Ομιλία της Δημάρχου Αθηναίων Ντόρας Μπακογιάννη
«Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την Πρόεδρο της Παμμακεδονικής Οργάνωσης Γυναικών, την αγαπητή μου κυρία Έλενα Σπηλιοπούλου, για την ευγενική της πρόσκληση, που μου έδωσε και πάλι την ευκαιρία να βρεθώ απόψε κοντά σας, εδώ στην όμορφη Θεσσαλονίκη, στην καρδιά της Μακεδονίας, στην καρδιά της Βόρειας Ελλάδας.
Αγαπώ την Θεσσαλονίκη, αγαπώ τους ανθρώπους της, αγαπώ αυτή την πόλη – και οι γυναίκες της Θεσσαλονίκης αποτελούν την ψυχή της.
Το 2004 αποτέλεσε για την Αθήνα, αλλά άμεσα ή έμμεσα και για ολόκληρη την Ελλάδα, μια ιστορική χρονιά. Η επιτυχημένη και ασφαλής διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων κατέδειξε την δυναμική είσοδο της χώρας μας στον εικοστό πρώτο αιώνα.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 απέδειξαν στον κόσμο, αλλά κυρίως σε μας τους ίδιους, το τι μπορούμε να πετύχουμε, αν το αποφασίσουμε. Αν συνεργαστούμε μεθοδικά, αν εργαστούμε με όλη μας την καρδιά, με όλη μας την γνώση και το κέφι. Οι Αγώνες του 2004 μας χάρισαν την παγκόσμια καταξίωση, μας στέρησαν όμως από κάθε δικαιολογία φυγοπονίας για το μέλλον.
Με τους Αγώνες αποδείξαμε, παράλληλα, ότι οι φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι και αυτοί ικανοί να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν μεγάλα γεγονότα και εκδηλώσεις παγκόσμιας εμβέλειας.
Καθώς όμως, ζούμε στο Λεκανοπέδιο των πολλών Δήμων, αποδείξαμε επίσης ότι η συνεργασία ανάμεσα στις Τοπικές Αρχές είναι εφικτή, αλλά και αναγκαία.
Κατά την περίοδο της Ολυμπιακής προετοιμασίας, φίλες και φίλοι, αναδείχτηκαν οι παραγκωνισμένες τοπικές δυνάμεις κάθε Δήμου, Ολυμπιακού ή μη, κατέστησαν όμως εξίσου ορατές και οι θεσμικές και οικονομικές αδυναμίες του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Η Ελλάδα πάντοτε έλαμψε πολιτιστικά, μεγαλούργησε εμπορικά, και επιβίωσε εθνικά όταν οι τοπικές κοινωνίες της ήταν ισχυρές. Αυτό το είδαμε τόσο στην αρχαιότητα, όσο και στις δεκαετίες που προηγήθηκαν της εθνικής μας αναγέννησης. Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, Κάσος, Σάμος, Πήλιο, Αμπελάκια, Ζαγόρι, Σιάτιστα, είναι όλα ονόματα που μαρτυρούν τη λάμψη του Κοινοτικού βίου και την άνθιση των τοπικών κοινωνιών και πολιτισμών, ακόμα και κατά τα χρόνια της σκλαβιάς.
Ο κρατικός συγκεντρωτισμός που αναπτύξαμε, ως ελεύθερο κράτος – τι αντίφαση κι αυτή! – τα ακύρωσε όλα αυτά και οδήγησε στον υδροκεφαλισμό της πρωτεύουσας. Αλλά η πρώτη πόλη της χώρας δεν βρίσκεται παρά σε πληθυσμιακή και μόνο υπεροχή έναντι των λοιπών Δήμων της Ελλάδος. Πληθυσμιακός γίγαντας, αλλά θεσμικός νάνος! Το αποτέλεσμα δεν ήταν άλλο από την καταθλιπτική, την ασφυκτική και, τελικά, την αναποτελεσματική μεγέθυνση της Αθήνας. Μιας Αθήνας η οποία δεν έχει από μόνη της – όπως και καμιά πόλη μας – τις θεσμικές δυνατότητες να οργανωθεί ουσιαστικά, να σχεδιάσει αποτελεσματικά και, τέλος, να πάρει ισότιμη θέση ανάμεσα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, πρωτεύουσες και πόλεις που διαθέτουν όλα αυτά που στερούμαστε εμείς.
Το εθνικό κράτος, όπως το ξέραμε, υποχωρεί πανευρωπαϊκά – και θα έλεγα παγκοσμίως – ως κέντρο σχεδιασμού και εκτέλεσης του έργου που απαιτούν οι πολίτες. Η εξέλιξη αυτή είναι ακόμα πιο έντονη στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης απ’ ό,τι στα περισσότερα άλλα μέρη του κόσμου.
