϊκής άμυνας».

Η Ντόρα Μπακογιάννη τόνισε ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση – αρχίζοντας μια νέα πολιτική – πρέπει να έχει πλήρως ξεκαθαρισμένο το θεσμικό και λειτουργικό της πλαίσιο – αν δεν θέλει να την αμαυρώσει και, τελικώς, ουσιαστικά να την ακυρώσει. Για αυτό σημασία έχει πώς ορίζουμε τις αρχές της Ένωσης και πώς τις τηρούμε έναντι ημών των ιδίων και έναντι κάθε τρίτου. Αν αρχίσουμε τις επιλογές παραχωρήσεων με βάση τις πιέσεις, το ειδικό βάρος ή – ας το πούμε και αυτό – τις απειλές κάθε τρίτου, τότε ούτε σταθερό πλαίσιο, ούτε αρχές αλλά, κυρίως, ούτε αποτελεσματικότητα της νέας πολιτικής άμυνας θα υπάρξει. Τα πρώτα παραδείγματα διαμορφώνονται ήδη και – αν δεν προσέξουμε – θα πολλαπλασιαστούν. Θα αναφερθώ σε ένα που γνωρίζω καλά, αφού αφορά στην περιοχή μας. Η γειτονική μας Τουρκία, μια χώρα την οποία ειλικρινώς επιθυμούμε – τηρουμένων των προϋποθέσεων που θέσαμε όλοι μαζί ως Ένωση – να την δούμε μεσοπρόθεσμα εντασσόμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η γειτονική μας Τουρκία λοιπόν, ανησυχεί για την προοπτική συμμετοχής της Ελλάδας στις κοινές επιχειρήσεις της Ένωσης. Ως εκ τούτου χρησιμοποίησε το δικαίωμα αρνησικυρίας που διαθέτει στη συνάντηση του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου, τον περασμένο Δεκέμβριο, για να αρνηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση τη δυνατότητα πρόσβασης στις δυνατότητες επιχειρησιακού σχεδιασμού του ΝΑΤΟ. Τα κίνητρα της Τουρκίας δεν είναι στρατηγικά αλλά στενώς πολιτικά – και αφορούν στις σχέσεις της με την Ελλάδα».

Και συνέχισε «το ερώτημα είναι πως συμβιβάζεται η προσπάθεια επιβολής λειτουργικής παραλυσίας από ένα κράτος στους μηχανισμούς μιας Ένωσης της οποίας επιθυμεί να καταστεί μέλος. Είναι αναμφίβολο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, χρειάζεται να λάβει μέτρα εδραίωσης της εμπιστοσύνης μεταξύ της Ένωσης και των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ που θα συνεργάζονται μαζί μας. Χρειάζεται, ακόμα, να πείσει χώρες όπως η Τουρκία ότι ουδεμία απειλή για την ασφάλειά τους υφίσταται – το αντίθετο μάλιστα. Επειδή αυτό που συμβαίνει με την Τουρκία σήμερα είναι δυνατόν να επεκταθεί και σε άλλες περιπτώσεις, το καλύτερο είναι να βρούμε εναλλακτικές λύσεις για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Άμυνας που να μην στηρίζονται και πάντοτε στις επιχειρησιακές διευκολύνσεις του ΝΑΤΟ. Ορισμένα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ήδη υποδείξει την ανάγκη ενός καθαρώς ευρωπαϊκού στρατηγικού και επιχειρησιακού Επιτελείου σχεδιασμού και πλαισίου διενέργειας επιχειρήσεων. Προσθέτω, στο σημείο αυτό, ότι πολλοί Αμερικανοί πολιτικοί, στρατιωτικοί και διπλωμάτες με τους οποίους έχω ανταλλάξει απόψεις, θεωρούν την εξέλιξη αυτή θετική, όχι μόνο για την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά, τελικά, και για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Η εξέλιξη αυτή θα είναι, βεβαίως, μέσο-μακροπρόθεσμη. Έχει όμως το πλεονέκτημα της απλότητας και της λειτουργικότητας».

