Αγαπητοί συνάδελφοι,
Κυρίες και κύριοι,
Πριν πάνω από μισό αιώνα, ο Winston Churchill είπε, και παραθέτω: «We should all make a gesture of practical and constructive guidance, by declaring ourselves in favour of the immediate creation of a European Army, under a unified command, in which we should all bear a worthy and honorable part”.
Η ελπίδα του Churchill ήταν, πρώιμη. Παραδόξως η Βρετανία ήταν τότε εκείνη που, με την απόφασή της να μην συμμετάσχει, προκάλεσε την απόρριψη της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας για την Άμυνα από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Κυρίες και κύριοι,
Σήμερα έχουμε ξανά μπροστά μας ένα πραγματικά φιλόδοξο σχέδιο, του οποίο προηγήθηκε πολύ πιο σοβαρή προετοιμασία απ’ ό,τι πριν έναν αιώνα. Αποσυνδεδεμένη από τις ανάγκες του ψυχρού πολέμου η νέα Ευρώπη πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να αποτελέσει καίριο παράγοντα παγκόσμια σταθερότητας σε μια εποχή υψηλής ρευστότητας και αβεβαιότητας.
Κυρίες και κύριοι,
Την επαύριον της Συνόδου Κορυφής της Νίκαιας, έχουμε μπροστά μας μια πρωτόγνωρη πρόκληση: τη θεσμοποίηση πλέον, για πρώτη φορά στην ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης, της πολιτικής Εξωτερικών και Αμύνης, στο άρθρο 25 της Συνθήκης της Νικαίας. Το άρθρο αυτό προβλέπει έναν κρίσιμο ρόλο για την Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας οι κύριες αρμοδιότητες της οποίας περιλαμβάνουν:
-Συμβουλές προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
-Επίβλεψη και συντονισμό των συζητήσεων για θέματα Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας.
-Θεσμικό διάλογο με το ΝΑΤΟ, με τις 13 χώρες που είναι υποψήφιες για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με τα μέλη του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης…
-Χειρισμό κρίσεων και, τέλος,
-Συνολική πολιτική εποπτεία και έλεγχο των στρατιωτικών ενεργειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εκτός της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφαλείας, δυο άλλα νέα όργανα ενισχύουν και συμπληρώνουν την πορεία μας προς έναν καλύτερο συντονισμό της ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας: Η Στρατιωτική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελείται από τους 15 αρχηγούς των Επιτελείων, θα παρέχει συμβουλές και συστάσεις προς την Επιτροπή Πολιτικής και Ασφαλείας.
Το Στρατιωτικό Επιτελείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την άλλη μεριά, θα έχει την ευθύνη του στρατηγικού σχεδιασμού, της έγκαιρης προειδοποίησης (early warning) και της εκτίμησης της κατάστασης.
Όλα αυτά μοιάζουν θαυμάσια, κυρίες και κύριοι, μέχρι να εντρυφήσει κάπως πιο προσεκτικά κανείς στα ουσιώδη ερωτήματα που, επίσης, δημιουργούνται:
-Ποια είναι η ακριβής έννοια της ίδιας της πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, ποια είναι τα όριά της και οι περιορισμοί;
-Πώς θα ρυθμισθούν οι σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, καθώς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία;
-Τέλος, και περιορίζομαι στα πιο σημαντικά, πώς θα λυθεί το θέμα της συνεργασίας των κρατών του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου μια παρατήρηση: Ο τελικός στόχος της ευρωπαϊκής άμυνας πρέπει κατά τη γνώμη μου – και πιστεύω ότι δεν είμαι μόνη σ’ αυτό – είναι ένας ρόλος τόσο αυτόνομος όσο και συμπληρωματικός μ’ εκείνον του ΝΑΤΟ. Όσον αφορά στο δεύτερο, τη συμπληρωματικότητα, είναι αυτονόητο ότι υπάρχει ανάγκη χρήσης των νατοϊκών υποδομών. Αλλά η αναγκαστική, και για πάντα, εξάρτηση από τις νατοϊκές υποδομές, περιορίζει, de facto, την προοπτική της αυτόνομης πλευράς, αν κάποτε θελήσουμε και αυτόνομη πλευρά, της ευρωπαϊκής άμυνας.