Η μεταστροφή αυτή της Ευρώπης προς τις δυνάμεις των τοπικών κοινωνιών βασίζεται αφενός μεν στην αναβίωση των φιλελεύθερων αρχών, που θέλουν το κράτος όσο πιο κοντά γίνεται στον πολίτη, αφετέρου δε στην ουσιαστική και πρακτική ανάγκη του σύγχρονου κόσμου για εφαρμογή τοπικών και τομεακών πολιτικών με άμεσης αποτελεσματικότητας πολιτικές σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
Η σημερινή ευρωπαϊκή πραγματικότητα – και όχι μόνο αυτή – καταδεικνύει ότι οι πόλεις, αλλού στην Ευρώπη, έχουν από καιρού εισέλθει σε μια νέα φάση. Ας δούμε τηλεγραφικώς τα νέα δεδομένα: – Κατ’ αρχάς, ειδικά στην Ευρώπη, το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού κατοικεί σ’ αυτές και η αναλογία του αστικού πληθυσμού, εις βάρος του αγροτικού, μεγεθύνεται συνεχώς. – Η έξαρση των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων, αλλά και των προβλημάτων της βίας, των ναρκωτικών και του κοινωνικού αποκλεισμού, εμφανίζεται κυρίως στις πόλεις. – Στις πόλεις παρατηρούνται επίσης οι μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, ενώ σ’ αυτές ιδιαίτερα παρουσιάζεται πιο οξυμένο και το πρόβλημα της ανεργίας. – Τέλος, οι πόλεις και οι κάτοικοί τους ζουν, κυρίες και κύριοι, την ανασφάλεια από την έξαρση του μικρού και μεγάλου εγκλήματος. Αυτές αποτελούν επιπλέον και τον στόχο του νέου παγκόσμιου δεινού, της τρομοκρατίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει πλέον την πολιτιστική, την οικονομική, την κοινωνική και τη γεωγραφική σημασία των Περιφερειών, ως πυρήνων ανάπτυξης, όχι μόνο κάθε χώρας ξεχωριστά, αλλά και της Ευρώπης στο σύνολό της.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση καταλαβαίνει, καλύτερα δυστυχώς απ’ το ελληνικό κράτος, ότι συχνά, ακόμα και Περιφέρειες και πόλεις που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, έχουν περισσότερα κοινά προβλήματα μεταξύ τους – και μπορούν να αναζητήσουν από κοινού πιο αποτελεσματικές λύσεις – παρά μια κεντρική εθνική διοίκηση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση καταλαβαίνει ότι ακριβώς αυτή η εγγύτητα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης προς τα ουσιαστικά προβλήματα της κάθε τοπικής κοινωνίας, δίνει στους Δήμους και στις Περιφέρειας μια μοναδική ικανότητα. Μιαν ικανότητα σωστής καταγραφής των προβλημάτων, χάραξης πολιτικών για την επίλυσή τους, αλλά κυρίως ενός αναπτυξιακού σχεδιασμού βασισμένου στις δυνατότητες, αλλά και στη γνώση των εγγενών δυσκολιών των τοπικών κοινωνιών, που υπάρχουν σε κάθε πόλη, σε κάθε Περιφέρεια.
Οι ιδιαίτερες συνθήκες κάθε πόλης, κάθε τόπου, δεν είναι μόνο πηγή προβλημάτων. Είναι πάνω απ’ όλα πηγή ευκαιριών. Και αυτές τις ευκαιρίες είμαι πεπεισμένη ότι έχουμε όλοι οι δημοτικοί άρχοντες το κέφι, την αποφασιστικότητα και – επιτρέψτε μου να πω – την αποτελεσματικότητα να τις αξιοποιήσουμε.
