Ομιλίες

“ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑ, ΙΣΧΥΡΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ” – ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΛΕΣΧΗ ΠΕΙΡΑΙΑ

Δευτέρα, 30 Μάι 2005

Ομιλία της Δημάρχου Αθηναίων Ντόρας Μπακογιάννη

«Θέλω να σας ευχαριστήσω θερμά που με καλείτε, για τρίτη φορά τα τελευταία χρόνια, να είμαι προσκεκλημένη ομιλήτρια της Λέσχης σας. Πρέπει να σας εξομολογηθώ όμως ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι μια πραγματική αισιοδοξία για το μέλλον. Από πού αντλώ αυτή την αισιοδοξία;

Η ελληνική ναυτιλία – και μ’ αυτό εννοώ την ελληνόκτητη γενικά ναυτιλία – βρίσκεται σε συνεχή άνοδο. Έχει σχεδόν αποβάλει την εικόνα ενός στόλου μεγάλου μεν αλλά πεπαλαιωμένου – και ίσως επικίνδυνου – προβάλλοντας σήμερα μιαν εικόνα σφρίγους και μοντερνισμού. Αυτή η εικόνα αντανακλάται και στα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας για την ελληνική σημαία. Ο υπό την ελληνική σημαία στόλος έχει πετύχει έναν μέσο όρο εγγραφόμενων πλοίων τα οκτώ έτη και διαγραμμένων τα 23 έτη, η δε αύξηση της καθαρής ολικής χωρητικότητάς του έχει φτάσει στους 750.000 κόρους. Οι Έλληνες εφοπλιστές έχουν δώσει παραγγελίες, αν θυμάμαι καλά, για τη ναυπήγηση άνω των 250 πλοίων.

Τέλος, όπως όλοι ξέρουμε, για πρώτη φορά πέρυσι, το ναυτιλιακό συνάλλαγμα όχι μόνο άγγιξε το επίπεδο-ρεκόρ των δεκαεπτάμισι δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά πέτυχε και δυο ακόμα πρωτιές: μιαν άνοδο 40% περίπου σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, αλλά και άνοδο τέτοια ώστε να υπερβεί τα έσοδα απ’ τον τουρισμό.

Τα νέα είναι καλά από την ποντοπόρο ναυτιλία, είναι όμως καλά και από την ακτοπλοΐα. Τη σημαντική βελτίωση της ελληνικής ακτοπλοΐας την ζουν ήδη καθημερινά οι επιβάτες σε αρκετές γραμμές, όπως της Κρήτης. Στις γραμμές αυτές η διακίνηση επιβατών, οχημάτων και εμπορευμάτων γίνεται με υπερσύγχρονα πλοία και σε χρόνους ρεκόρ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι εξαφανίστηκαν τα προβλήματα σε άλλους προορισμούς που εξυπηρετούνται ακόμα με πλοία παλιά και με βραδύτητα.

Η αισιοδοξία μου όμως δεν πηγάζει μόνο από τις άκρως ευνοϊκές εξελίξεις στον τομέα της ίδιας της ναυτιλίας. Έχουμε σήμερα μια κυβέρνηση πολύ πιο φιλική προς την ιδιωτική πρωτοβουλία γενικότερα. Προς τη δημιουργικότητα και το ταλέντο του Έλληνα επιχειρηματία εν γένει. Νωπή είναι ακόμα στη μνήμη μας η τόλμη με την οποία διακηρύχθηκε από τον Πρωθυπουργό η ανάγκη μεγάλων διαρθρωτικών αλλαγών κατά την ομιλία του στην ετήσια συνέλευση του ΣΕΒ. Είμαι βεβαίως η τελευταία που θα αμφισβητήσω ότι οι ρυθμοί δράσης της κυβέρνησης δεν ήταν μέχρι τώρα οι απολύτως ενδεδειγμένοι. Μίλησα, άλλωστε, γι’ αυτά προσφάτως στην Θεσσαλονίκη.