Αλλά και στο σημερινό πλαίσιο, αυτό απλώς της συμπληρωματικότητας, είναι αδιανόητο να υπάρχει, ως σκέψη καν, το «σενάριο» απονομής ισότιμου ρόλου, φανερά ή κατ’ ουσίαν, σε χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι ακόμα πιο αδιανόητο, οι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χώρες του ΝΑΤΟ να θέτουν όρους προς την Ευρωπαϊκή Ένωση που ουσιαστικώς υποσκάπτουν την ίδια την έννοια και την φύση μιας ευρωπαϊκής αμύνης.
Εκυοφορείτο π.χ. επί ημέρες πρόταση που θα απέκλειε τον χώρο του Αιγαίου και της Κύπρου από το επιχειρησιακό πεδίο της ευρωπαϊκής άμυνας. Τέτοιες σκέψεις δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Θα αποτελούσαν αυτοαναίρεση για το θεσμικό, το πολιτικό και το ηθικό σκέλος της ευρωπαϊκής άμυνας.
Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Θα ήταν ευτύχημα αν τα προβλήματα σταματούσαν εδώ. Όμως δεν είναι έτσι. Κατ’ αρχήν οι όροι «Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας» (European Defense and Security Policy) και «Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Άμυνας και Ασφάλειας» (European Defense Security Initiative) χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, παρόλο που ο δεύτερος όρος αφορά ουσιαστικώς σε νατοϊκή πρωτοβουλία.
Οι δύο έννοιες αποτελούν την επιτομή της διαφοράς αντίληψης, αφενός μεταξύ της έννοιας μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης σε πορεία ολοκλήρωσης – και ανεξάρτητης – και, αφετέρου, μιας χαλαρότερης διακυβερνητικής συνεργασίας.
Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας, με την έμφαση που προϋποθέτει σε πολιτικές μάλλον, παρά απλώς σε πρωτοβουλίες, παρόλο που σήμερα είναι ουσιαστικώς κι’ αυτή ένα διακυβερνητικό σχήμα, προσφέρει δυνατότητες εξέλιξης προς ένα πιο συνεκτικό, ευχερέστερα καθοδηγούμενο – και τελικώς πιο αποτελεσματικό – μοντέλο, πέρα από οτιδήποτε ανάλογο θα μπορούσε ποτέ να είναι η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία.
Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Ανέφερα στην αρχή τη σχετική αοριστία από την οποία το ίδιο το περιεχόμενο της έννοιας «ευρωπαϊκή άμυνα», επί του παρόντος, μάλλον ηθελημένα, χαρακτηρίζεται. Θα μιλήσω τώρα κάπως πιο συγκεκριμένα: Ερμηνεύοντας την έννοια μιας πολιτικής άμυνας για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι, παρά την εισαγωγή του όρου «Άμυνα» στο ακρωνύμιο της «Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας», οι σκοποί της τελευταίας περιορίζονται σε ανθρωπιστικές αποστολές, στις λεγόμενες rescue operations, και σε αποστολές διατήρησης της ειρήνης (peacekeeping operations).
Ας θυμηθούμε τώρα τη φρασεολογία του Ελσίνκι: «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπογραμμίζει την αποφασιστικότητά του να αναπτύξει μια αυτόνομη ικανότητα να παίρνει αποφάσεις και, όπου το ΝΑΤΟ ως σύνολο δεν εμπλέκεται, να σχεδιάζει και να αναλαμβάνει στρατιωτικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως απάντηση σε διεθνείς κρίσεις. Η διαδικασία αυτή θα αποφύγει την άσκοπη επικάλυψη (duplication είναι ο αγγλικός όρος) και δεν υπονοεί τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού…».
Πίσω από τη δήλωση αυτή – προϊόν επίπονου συγκερασμού αντιτιθέμενων συχνά συμφερόντων – υποκρύπτονται οι επιδιώξεις τόσο εκείνων που επιδιώκουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όσο και εκείνων που υιοθετούν τη «διακυβερνητική» αντίληψη. Λογικά, η πλέον πιεστική ανάγκη θα ήταν να εξασφαλίσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας θα μπορεί να εγγυηθεί την Άμυνα και την Ασφάλεια της Ένωσης σ’ έναν ασταθή κόσμο.
Για να συμβεί όμως αυτό, αγαπητοί συνάδελφοι, έχει καθοριστική σημασία η Πολιτική Άμυνας και Ασφαλείας να εντάσσεται στο πλαίσιο των υπαρχουσών θεσμικών δομών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι αντιφατικό μια μείζων πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης να βρίσκεται εκτός των δομών λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης!