Το τι χρειάζεται να γίνει επιτέλους και στη χώρα μας το έχω πει πάμπολλες φορές – και δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω: · Χρειάζεται, πρώτα απ’ όλα, αγαπητές μου φίλες, θεσμική πολιτική πίστη στις τοπικές κοινωνίες. Οι εσωτερικές δυνάμεις που κρύβονται πίσω τους έχουν αποδείξει, πολλές φορές στο παρελθόν, ότι μόνο αμελητέες δεν είναι. · Χρειάζεται, ακόμα, να θεσμοθετήσουμε τις ελληνικές ιστορικές Περιφέρειες ως καθετοποιημένες, πολιτικά και διοικητικά, αυτόνομες μονάδες. Με δική τους εκλεγμένη Συνέλευση, εκλεγμένο Περιφερειάρχη και δημοκρατική διοικητική διάταξη ως την τελευταία, αλλά ποτέ αμελητέα, μονάδα που είναι οι Δήμοι και οι Κοινότητές μας. · Χρειάζεται επίσης να παρθούν το γρηγορότερο όλα εκείνα τα νομοθετικά, διοικητικά και οικονομικά μέτρα που είναι απαραίτητα, όχι απλώς για την επιβίωση των Περιφερειών, αλλά και για την ομαλή – και ιδίως αποτελεσματική – λειτουργία τους ως αυτόνομων μονάδων. Μέτρα απαραίτητα για την ανάδειξη της ταυτότητάς τους, για την οικονομική τους ανάπτυξη, για τη σύγκλιση των περισσότερο με τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές εντός των ορίων τους, για την πολιτιστική, την οικονομική και την κοινωνική τους καταξίωση. Η μετεξέλιξη των Περιφερειών πάνω στους άξονες που μόλις ανέφερα, κυρίες και κύριοι, θα διευκολύνει και το κύτταρο αυτό της διοίκησης που λέγεται Δήμος ή Κοινότητα, να ενισχύσει το συγκριτικό του ρόλο. Όπως οι Περιφέρειες, έτσι και οι Δήμοι, πρέπει να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους για άσκηση όλων εκείνων των εξουσιών που απολαμβάνουν σ’ ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο. Η ανάπτυξη των Περιφερειών και η ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι για μένα μια εξέλιξη αλληλένδετη και νομοτελειακή. · Τέλος, είναι πλέον απαραίτητη η συνεχής και θεσμοθετημένη συνεργασία ανάμεσα στις Κοινότητες, τους Δήμους, και τις Περιφέρειες. Για παράδειγμα, με τη δημιουργία Μητροπολιτικών Αυτοδιοικητικών οργανισμών για τα μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα θα «λυθούν τα χέρια» όλων των συμμετεχόντων τοπικών φορέων. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες κατέδειξαν ότι οι Δήμοι της Αττικής έχουν κοινά προβλήματα και, επομένως, κοινούς στόχους που μόνο μέσα απ’ την συνεργασία τους μπορούν να επιτευχθούν. Ο από κοινού στρατηγικός σχεδιασμός και συντονισμός των πολιτικών μπορεί να έχει ουσιώδη αποτελέσματα σε βασικούς τομείς όπως το περιβάλλον, οι κοινωνικές υπηρεσίες, η διαχείριση απορριμμάτων κλπ. Με τη θεσμοθέτηση Μητροπολιτικών Οργανισμών Αυτοδιοίκησης το εύρος της συνεργασίας μπορεί να περιλαμβάνει και άλλους βασικούς τομείς, όπως η οικονομική ανάπτυξη και η τουριστική προβολή, ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός, η αστυνόμευση αλλά και η κοινωνική πολιτική. Το βασικότερο όμως είναι ότι η νέα θεσμική ανασυγκρότηση, που από καιρό προτείνω, θα δώσει στις Περιφέρειες και τους Δήμους την ευκαιρία να αποκτήσουν φωνή, μέσα και έξω από την χώρα μας, και τη δυνατότητα να συνεργαστούν και με Δήμους και Περιφέρειες εκτός των Ελληνικών συνόρων, αναζητώντας την τεχνογνωσία και την εμπειρία τους.
Ήδη έχει ξεκινήσει μια «επανάσταση» στην Τοπική Αυτοδιοίκηση με την άνευ προηγουμένου συμμετοχή των γυναικών σ’ αυτή. Στις τελευταίες Νομαρχιακές και Δημοτικές Εκλογές, για πρώτη φορά, ο αριθμός των γυναικών που συμμετείχαν έφτασε στο 1/3 των ψηφοδελτίων περίπου. Η δε συμμετοχή στα Δημοτικά Συμβούλια παρουσίασε μίαν αύξηση της τάξεως του 70%! Οι Καποδιστριακοί Δήμοι ήταν πρωτοπόροι στην αλλαγή αυτή, καθώς ο αριθμός των αιρετών γυναικών υπερδιπλασιάστηκε σε σχέση με την τετραετία 1998-2002.
Τέλος, φίλες και φίλοι, η συμμετοχή των γυναικών στα Νομαρχιακά Συμβούλια της χώρας αυξήθηκε, το 2002, κατά 66% περίπου, σε σχέση με το 1998! Χωρίς να θέλω να φαίνομαι ότι μεροληπτώ υπέρ των γυναικών, πιστεύω, αγαπητές φίλες, ότι εμείς οι γυναίκες έχουμε τη δυνατότητα να δώσουμε ένα δικό μας ξεχωριστό, στίγμα, την δική μας ευαισθησία, την πρακτικότητά μας, σ’ όλους τους τομείς ευθύνης μας. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι είναι σημαντικό να καταστεί εφικτή η απρόσκοπτη συμμετοχή των γυναικών στην Τοπική Αυτοδιοίκηση – και όχι μόνο.