Απ’ την άλλη μεριά, πάντως, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι έχουν ήδη περάσει σημαντικοί νόμοι, τόσο για την ανάπτυξη και την διευκόλυνση των επενδύσεων, όσο και για την μείωση των φορολογικών συντελεστών. Αναμένουμε τώρα να ψηφιστούν, συντομότατα, νέοι νόμοι και για την πάταξη της γραφειοκρατίας. Στη χώρα πνέει, αναμφισβήτητα, ένας άνεμος οικονομικής ελευθερίας, εξυγίανσης, ίσων επιχειρηματικών ευκαιριών και πάταξης της διαφθοράς. Η διαφθορά και η γραφειοκρατία αποτελούν, όπως ξέρετε, δυο από τα σοβαρότερα αντικίνητρα στην προσέλκυση επενδύσεων.

Ένας τρίτος λόγος, εξαιτίας του οποίου αντλώ αισιοδοξία, κυρίες και κύριοι, είναι η αναβάθμιση της εικόνας της Ελλάδας – και ιδιαίτερα της Αθήνας – διεθνώς. Η αναβάθμιση αυτή, όπως είχα συχνά την ευκαιρία να τονίσω σε ξένους επιχειρηματίες, μπορεί – με τους κατάλληλους χειρισμούς – να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση, τόσο του τουριστικού ρεύματος, όσο και των επενδύσεων.

Όταν κάποτε ένας ξένος επίσημος ρώτησε τον τότε Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, αν πιστεύει ότι η σύγχρονη Ελλάδα έχει καταφέρει σε κάποιο τομέα να πλησιάσει τη δόξα της αρχαίας, εκείνος χωρίς δισταγμό απάντησε ότι: η νεώτερη Ελλάδα αναγεννήθηκε πλήρως σε δύο κυρίως τομείς, στην ποίηση και τη ναυτιλία! Και συμπλήρωσε: «διαπρέψαμε με σειρά ολόκληρη μεγάλων ποιητών και με τα πλοία μας, τους εφοπλιστές και τους ναυτικούς μας». Αλλά είπε και κάτι ακόμα: ότι ενώ η ναυτιλία μάς δίνει τόσα πολλά, δεν ζητά οικονομικώς τίποτα. Και είχε δίκιο. Για να προωθήσουμε τον τουρισμό, λόγου χάριν, απαιτούνται τεράστια κονδύλια για διαφημιστική προβολή και για έργα υποδομής σ’ όλη την Ελλάδα. Για να προωθήσουμε τη ναυτιλία – το πιστεύω ακράδαντα – χρειάζεται πολιτική βούληση, κοινή λογική και η απαλλαγή μας από το μικρόβιο του λαϊκισμού.

Θα επιχειρήσω τώρα να στρέψω τη σκέψη μου σ’ αυτά ακριβώς τα μέτρα κοινής λογικής που πιστεύω ότι είναι αναγκαία ώστε για γίνει η ναυτιλία μας όχι απλώς ένας, αλλά ο καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Πρώτον, ανταγωνιστικότητα. Δεν είναι δυνατόν να μη μας απασχολεί το γεγονός ότι, αυτή τη στιγμή, 2.500 πλοία, πολλά απ’ αυτά νεότευκτα, βρίσκονται εκτός εθνικού νηολογίου. Μόνο ένα στα τέσσερα πλοία φέρει σήμερα την ελληνική σημαία. Οφείλουμε λοιπόν να φροντίσουμε, κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, αφενός μεν να διατηρήσουμε υπό την ελληνική σημαία εκείνα που ήδη βρίσκονται στο νηολόγιο και, αφετέρου, να προσελκύσουμε τουλάχιστον τα τώρα ναυπηγούμενα καθώς και τα νεοναυπηγηθέντα πλοία. Το ερώτημα που τίθεται είναι: ποια είναι τα συγκεκριμένα μέτρα που πρέπει να λάβουμε για να επιτύχουμε τόσο την προσέλκυση περισσότερων πλοίων στην ελληνική σημαία, όσο και την ανταγωνιστικότητα, γενικώς, της ελληνικής ναυτιλίας;