Όπως – για παράδειγμα – η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει την ευθύνη διαχείρισης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, θα πρέπει να έχει ανάλογες ευθύνες και για την Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας η οποία αποτελεί, ας μην το λησμονούμε αυτό κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, μέρος της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας που αποφασίστηκε στο Μάαστριχτ.
Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επίσης, κυρίες και κύριοι, χρειάζεται να δοθεί ένας ισχυρός ρόλος στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, όπως συμβαίνει και με τα κοινοβούλια των επιμέρους χωρών, τα οποία είναι αδιανόητο να παραμένουν αμέτοχα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων επί στρατιωτικών θεμάτων.
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Κύριες και κύριοι,
Θα μου επιτρέψετε τώρα να εισέλθω περισσότερο εκτενώς στο, ήδη ακροθιγώς αναφερθέν από μένα θέμα, της συμμετοχής – ή μη – στην ευρωπαϊκή άμυνα των κρατών εκείνων που είναι μεν μέλη του ΝΑΤΟ, αλλά όχι και της Ένωσής μας. Οι τρέχουσες προτάσεις επικεντρώνονται στην καθιέρωση ενός πλαισίου διαλόγου και μελλοντικής συμμετοχής των κρατών εκείνων που εντάσσονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση – αρχίζοντας μια νέα πολιτική – πρέπει να έχει πλήρως ξεκαθαρισμένο το θεσμικό και λειτουργικό της πλαίσιο – αν δεν θέλει να την αμαυρώσει και, τελικώς, ουσιαστικά να την ακυρώσει. Για αυτό σημασία έχει πώς ορίζουμε τις αρχές της Ένωσης και πώς τις τηρούμε έναντι ημών των ιδίων και έναντι κάθε τρίτου.
Αν αρχίσουμε τις επιλογές παραχωρήσεων με βάση τις πιέσεις, το ειδικό βάρος ή – ας το πούμε και αυτό – τις απειλές κάθε τρίτου, τότε ούτε σταθερό πλαίσιο, ούτε αρχές αλλά, κυρίως, ούτε αποτελεσματικότητα της νέας πολιτικής άμυνας θα υπάρξει. Τα πρώτα παραδείγματα διαμορφώνονται ήδη και – αν δεν προσέξουμε – θα πολλαπλασιαστούν. Θα αναφερθώ σε ένα που γνωρίζω καλά, αφού αφορά στην περιοχή μας. Η γειτονική μας Τουρκία, μια χώρα την οποία ειλικρινώς επιθυμούμε – τηρουμένων των προϋποθέσεων που θέσαμε όλοι μαζί ως Ένωση – να την δούμε μεσοπρόθεσμα εντασσόμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η γειτονική μας Τουρκία λοιπόν, ανησυχεί για την προοπτική συμμετοχής της Ελλάδας στις κοινές επιχειρήσεις της Ένωσης. Ως εκ τούτου χρησιμοποίησε το δικαίωμα αρνησικυρίας που διαθέτει στη συνάντηση του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου, τον περασμένο Δεκέμβριο, για να αρνηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση τη δυνατότητα πρόσβασης στις δυνατότητες επιχειρησιακού σχεδιασμού του ΝΑΤΟ. Τα κίνητρα της Τουρκίας δεν είναι στρατηγικά αλλά στενώς πολιτικά – και αφορούν στις σχέσεις της με την Ελλάδα.
Το ερώτημα είναι πως συμβιβάζεται η προσπάθεια επιβολής λειτουργικής παραλυσίας από ένα κράτος στους μηχανισμούς μιας Ένωσης της οποίας επιθυμεί να καταστεί μέλος. Είναι αναμφίβολο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, χρειάζεται να λάβει μέτρα εδραίωσης της εμπιστοσύνης μεταξύ της Ένωσης και των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ που θα συνεργάζονται μαζί μας. Χρειάζεται, ακόμα, να πείσει χώρες όπως η Τουρκία ότι ουδεμία απειλή για την ασφάλειά τους υφίσταται – το αντίθετο μάλιστα.
Επειδή αυτό που συμβαίνει με την Τουρκία σήμερα είναι δυνατόν να επεκταθεί και σε άλλες περιπτώσεις, το καλύτερο είναι να βρούμε εναλλακτικές λύσεις για τη λειτουργία της ευρωπαϊκής άμυνας που να μην στηρίζονται και πάντοτε στις επιχειρησιακές διευκολύνσεις του ΝΑΤΟ. Ορισμένα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ήδη υποδείξει την ανάγκη ενός καθαρώς ευρωπαϊκού στρατηγικού και επιχειρησιακού Επιτελείου σχεδιασμού και πλαισίου διενέργειας επιχειρήσεων.