Αναφερόμενη στον ρόλο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας η Ντόρα Μπακογιάννη είπε ότι «λογικά, η πλέον πιεστική ανάγκη θα ήταν να εξασφαλίσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας θα μπορεί να εγγυηθεί την άμυνα και την ασφάλεια της Ένωσης σ’ έναν ασταθή κόσμο». «Οι Ηνωμένες Πολιτείες», είπε, «όχι αδικαιολόγητα μας έδειξαν στην πράξη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ανίκανη να ενεργήσει στα Βαλκάνια από μόνη της. Ορισμένοι χρησιμοποιούν το γεγονός αυτό ως επιχείρημα ότι μόνον το ΝΑΤΟ μπορεί να χειρισθεί σοβαρές κρίσεις. Για άλλους, όμως, η κρίση του Κοσόβου αποτελεί κραυγαλέο παράδειγμα της ανάγκης για μιας ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική. Δίκαια λοιπόν αναρωτιέται κανείς για το αν η ύπαρξη μιας κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής δεν θα είχε – εκδηλούμενη έγκαιρα, συντονισμένα και αποφασιστικά – αποτρέψει τους φανατικούς στη Σερβία, την Κροατία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κόσοβο να στραφούν κατ’ αλλήλων, με τα γνωστά – τραγικά – αποτελέσματα».

Η Ντόρα Μπακογιάννη σχολιάζοντας τη σχέση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας με το ΝΑΤΟ είπε ότι «είναι κατ’ εξοχήν ζήτημα σχέσεων ΝΑΤΟ-Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι περιττό να τονίσω, λοιπόν, το πόσο αναγκαίοι είναι οι μηχανισμοί συνεργασίας και συλλειτουργίας μεταξύ της κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Άμυνας και του ΝΑΤΟ. Οι μηχανισμοί αυτοί δεν πρέπει να παραμείνουν άτυποι ή στοιχειωδώς ρυθμισμένοι, αλλά πρέπει έγκαιρα να θεσμοθετηθούν, ιδιαιτέρως όσον αφορά στο σχεδιασμό επιχειρήσεων».

Ταυτόχρονα, τόνισε ότι «οι σχέσεις μας με τη Ρωσική Ομοσπονδία έχουν εξόχως βαρύνουσα σημασία. Είναι πασίγνωστο ότι η Μόσχα βλέπει, κατά κανόνα, την προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ ως απειλή για την ασφάλειά της. Η Μόσχα, επίσης, πιστεύει ότι το ΝΑΤΟ (ιδιαιτέρως με τον τρόπο που έδρασε κατά της Σερβίας) υποσκάπτει το κύρος του ΟΗΕ. Στη Νίκαια, η Ρωσία (όπως άλλωστε, η Ουκρανία και ο Καναδάς) έγιναν αποδέκτες των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κάποια μορφή διαβουλεύσεων ακόμα πιο ασαφούς περιεχομένου απ’ αυτό που προσφέρθηκε στους έξι Ευρωπαίους του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη συνάντηση Κορυφής, Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ρωσίας, οι 15 – με κοινή τους διακήρυξη – πρόσφεραν στη Μόσχα την υπόσχεση «εξειδικευμένων» (specific) διαβουλεύσεων επί θεμάτων αμύνης και ασφαλείας. Παρόμοιες διακηρύξεις χρήζουν μεγαλύτερης σαφήνειας, κυρίες και κύριοι, και μάλιστα το συντομότερο».

«Μπροστά μας έχουμε δύσκολες και τολμηρές επιλογές» υποστήριξε η Ντόρα Μπακογιάννη. «Αν δεν τις κάνουμε, θα οδηγηθούμε – αναπόφευκτα – σε μια ατελή Ευρώπη, μια Ευρώπη με Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας ελλιπή σε σχέση με τις λοιπές της πολιτικές» και τόνισε ότι «η πολιτική αδυναμία θα έχει συνέπειες και για τις λοιπές πλευρές του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όπως το κοινό νόμισμα και η ευρωπαϊκή οικονομία, υπονομεύοντας την ίδια τη συνοχή και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Προηγούμενο άρθρο
Επόμενο άρθρο