Η απάντηση που θα δοθεί πρέπει να είναι απαλλαγμένη από τον λαϊκισμό. Πρέπει να απαντήσουμε ξεκάθαρα στο εξής ερώτημα: μας ενδιαφέρει να έχουμε πολλά πλοία στην σημαία μας, και κατά συνέπεια πολλούς ναυτικούς σ’ αυτά; Ή, αντίθετα, μας ενδιαφέρει η κατοχύρωση απλώς κάποιων θέσεων που υπάρχουν σήμερα – και που μπορεί να χαθούν κι αυτές – στο όνομα ρυθμίσεων που βρίσκονται πέρα από τους κανόνες του ανταγωνισμού; Αν μας ενδιαφέρει το πρώτο, η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει διεξοδικά τι επιπτώσεις έχουν οι διατάξεις περί υποχρεωτικής σύνθεσης των πληρωμάτων και αν θα ήταν προτιμότερο να υπάρξουν προϋποθέσεις μετάβασης από την υποχρεωτική στη λεγόμενη «ασφαλή» σύνθεση. Ας μην ξεχνάμε ότι η πρόσφατη καθιέρωση της ελληνικής ναυτιλίας ως ποιοτικής δεν φτάνει. Τα νεότευκτα πλοία έχουν μεγάλες υποχρεώσεις έναντι τρίτων. Και όσο μεν η ναυλαγορά βρίσκεται ψηλά, δεν υπάρχει γενικά πρόβλημα διαχείρισης, έστω και με υψηλότερα λειτουργικά έξοδα, αν το θέλουν οι πλοιοκτήτες. Όταν όμως έρχεται κάποια ύφεση, και αυτό το έχουμε δει πολλές φορές στο παρελθόν, τότε το πρώτο πράγμα που γίνεται για περικοπή των εξόδων είναι η αλλαγή σημαίας. Όταν μάλιστα η πλοιοκτησία επιλέγει σημαίες άλλων Κοινοτικών χωρών, όπως η Μάλτα και η Κύπρος, τότε ο Έλληνας πλοιοκτήτης δεν ξαναγυρίζει εύκολα στην ελληνική σημαία, αφού μπορεί να διαχειρίζεται τον στόλο του εξίσου αποτελεσματικά, αλλά πολύ πιο οικονομικά – και μάλιστα εντός της Ε.Ε. – σ’ αυτή που βρίσκεται. Τι γίνεται τότε με τις θέσεις εργασίας; Εξίσου αναγκαίο είναι να εξεταστεί και το ορθολογικό ή μη του όλου σημερινού ασφαλιστικού πλέγματος.

Λόγω των αποτυχιών που οδήγησαν σε απαξίωση του ΝΑΤ, που κάποτε ήταν από τα πλουσιότερα Ταμεία, καταβάλλονται σήμερα μεγάλα ποσά, όχι στην πραγματικότητα για τις ίδιες τις συντάξεις, αλλά κυρίως για την κάλυψη των ελλειμμάτων. Αυτό όμως αυξάνει το κόστος του πλοίου και οδηγεί σε μείωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής ναυτιλίας, με συνέπεια την απώλεια θέσεων εργασίας. Οδηγεί επομένως και σε περαιτέρω αύξηση των ελλειμμάτων του ΝΑΤ! Το ίδιο αποτέλεσμα έχουν και ορισμένες προστατευτικές πρακτικές, όπως για παράδειγμα το καμποτάζ στις κρουαζιέρες. Κυρίες και κύριοι,