Προσθέτω, στο σημείο αυτό, ότι πολλοί αμερικανοί πολιτικοί, στρατιωτικοί και διπλωμάτες με τους οποίους έχω ανταλλάξει απόψεις, θεωρούν την εξέλιξη αυτή θετική, όχι μόνο για την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά, τελικά, και για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Η εξέλιξη αυτή θα είναι, βεβαίως, μέσο-μακροπρόθεσμη. Έχει όμως το πλεονέκτημα της απλότητας και της λειτουργικότητας.
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Κυρίες και κύριοι,
Οι Ηνωμένες Πολιτείες – όχι αδικαιολόγητα – μας έδειξαν στην πράξη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ανίκανη να ενεργήσει στα Βαλκάνια από μόνη της. Ορισμένοι χρησιμοποιούν το γεγονός αυτό ως επιχείρημα ότι μόνον το ΝΑΤΟ μπορεί να χειρισθεί σοβαρές κρίσεις.
Για άλλους, όμως, η κρίση του Κοσόβου αποτελεί κραυγαλέο παράδειγμα της ανάγκης για μιας ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική. Δίκαια λοιπόν αναρωτιέται κανείς για το αν η ύπαρξη μιας κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής δεν θα είχε – εκδηλούμενη έγκαιρα, συντονισμένα και αποφασιστικά – αποτρέψει τους φανατικούς στη Σερβία, την Κροατία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κόσοβο να στραφούν κατ’ αλλήλων, με τα γνωστά – τραγικά – αποτελέσματα.
Η διαθέσιμη όμως, επί του παρόντος, διαδικασία για οιανδήποτε υποτιθέμενη πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απαιτεί για την υλοποίησή της την χρησιμοποίηση των νατοϊκών υποδομών, είναι σύνθετη, δυσλειτουργική και μπορεί να υποβληθεί σε αρνησικυρία από κράτη του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της Ένωσης.
Στο σημείο αυτό, κυρίες και κύριοι, δεν θα ήταν άσκοπο να αναφερθεί κανείς και στο συναφές ζήτημα των εξοπλισμών και της επιβάρυνσης που αυτοί επιφέρουν στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με μια μακροπρόθεσμα ανεξάρτητη, ή έστω επαρκώς αυτόνομη, ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας, οι ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες καθώς και οι αγορές οπλικών συστημάτων απ’ τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα καθίστατο μακροπρόθεσμα βέβαια, πιο συντονισμένες, πιο cost-effective, πιο παραγωγικές, πιο ικανές να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας απ΄ό,τι σήμερα. Επιπλέον, τα κράτη-μέλη θα ομογενοποιούσαν περισσότερο τους τύπους οπλικών συστημάτων, θα περιόριζαν την πολυτυπία και θα ενίσχυαν την αμυντική βιομηχανία αλλήλων με αμοιβαίες αγορές.
Κυρίες και κύριοι,
Η σχέση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας με το ΝΑΤΟ είναι κατ’ εξοχήν ζήτημα σχέσεων ΝΑΤΟ – Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι περιττό να τονίσω, λοιπόν, το πόσο αναγκαίοι είναι οι μηχανισμοί συνεργασίας και συλλειτουργίας μεταξύ της κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Άμυνας και του ΝΑΤΟ. Οι μηχανισμοί αυτοί δεν πρέπει να παραμείνουν άτυποι ή στοιχειωδώς ρυθμισμένοι, αλλά πρέπει έγκαιρα να θεσμοθετηθούν, ιδιαιτέρως όσον αφορά στο σχεδιασμό επιχειρήσεων.
Κυρίες και κύριοι,
Οι σχέσεις μας με τη Ρωσική Ομοσπονδία έχουν εξόχως βαρύνουσα σημασία. Είναι πασίγνωστο ότι η Μόσχα βλέπει, κατά κανόνα, την προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ ως απειλή για την ασφάλειά της. Η Μόσχα, επίσης, πιστεύει ότι το ΝΑΤΟ (ιδιαιτέρως με τον τρόπο που έδρασε κατά της Σερβίας) υποσκάπτει το κύρος του ΟΗΕ.