Σε αντίθεση δε με το κοινώς λεγόμενο – από τους άνδρες, βέβαια! – η συνεργασία ανάμεσά μας, δεν διαφέρει, είναι μάλιστα και πολύ καλύτερη, από τη συνεργασία μεταξύ των ανδρών. Ως Δήμαρχος Αθηναίων, κατά τη διάρκεια της Ολυμπιακής προετοιμασίας της Αθήνας, είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με αρκετές άλλες γυναίκες σε θέσεις ευθύνης, όπως με την κυρία Βάσω Παπανδρέου, με την Φώφη Γεννηματά, με την Φάνη Πάλλη Πετραλιά, με την Γιάννα Αγγελοπούλου και τόσες άλλες ακόμα. Τα αποτελέσματα της συνεργασίας μας φάνηκαν καθαρά μέσα από την επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Ξεκινώντας από την προσφορά προς τις οικογένειές μας, ήδη προσφέρουμε ως γυναίκες και μπορούμε να προσφέρουμε ακόμα περισσότερα στο ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό μας «περιβάλλον». Καθώς ο κόσμος μας, τόσο στην ευρύτερη όσο και στην πιο στενή του έννοια, αντιμετωπίζει ολοένα και πιο αυξημένα προβλήματα, η ενεργός συμμετοχή των γυναικών στα κοινά καθίσταται απαραίτητη, τόσο ως δικαίωμα όσο και ως υποχρέωσή μας.
Η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι το πρώτο βήμα ανάδειξης του ρόλου και της προσφοράς των γυναικών στα κοινά, και ευρύτερα στην πολιτική ζωή του τόπου μας.
Είναι το πρώτο βήμα για να επιτευχθεί και μια ποιοτική μετεξέλιξη στην ίδια την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Και στα δύο αυτά θέματα μας περιμένει ακόμα πολλή δουλειά. Πιστεύω όμως ότι είναι απαραίτητο να πετύχουμε και στα δύο, προκειμένου να υπάρξει μια ορατή και αισθητή βελτίωση της ποιότητας ζωής κάθε Ελληνίδας και κάθε Έλληνα.
Και επαναλαμβάνω:
Καθώς ενεργοποιούνται – και οφείλουν να ενεργοποιούνται – ολοένα και περισσότερο οι δυνάμεις κάθε τοπικής κοινωνίας, είναι απαραίτητο να διασφαλίσουμε πλέον το θεσμικό και οικονομικό εκείνο πλαίσιο που θα επιτρέψει στην πολιτική εξουσία, όλων των βαθμίδων, να πλησιάσει κάθε Έλληνα, κάθε Ελληνίδα. Οφείλουμε να διασφαλίσουμε τις προϋποθέσεις ώστε να απελευθερωθούν και πάλι όλες εκείνες οι δυνάμεις που και στο παρελθόν είχαν αποδειχθεί σημαντικές κινητήριες δυνάμεις για την προκοπή και την ευημερία του τόπου μας.
Αγαπητές μου φίλες της Θεσσαλονίκης, Ο 21ος αιώνας έχει ήδη ξεκινήσει.
Η Ελλάδα, χάρη και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, έκανε ένα δυναμικό ξεκίνημα! Είναι καθήκον μας τώρα να διατηρήσουμε την δυναμική που έχει ήδη διαμορφωθεί, αλλά και να την ενισχύσουμε. Οι φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν να παίξουν έναν μείζονα, έναν πολυδιάστατο ρόλο, σ’ αυτή τη διαδικασία.
Η πολιτική εξουσία, έχει να κάνει δύο πράγματα: Αφενός μεν, να ενισχύσει – επιτέλους – θεσμικά και οικονομικά τις τοπικές κοινωνίες, τους Δήμους και τις Περιφέρειές μας. Αφετέρου δε, να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη συμμετοχή όλων των δυνάμεων της κοινωνίας στους θεσμούς, τις δράσεις και τις πρωτοβουλίες όλων των επιπέδων διοίκησης. Και, για μένα, μέσα σ’ αυτές τις νέες δυνάμεις αναμφισβήτητα η κυριότερη είμαστε εμείς, οι γυναίκες. Ήρθε η ώρα να παίξει η Ελληνίδα τον ρόλο που της αξίζει, σε όλα τα επίπεδα.”