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, το οποίο όλοι ξέρετε, είναι εκείνο της ναυτικής εκπαίδευσης. Ευτυχώς, πρόσφατα, η κυβέρνηση αποφάσισε να καλύψει τις δαπάνες της εκπαίδευσης των δοκίμων πάνω στα πλοία με κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά νομίζω ότι απαιτούνται πλέον δραστικά μέτρα για την αναβάθμιση του όλου πλέγματος της εκπαίδευσης. Ήδη υπάρχει Πανεπιστημιακό τμήμα, εδώ στον Πειραιά, και αυτό είναι ευχάριστο. Ξεκίνησαν επίσης και μεταπτυχιακά προγράμματα. Αλλά πιστεύω ότι απαιτείται και ουσιαστική αναβάθμιση, πιθανόν και ανωτατοποίηση, των Ακαδημιών Εμπορικού Ναυτικού.

Απαιτείται ακόμα και σειρά ολόκληρη άλλων μέτρων, με ένα και μοναδικό στόχο: να μπορεί το υπάρχον σύστημα να παρακολουθήσει την αλματώδη εξέλιξη της ναυτικής τεχνολογίας. Κυρίες και κύριοι,

Ένας βασικός στόχος της κυβέρνησης, και προσωπικά του Πρωθυπουργού κ. Κώστα Καραμανλή, είναι να μπορέσει η Ελλάς να προσελκύσει και στην ξηρά μερικά από τα κέρδη που αποκτώνται στην θάλασσα. Αυτό, πέρα από στόχος της κυβέρνησης, είναι και επιθυμία πολλών Ελλήνων εφοπλιστών, και μάλιστα όχι πάντα για οικονομικούς, αλλά μερικές φορές και για καθαρά συναισθηματικούς λόγους!

Δεν θα ξεχάσω τις ώρες που πέρασα ως «σκιώδης Υπουργός» Ανάπτυξης, ακούγοντας αγανακτισμένη τα μύρια όσα εμπόδια αντιμετώπιζε ο συνάδελφός σας κ. Κωνσταντακόπουλος, για να πραγματοποιήσει μια μεγάλη επένδυση στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Μεσσηνία. Μια επένδυση που θα δημιουργούσε και εκατοντάδες νέες θέσεις εργασίας. Ως εκ τούτου αντιλαμβάνεσθε πόσο χάρηκα όταν άκουσα τον Πρωθυπουργό, πρόσφατα, να αναγγέλλει την απεμπλοκή της συγκεκριμένης επένδυσης μαζί με μερικές ακόμα, εξίσου σημαντικές.

Πιστεύω ότι τα κεφάλαια των Ελλήνων εφοπλιστών θα θεωρήσουν την Ελλάδα ως ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις όταν το να επενδύσει κανείς στην Ελλάδα γίνει και γενικότερα ελκυστικό. Χαίρομαι λοιπόν που η κυβέρνηση, όπως το τόνισα και στην αρχή της ομιλίας μου, παίρνει σημαντικά μέτρα για τονώσει το όλο επενδυτικό κλίμα. Υπάρχουν όμως, κυρίες και κύριοι, και ειδικότερα μέτρα που μπορούν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να επενδυθούν εδώ ναυτιλιακά κεφάλαια. Μέτρα που αφορούν αποκλειστικά στην ίδια την ναυτιλία. Μέτρα για να καλύπτονται εδώ οι ανάγκες των πλοίων.

Προς τούτο πρέπει ο Πειραιάς, η αδελφή πόλη της Αθήνας, να γίνει επιτέλους διεθνές ναυτιλιακό και οικονομικό κέντρο, με υπηρεσίες κύρους και με διεύρυνση των δυνατοτήτων όλων των κλάδων των παραναυτιλιακών υπηρεσιών. Ενδεικτικά θα αναφέρω ακόμα την ανάγκη διασφάλισης του ευεργετικού νόμου 89, από την τάση ισοπέδωσης που χαρακτηρίζει μερικές φορές την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα αναφέρω την ανάγκη προστασίας του Ταμείου ΤΑΝΠΥ, που διέπει την λειτουργία των ναυτιλιακών εταιριών.