Στη Νίκαια, η Ρωσία (όπως άλλωστε, η Ουκρανία και ο Καναδάς) έγιναν αποδέκτες των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κάποια μορφή διαβουλεύσεων ακόμα πιο ασαφούς περιεχομένου απ’ αυτό που προσφέρθηκε στους έξι Ευρωπαίους του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη συνάντηση κορυφής, Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ρωσίας, οι 15 – με κοινή τους διακήρυξη – πρόσφεραν στη Μόσχα την υπόσχεση «εξειδικευμένων» (specific) διαβουλεύσεων επί θεμάτων αμύνης και ασφαλείας. Παρόμοιες διακηρύξεις χρήζουν μεγαλύτερης σαφήνειας, κυρίες και κύριοι, και μάλιστα το συντομότερο.
Η Ρωσία έχει ήδη εκδηλώσει την πρόθεση να θεσμοθετηθούν συναντήσεις μεταξύ του πρεσβευτού της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας, της Political and Security Committee.
Θεωρώ ότι πρέπει να παρέξουμε τη μεγαλύτερη δυνατή υποστήριξη στην πρόταση για μια τριακονταμελή Επιτροπή Ρωσίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αυξανόμενη προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Μόσχα σε θέματα άμυνας και ασφάλειας συμπληρώνει, άλλωστε, αντίστοιχες προσεγγίσεις σε άλλους τομείς. Το Κρεμλίνο εξετάζει, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, τη δυνατότητα χρησιμοποίησης του ευρώ ως νομίσματος των συναλλαγματικών του αποθεμάτων και ως μέσου για τις εμπορικές του συναλλαγές με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κυρίες και κύριοι,
Συνοψίζοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω την ανάγκη να βρούμε το θάρρος για τη θεσμοθέτηση ξεκάθαρων θεσμικά, αποτελεσματικών λειτουργικά και ευρωπαϊκών πολιτικά στρατηγικών για την κοινή μας ασφάλεια και άμυνα. Άμυνα από μας, για μας, για τους συμμάχους και τους φίλους μας και για την ειρήνη και την ασφάλεια στον κόσμο.
Άμυνα ελεγχόμενη από μας με συνεργάτες, όχι ελεγκτές μας, όσους συνεργάζονται μαζί μας και στο ΝΑΤΟ. Συμπληρωματικότητα με το ΝΑΤΟ, ως αρχή, αλλά και αυτονομία όταν και όπου η κατάσταση το απαιτεί.
Για το απώτερο μέλλον η πρόβλεψη μιας αυτόνομης αμυντικά, εντός του ΝΑΤΟ ευρωπαϊκής άμυνας, ενταγμένης λειτουργικά στη θεσμική διαδικασία της Ένωσης και δημοκρατικά νομιμοποιημένης απ’ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα αποδειχθεί, πιστεύω, μη αντιστρέψιμη αναγκαιότητα στην πορεία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Αυτό δεν σημαίνει αποξένωση από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Το αντίθετο μάλιστα. Η κρίση στα Βαλκάνια απέδειξε πόσο χρήσιμος θα ήταν ο ευρωπαϊκός πυλώνας, ο οποίος, ατυχώς, τότε δεν υπήρχε. Η ζημιά απ’ την απουσία του ήταν τόσο δική μας, όσο και των ΗΠΑ και των λοιπών συμμάχων μας. Ήταν, όμως, κυρίως τραγωδία για τους λαούς των Βαλκανίων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και την Ρωσία – για να αναφέρω τους κυριότερους συνεργάτες μας – μπορούν άλλωστε, υπό την σκέπη ενός αναβαθμισμένου ΟΗΕ να συντονίσουν ακόμα περισσότερο την συμπληρωματικότητά τους – αντί να καλλιεργήσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Κυρίες και κύριοι,
Μπροστά μας έχουμε δύσκολες και τολμηρές επιλογές. Αν δεν τις κάνουμε, θα οδηγηθούμε – αναπόφευκτα – σε μια ατελή Ευρώπη, μια Ευρώπη με Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας ελλιπή σε σχέση με τις λοιπές της πολιτικές . Κι’ αυτό στην καλύτερη περίπτωση. Στη χειρότερη περίπτωση η αναποφασιστικότητα μας και η ασάφεια των οραμάτων μας μέσα σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο, θα οδηγήσουν σε αυξανόμενη πολιτική αδυναμία. Η πολιτική αδυναμία θα έχει όμως συνέπειες και για τις λοιπές πλευρές του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όπως το κοινό νόμισμα και η ευρωπαϊκή οικονομία, υπονομεύοντας την ίδια τη συνοχή και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σας ευχαριστώ.