Την ανάγκη ενίσχυσης των ελληνικών ασφαλιστικών εταιριών για την κάλυψη ναυτικών κινδύνων. Σήμερα τα χρήματα φεύγουν σε ξένες χώρες, ως ασφάλιστρα για την κάλυψη ζημιών, ιδίως ζημιών έναντι τρίτων. Απαιτείται ακόμα ένα νομοθετικό πλαίσιο που να βοηθά τις ελληνικές τράπεζες να χρηματοδοτούν εύκολα το ελληνικό πλοίο. Αυτό δε, με παράλληλη δημιουργία χρηματοπιστωτικού και χρηματιστηριακού κέντρου στον Πειραιά. Χρειάζεται να καθιερωθεί ναυτική διαιτησία και Ναυτικό Δικαστήριο, επίσης εδώ, στον Πειραιά.

Τέλος, απαιτείται συνολική αναβάθμιση των τηλεπικοινωνιακών και των άλλων υπηρεσιών της πόλης.

Βασικός τομέας για την μη διαφυγή του ναυτιλιακού συναλλάγματος είναι ο ναυπηγο-επισκευαστικός. Είναι ανάγκη λοιπόν να υπάρξει συνολική εξυγίανση και του τομέα αυτού, με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα. Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένα μέτρα που θα έπρεπε να εξετάσουμε: -Μετά από συνεννόηση με την Ε.Ε φορολόγηση των ναυπηγικών εργασιών με σταθερό συντελεστή και χωρίς ΦΠΑ, ούτε των υπεργολάβων, αφού δεν υπάρχει ΦΠΑ ούτε για το ίδιο το πλοίο. -Κατάργηση των δαιδαλωδών διαδικασιών που απαιτούνται σήμερα για μια άδεια δεξαμενισμού, καθώς και αναθεώρηση των τιμολογίων. -Εξορθολογισμός των ασφαλιστικών εισφορών που δίνονται σε καταχρεωμένα ασφαλιστικά ταμεία με αποτέλεσμα το μεροκάματο, με όλα αυτά, από 60 Ευρώ, που φτάνει στα χέρια του εργαζόμενου, να καταλήγει να είναι 170 Ευρώ για τον εργοδότη.
Κυρίες και κύριοι,

Η ελληνική ναυτική οικογένεια ακολούθησε τελικά την περίφημη προτροπή του Οδυσσέα προς τους συντρόφους του: «Εφοπλίσαντες ενήσομεν ευρείν πόντω». Ακολουθήσατε την προτροπή. Κατακτήσατε τις θάλασσες και τους ωκεανούς της γης και κυβερνάτε σήμερα τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο του κόσμου. Καταστήσατε την Ελλάδα μια θαλάσσια υπερδύναμη, κατανοώντας πλήρως τη διαπίστωση ότι είναι «μέγα το της θαλάσσης κράτος». Ελάχιστο χρέος της πατρίδας, στην οποία τόσα πολλά προσφέρετε, είναι να σας βοηθήσει αποτελεσματικά να διατηρήσετε τη δική της ηγεμονία στην θάλασσα.

Και, τέλος, να σας δώσει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσετε και το άλλο μεγάλο όνειρο του Οδυσσέα: την επιστροφή στη μικρή και άγονη, αλλά πάντοτε ιερή, πατρίδα, με το κέρδος και τη σοφία των ποντοπόρων εμπειριών σας. Μια επιστροφή που και εσάς συναισθηματικά και οικονομικά θα ικανοποιήσει και την πρόοδο της αγαπημένης μας πατρίδας θα βοηθήσει.»

Προηγούμενο άρθρο
Επόμενο άρθρο